του Βαγγέλη Χατζηβασιλείου.
Ποια τύχη είχε παλαιότερα, αλλά και πώς αντιμετωπίζεται σήμερα η ελληνική λογοτεχνία στο εξωτερικό; Ποιοι είναι οι έλληνες συγγραφείς που κατόρθωσαν να αποκτήσουν πρόσβαση σε ένα διεθνές κοινό και τι είναι εκείνο το οποίο είχε ή έχει κατά νουν αυτό το κοινό όταν διαβάζει τα ποιήματα ή τα μυθιστορήματά τους; Κι ακόμα, σε τι ακριβώς οφείλεται μια μετάφραση ελληνικής λογοτεχνίας; Στο προσωπικό ενδιαφέρον του μεταφραστή, σε εμπορική απόβλεψη του εκδότη ή στην ιδεολογική και πολιτική συγκυρία μιας εποχής; Τα ερωτήματα είναι καυτά και οι απαντήσεις κάθε άλλο παρά αυτονόητες. Παίρνοντας έστω και με αργοπορία μέρος στη συζήτηση του Αναγνώστη, και προσθέτοντας τη δική μου νότα στις συμβολές του Τομπίας Λέμκουλ, του Χρήστου Τσιάμη, του Πολυχρόνη Κουτσάκη και του Δημήτρη Τζιόβα για τις μεταφραστικές τύχες της ελληνικής λογοτεχνίας στον αγγλοσαξονικό κόσμο και στη Γερμανία, θέλω να υπενθυμίσω ένα βιβλίο που κυκλοφόρησε προ δέκα ακριβώς ετών υπό τον τίτλο «…γνώριμος και ξένος…», σε επιμέλεια του Βασίλη Βασιλειάδη και με τον χορταστικό υπότιτλο Η νεοελληνική λογοτεχνία σε άλλες γλώσσες. Αγγλική, αλβανική, βουλγαρική, γαλλική, γερμανική, δανέζικη, γλώσσες της Ισπανίας, ιταλική, νορβηγική, ολλανδική, πορτογαλική, ρουμανική, ρωσική, σερβική, σουηδική, τουρκική, φιλανδική. Ο τόμος περιέχει τα υλικά μιας μακροχρόνιας έρευνας για τη μεταφρασμένη νεοελληνική λογοτεχνία. Η έρευνα, που χρηματοδοτήθηκε από το υπουργείο Πολιτισμού και διοργανώθηκε από το Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας με γενικό συντονιστή τον Βασιλειάδη, έχει αναπτυχθεί σε όλο το ιστορικό μήκος της νεοελληνικής λογοτεχνίας (από το έπος του Διγενή Ακρίτα έως και τις ημέρες μας), καλύπτει δεκαεπτά γλώσσες και ξεκινώντας από τις χώρες της Ευρώπης φτάνει μέχρι την Τουρκία, τις ΗΠΑ και τον Καναδά. Μολονότι μας χωρίζει ένα κάποιο διάστημα από την έκδοση του βιβλίου, οι διαπιστώσεις και τα συμπεράσματά του δεν έχουν χάσει τη σημασία τους.
ΔΥΟ ΜΕΤΑΦΡΑΣΤΙΚΟΙ ΑΙΩΝΕΣ
Οι μεταφράσεις της νεοελληνικής λογοτεχνίας θa έχουν ως αφετηρία τους τον 19ο αιώνα και την ανάδυση της εθνικής συνείδησης στο πλαίσιο της ρομαντικής ιδεολογίας, που θα ωθήσει τη λαογραφία να αγκαλιάσει τη δημοτική παράδοση. Τα δημοτικά τραγούδια θα βρουν περίοπτη θέση σε διάφορες ευρωπαϊκές ανθολογίες, που θα κυκλοφορήσουν στα γαλλικά, τα αγγλικά και τα ρωσικά, προσελκύοντας και τις βαλκανικές γλώσσες. Την προσοχή θα ελκύσει και η λόγια λογοτεχνία με πρώτους μεταξύ των προτιμήσεων τον Δημήτριο Βικέλα, τον Αλέξανδρο Ρίζο Ραγκαβή και τον Αλέξανδρο Σούτσο, που θα διαπρέψουν μεταξύ Ρουμάνων, Τσέχων, Σέρβων, Δανών, Γάλλων, Ιταλών, Άγγλων, Ούγγρων, Ρώσων και Ισπανών. Αξιοπαρατήρητη κατά τον 19ο αιώνα θα είναι και η διείσδυση του Ροΐδη στα αγγλικά και τα γαλλικά. Η νεοελληνική ηθογραφία θα κερδίσει με τη σειρά της, από την αυγή του 20ου αιώνα μέχρι και τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, τους Ολλανδούς, οι οποίοι θα αρχίσουν να μεταφράζουν από το 1934 και τον Καβάφη, που πολύ γρήγορα θα υπερβεί την ευρωπαϊκή περίμετρο για να διεκδικήσει μια περίοπτη θέση στο πάνθεον της παγκόσμιας ποίησης. Μετά το τέλος του Εμφυλίου η ελληνική λογοτεχνία θα μεταδώσει την εικόνα της (με επικεφαλής των πρωτοβουλιών για τη μετάφρασή της τη Μέλπω Αξιώτη και τον Δημήτρη Χατζή) στους τόπους υποδοχής των πολιτικών προσφύγων: Βουλγαρία, Ρουμανία, Τσεχοσλοβακία, Ανατολική Γερμανία, Ουγγαρία και Σοβιετική Ένωση. Από το 1960 και ύστερα, θα επέλθει ο μεταφραστικός θρίαμβος του Νίκου Καζαντζάκη. Όπως παρατηρεί στην εισαγωγή του ο Βασιλειάδης, ο Καζαντζάκης θα σταθεί ευθύς εξαρχής μακριά από την παγκοσμιότητα του Καβάφη και θα επιβληθεί στην Ευρώπη ως εκπρόσωπος μιας ελληνικής ιδιαιτερότητας με σαφώς φολκλορικά χαρακτηριστικά, εντοπισμένα στις αρχέγονες ρίζες του Ζορμπά και στη δύναμη κατάφασής του απέναντι στη ζωή. Η δεκαετία του 1960 θα είναι και η μεταφραστική δεκαετία του Σεφέρη, που θα πάρει το 1963 το Νόμπελ και θα γνωρίσει επιτυχία στο αγγλόφωνο και το ισπανόφωνο κοινό.
Επί δικτατορίας τη σκυτάλη θα παραλάβουν, για ευνόητους λόγους, ο Ρίτσος, ο Σαμαράκης και ο Βασιλικός ενώ ο Ελύτης θα μπει στον χορό μετά το Νόμπελ του 1979. Η πτώση της χούντας και η ένταξη της Ελλάδας στην ΕΟΚ θα επιφέρουν μια σταδιακή απομείωση της μεταφραστικής δραστηριότητας. Η χώρα θα πάψει να αποτελεί το επίκεντρο της πολιτικής προσοχής ενώ το φολκλορικό πνεύμα θα επανακάμψει. Πολλοί μεταφραστές (ευτυχώς όχι όλοι, ούτε οι σημαντικότεροι) θα αφήσουν πίσω τους λογοτεχνικά έργα που απεικονίζουν όψεις και προβλήματα της σύγχρονης ελληνικής κοινωνίας, προκρίνοντας μόνο ό,τι ταυτίζει το ελληνικό με το εξωτικό και το παράξενο. Από την άλλη, ένας ευπρόσωπος αριθμός σημερινών ποιητών και πεζογράφων (κάποτε και δοκιμιογράφων) θα βρουν ανοιχτό τον δρόμο για διάφορες ευρωπαϊκές γλώσσες στις οποίες και θα διασφαλίσουν με τον έναν ή τον άλλο τρόπο την παρουσία τους.
Σε μια τέτοια γενική διαδρομή, που καλύπτει δύο μεταφραστικούς αιώνες, θα μπορούσε κανείς να προσθέσει πολλά επιμέρους στοιχεία, βλέποντας τους Άγγλους να σταθμεύουν στον Κάλβο, τον Κολοκοτρώνη, τον Μακρυγιάννη, τον Δροσίνη, τον Ξενόπουλο, τον Παλαμά, τον Σικελιανό, τον Θεοτοκά, τον Πρεβελάκη, τον Μπάρα, τον Γκάτσο, τον Ταχτσή, τη Ζέη, τον Σαχτούρη, τον Σινόπουλο, τη Βακαλό, τον Λεοντάρη, τον Βαγενά και τον Βλαβιανό, αλλά και στον Κουμανταρέα, τον Μάρκαρη, τον Γιατρομανωλάκη, τη Φακίνου και τον Φάις, τους Γερμανούς να καλωσορίζουν τη Διδώ Σωτηρίου, τον Κοτζιά, τον Μπακόλα, τον Χειμωνά, τον Βαλτινό, τη Δημουλά, τον Θέμελη, τον Νόλλα, τη Μαστοράκη, τη Ζατέλη και την Καρυστιάνη, τους Ιταλούς να υποδέχονται τον Σολωμό, τον Καρκαβίτσα, τον Παπαδιαμάντη, τη Δούκα, τον Κιουρτσάκη, τη Λυμπεράκη και τον Μάτεσι και τους Ρώσους να κατευθύνονται προς τον Βενέζη, την Αλεξίου, τον Εμπειρίκο, τον Μηλιώνη και τον Φραγκιά (οι αναφορές στις αγγλικές, τις γερμανικές, τις ιταλικές και τις ρωσικές μεταφράσεις είναι ενδεικτικές και τα ονόματα των συγγραφέων συχνά αλληλοεπικαλύπτονται) .
Πιο συστηματικά, με επιλογές που θα υποδείξουν το ιστορικό της βάθος, συνδέοντας το παρελθόν με τις νεώτερες και τις τρέχουσες απολήξεις του, θα μεταφραστεί η νεοελληνική λογοτεχνία σε δύο χώρες: στη Γαλλία και τη Ρουμανία. Η σύγχρονη παραγωγή θα έχει ακόμα καλύτερη υποδοχή στην Ισπανία ενώ παλαιότερα και σύγχρονα ελληνικά λογοτεχνικά έργα θα μεταφραστούν με κάποιο σύστημα και στην Αλβανία, τη Βουλγαρία και τη Σερβία.
Η ΠΟΣΟΤΗΤΑ ΚΑΙ Η ΠΟΙΟΤΗΤΑ: ΑΝΑΓΚΑΙΟΙ ΑΛΛΑ ΟΧΙ ΚΑΙ ΙΚΑΝΟΙ ΟΡΟΙ
Όλα αυτά μοιάζουν ιδιαιτέρως ευοίωνα ακόμα κι αν βρίθουν οι ελλείψεις, οι απουσίες και οι ασυνέχειες. Καμιά εθνική λογοτεχνία, σε όσο ισχυρή γλώσσα κι αν είναι γραμμένη, δεν μπορεί να μεταφραστεί εξ ολοκλήρου – ούτε καν κατά προσέγγιση. Υπό αυτή την έννοια τα ευρήματα της έρευνας που διενήργησαν οι συνεργάτες του τόμου «…γνώριμος και ξένος…» κάθε άλλο παρά απογοητευτικά δείχνουν: η ποσότητα των μεταφράσεων είναι ανάλογη με τα μεγέθη της ελληνικής λογοτεχνίας. Όσο για την ποιότητά τους, παρά τις πάμπολλες αβλεψίες και προχειρότητες τις οποίες επισημαίνουν οι μελετητές, είναι επίσης, όπως πρόλαβα να σημειώσω πρωτύτερα, παρήγορη.
Η μετάφραση, ωστόσο, δεν αποτελεί προϊόν εργαστηρίου και δεν εξαντλείται στη γλωσσική και τη φιλολογική της επάρκεια. Η μετάφραση είναι ζωντανή διαδικασία που παράγεται μέσα στις συγκεκριμένες συνθήκες της εκδοτικής αγοράς, έχει να κάνει με τις προδιαμορφωμένες συνθήκες και παραστάσεις του ξένου αναγνώστη και δίνει συνεχώς μάχη για την επιβίωσή της στον χρόνο. Όπως προκύπτει από το σύνολο των μελετών του τόμου (και αυτό συνιστά το ουσιαστικότερο μέρος της συμβολής του στην κατάκτηση της λογοτεχνικής μας αυτογνωσίας), οι μεταφράσεις της νεοελληνικής λογοτεχνίας δεν έχουν κατορθώσει μέχρι στιγμής (κι ας αθροίζει μια τέτοια στιγμή δύο συναπτόμενους αιώνες) να αγγίξουν το ευρωπαϊκό κοινό, που εξακολουθεί, κόντρα στον όγκο και την ποικιλία της μεταφραστικής προσφοράς, να καταναλώνει τον Καζαντζάκη και τον Καβάφη, αγνοώντας με καταφανή αδιαφορία οτιδήποτε άλλο προέρχεται από την Ελλάδα. Στο μεταξύ ο Καζαντζάκης φαντάζει ήδη παρωχημένος (πόσο μπορεί να αντέξει η κρητική βουλησιαρχία του Ζορμπά σε μιαν εποχή που βλέπει με άκρα καχυποψία οποιοδήποτε ψήλωμα του νου;) ενώ ο Καβάφης δεν διαβάστηκε ποτέ ως πρέσβης της Ελλάδας: είναι σαν να διαβάσουμε εμείς τον Πεσόα σαν αντιπρόσωπο της πορτογαλικής λογοτεχνίας.
ΓΙΑΤΙ ΔΕΝ ΠΕΡΝΑΕΙ Η ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΗ ΕΛΛΑΔΑ ΣΤΗΝ ΕΥΡΩΠΗ;
Γιατί, όμως, δεν περνάει η λογοτεχνική Ελλάδα στην Ευρώπη; Να φταίει άραγε η συνεχιζόμενη ζήτηση, πέραν του Καζαντζάκη, για ελληνικό φολκλόρ; Η περιήγησή μας απέδειξε πως τουλάχιστον κατά τη διάρκεια των τελευταίων ετών μεταφράστηκαν, χάρη στο προσωπικό γούστο και την πρωτοβουλία των μεταφραστών (ο ρόλος των ατζέντηδων είναι κάτι που θα πρέπει να μας απασχολήσει συστηματικά στο μέλλον –σε συνέχεια των ζητημάτων που έθιξαν στη συζήτηση του Αναγνώστη ο Π. Κουτσάκης, ο Δ. Τζιόβας και ο Κώστας Θ. Καλφόπουλος), συγγραφείς οι οποίοι ουδεμία σχέση έχουν με το φολκλόρ. Μήπως τότε φταίει κάτι διαφορετικό; Το ότι οι έλληνες συγγραφείς είναι πολύ περιφερειακοί και τοπικοί; Σύμφωνοι, αλλά η λογοτεχνική παγκοσμιοποίηση έχει εν πολλοίς στηριχθεί σε αυτήν ακριβώς την παράμετρο, με εντυπωσιακότερο παράδειγμα την κεντροευρωπαϊκή και την ανατολικοευρωπαϊκή λογοτεχνία, που κατόρθωσε να διεθνοποιήσει έναν εντελώς εσωστρεφή και ιδιαίτερα περίπλοκο και περιπλεγμένο κόσμο (τι άλλο είναι τα μυθιστορήματα του Τόμας Μπέρνχαρντ, του Ούγκο Κλάους, της Ελφρίντε Γέλινεκ ή της Όλγκα Τοκάρτσουκ;) Δεν ξέρω αν θα πρέπει να συζητήσουμε εδώ την πληρότητα της τεχνικής, την ένταση του βλέμματος και πρωτίστως τη θεματογραφία. Να πω παρεμπιπτόντως, φτάνοντας μέχρι τις απαρχές της συζήτησης του Αναγνώστη και τον Νίκο Α. Μάντη, πως το πρόβλημα δεν είναι ούτε το τι είδους τάξη είναι στην Ελλάδα η αστική τάξη (όχι και τόσο αμελητέα αν λογαριάσουμε σύγχρονες κοινωνιολογικές έρευνες και νεότερες αναλύσεις πολιτικής επιστήμης) ούτε αν γράφεται στα καθ’ ημάς αυτάρεσκο ιστορικό μυθιστόρημα – που σίγουρα δεν γράφεται μια και το είδος έχει πολλές φορές οδεύσει στους αντίποδες του φυλετικού ναρκισσισμού και της εθνικής αυταρέσκειας.
Όλα αυτά, συν και κάποια άλλα, πρόλαβε με σαφήνεια να τα θέσει στη συζήτηση του Αναγνώστη η Βενετία Αποστολίδου με την ευαισθησία και την εις βάθος εποπτεία της για τα μεγέθη της μεταπολεμικής και της μεταπολιτευτικής πεζογραφίας. Αρκούν, συμπληρώνω από τη μεριά μου, οι προαναφερθέντες μεταφρασμένοι συγγραφείς για να προκύψει ένα πολύχρωμο, πολυεπίπεδο και πολυτασικό φάσμα τεχνικών, θεμάτων και κόσμων για την ελληνική πεζογραφία, όσο κι αν είμαστε απρόθυμοι να της το αναγνωρίσουμε. Αρκούν οι μεταφρασμένοι συγγραφείς για να συναντηθούμε με ονόματα τα οποία έχει ξεχωρίσει κατ’ επανάληψη η ελληνική κριτική, παλαιότερη και νεότερη. Και αν με κριτική δεν εννοούμε ιδεολογικές ετικέτες που θέλουν να μας γλυτώσουν από τα δεινά του καπιταλισμού (παρόλο που κάποιες τέτοιες ετικέτες θα μπορούσαν να λειτουργήσουν ως στοιχείο του μάνατζμεντ της ελληνικής λογοτεχνίας για τις καπιταλιστικές αγορές), κι αν, επιπλέον, με την υποβάθμιση του ρόλου και της εμβέλειας κριτικής δεν επιζητούμε την επίδειξη ενός ναρκισσιστικού κριτικού προφίλ (αναφέρομαι σε συζητήσεις που έγιναν εκτός Αναγνώστη), κι αν, επιπροσθέτως, οι κατακρίσεις των πεζογραφικών ανθολογιών δεν γίνονται για να καταλήξουν σε προτάσεις όπως το να χρησιμοποιηθούν ως κριτήρια της ανθολόγησης οι βραχείες λίστες των κρατικών βραβείων συναπτών ετών (δηλαδή να ανθολογηθούν εκατοντάδες βιβλία), τότε δεν κάνει κακό να σκεφτούμε το κυριότερο: οι περισσότεροι μεταφρασμένοι συγγραφείς που είδαμε μόνο αμφιλεγόμενες ή έκκεντρες περιπτώσεις δεν αποτελούν, διασώζοντας και αποτυπώνοντας έναν γενικότερο (όχι μόνο κριτικό) λογοτεχνικό κανόνα.
Να επιστρέψω στα πρακτικά. Ένας παράγοντας που θα μας βοηθήσει να εξηγήσουμε την αποτυχία των μεταφράσεων της ελληνικής λογοτεχνίας στην Ευρώπη είναι το γεγονός πως οι περισσότερες από αυτές απομακρύνονται με γοργούς ρυθμούς από τα ράφια των βιβλιοπωλείων χωρίς να επιστρέψουν ποτέ στη θέση τους. Η αδυναμία, εντούτοις, για επιστροφή συνδέεται και πάλι με τη ζήτηση. Και η ζήτηση δεν έχει σχέση μόνο με το τι μπορεί και το τι δεν μπορεί να κάνει η ελληνική λογοτεχνία ως προς τις προκαταλήψεις και τα στερεότυπα με τα οποία είναι έτοιμοι να την προσλάβουν οι Ευρωπαίοι, αλλά και με τη βούληση και τη δράση των εκδοτών που επωμίζονται το βάρος της προβολής και της μεταφραστικής διακίνησης της ελληνικής πεζογραφίας.
Υπάρχουν λύσεις απέναντι σε μια τόσο αδιέξοδη κατάσταση; Το υπουργείο Πολιτισμού επιχορήγησε πολλές φορές κατά το παρελθόν τις μεταφράσεις της ελληνικής λογοτεχνίας ενώ το ΕΚΕΒΙ αγωνίστηκε επί σειράν ετών για την προώθησή της στις ευρωπαϊκές αγορές. Το αποτέλεσμα δεν άλλαξε ποτέ. Ίσως επειδή η λογοτεχνία δεν εξαρτάται ούτε από τις οικονομικές ενισχύσεις (όποιος κι αν βάζει τα λεφτά) ούτε από την εξωτερική πολιτική του βιβλίου (όποιος κι αν τη σχεδιάζει ή την ασκεί). Ίσως επιπροσθέτως γιατί η λογοτεχνία δεν κάνει συλλογική καριέρα, αλλά κερδίζει τους πόντους της κατά μόνας. Κι έτσι, όμως, οι έλληνες συγγραφείς καλούνται να ζήσουν εντός και επί τα αυτά. Το τι ακριβώς θα τους απαλλάξει από τη διεθνή μοναξιά τους δεν θα το μάθουμε τώρα – ενδεχομένως δεν θα το ξέρουμε ούτε και μετά από δέκα ή είκοσι χρόνια, όπως δεν το μάθαμε και προ εικοσαετίας, όταν πρωτοξεκίνησε η συζήτηση που συνεχίζεται σήμερα εν εκτάσει στον Αναγνώστη. Η ελληνική μοίρα είναι περίεργο στοίχημα, για το κακό ή για το καλό.
Επειδή ο κ. Χατζηβασιλείου αναφέρεται εμμέσως στην κριτική που άσκησα στις Ανθολογίες του ΥΠΠΟΑ -στο κείμενό μου της Συζήτησης του Αναγνώστη- θα ήθελα να διευκρινίσω τα εξής: η κριτική μου αφορούσε στον τρόπο διαμόρφωσης των κριτηρίων των συγκεκριμένων Ανθολογιών και όχι ΓΕΝΙΚΑ σε όλες τις Ανθολογίες. Ούτε ασφαλώς προέκρινα εγώ τα Κρατικά Βραβεία “συναπτών ετών” ως κριτήριο προώθησης της ελληνικής λογοτεχνίας στο εξωτερικό. Εξάλλου, δεν τοποθετήθηκα σχετικά με το ερώτημα ΕΑΝ οι ανθολογίες αποτελούν λύση επί του θέματος αλλά μίλησα για το πώς τις αντιμετώπισε η Πολιτεία. Λαμβάνοντας υπόψιν τον Πρόλογο της Ανθολογίας για την πρόθεση του ΥΠΠΟΑ “να ταξιδέψει η ελληνική λογοτεχνία και πέρα από τα σύνορα της χώρας μας, με το επίσημο ένδυμα της κρατικής αναγνώρισης”, καθώς και την υποσχετική κατακλείδα της “Δεν φειδόμεθα κόπου και κόστους”, διατύπωσα το ερώτημα: γιατί δεν επιλέχθηκε να ανθολογηθούν -κάτω από την ειλημμένη απόφαση της “ομπρέλας” των Βραβείων- οι Βραχείες Λίστες, γεγονός που θα έδινε την ευκαιρία σε περισσότερα βιβλία να βγουν “προς τα έξω”; Και για να μιλήσουμε με αριθμούς: για το πεδίο της συγκεκριμένης Ανθολογίας Διηγήματος, για την οποία γίνεται λόγος, οι συγγραφείς δεν θα ήταν «εκατοντάδες», όπως σημειώνεται, αλλά 64, αριθμός καθόλου υπερβολικός για ένα τέτοιο έργο.