της Βαρβάρας Ρούσσου
1. Στο εύστοχο κείμενο του Νίκου Μάντη με την κατάθεση σημαντικών προβληματισμών που, όπως φάνηκε από το πλήθος των αναγνώσεων, απασχολούν πολλές/ούς, θα προσθέσω μερικά στοιχεία δηλώνοντας εξαρχής ότι δε διαφωνώ καθόλου με τα λεγόμενά του αλλά προσθέτω εδώ μερικά, ελπίζω, χρήσιμα στοιχεία. Όπως έδειξε η συζήτηση και όπως την προσέλαβα το θέμα προσεγγίζεται στη βάση ταυτόχρονα τριών στοιχείων: παραγωγή των ειδών πεζογραφία (και με το κείμενο Αγγελή) και ποίηση, πρόσληψη και απήχησή τους εντός και κατόπιν εκτός χώρας, ουσιαστικά οι όροι για τις τρεις αυτές πτυχές:
Εάν θεωρήσουμε ότι όντως η ύπαρξη αστικής τάξης και γενικότερα δυναμικού εξαστισμού αποτελεί κινητήριο μοχλό για τη γένεση και κυρίως τη διάδοση του μυθιστορήματος, είναι γνωστό ότι η ιδιόμορφη ελληνική αστική τάξη στον 19ο αιώνα είναι ολίγη και λόγω συνθηκών αλλά και στο πλαίσιο του ολιγάνθρωπου νεοπαγούς κράτους. Σε μια Αθήνα που αριθμούσε το 1870 περί τις 56.000 κατοίκους και πιθανότατα συγκέντρωνε το μεγαλύτερο ποσοστό εγγράμματων και κατά συνέπεια αναγνωστών ο ερευνητικά αποδεδειγμένος αριθμός των 120 και πλέον μυθιστορημάτων είναι μεγάλος.[1] Μάλλον εντέλει δεν πρόκειται για καχεξία αλλά για στερεότυπο το οποίο καλλιεργούμενο επιδρά στη μεταγενέστερη γενική μας αντίληψη περί πεζογραφίας στο νεοελληνικό κράτος. Εάν αποτιμήσουμε συγκριτικά με την ευρωπαϊκή της αντίστοιχη χρονικά ελληνική πεζογραφία το πιθανότερο είναι να την αξιολογήσουμε ως υποδεέστερη και πάντως δεν θα βρούμε να μη λειτουργεί κριτικά έναντι θεσμών. Επιπλέον, ας λάβουμε υπόψη ότι και επιτυχίες μυθιστορηματικές υπήρξαν (Η ηρωΐς της Ελληνικής Επαναστάσεως φερ’ ειπείν) αλλά, και οι μεταφράσεις κατέκλυζαν τον τύπο ως επιφυλλίδες, κυκλοφορούσαν σε ρυθμούς καταιγιστικούς και διαβάζοντας σε βαθμό να προξενήσουν τεράστιες συζητήσεις για τη βλάβη τους(πιθανόν μια αναλογία ή, ίσως, μια βαθύτερη ρίζα στο ζήτημα που συζητείται τώρα για την ελληνική πεζογραφία εντός και εκτός Ελλάδας).[2] Ακόμη μια φορά λοιπόν μια αντιδικία για το ξένο και το ελληνικό μυθιστόρημα ρίχνει στην περιφρόνηση την ελληνική παραγωγή που δε λειτουργεί ως πρόδρομος για τους επερχόμενους και την υποχρεώνει να χρησιμοποιεί συχνά θεματικές δυτικές απομακρυνόμενη από το ελληνικό πλαίσιο. Η επιλεκτική παράδοση που δημιουργείται αργότερα επιδιώκει την εδραίωση ως άξιας μόνο της πεζογραφίας στη δημοτική, υπό την αναγκαιότητα κατίσχυσης της δημοτικής, σχεδόν εξοβελίζοντας την προηγούμενη παραγωγή και δίνοντας πλέον στο εξής την αίσθηση κενού στην πεζογραφία λειτουργεί επίσης αρνητικά. Οι μεταγενέστερες απόψεις για την εξυπηρέτηση μόνο εθνικών στόχων από την πεζογραφία, δημιούργησαν επίσης ένα αρνητικό υπόβαθρο. Συνεπώς ένα γενικότερο υπόστρωμα δυσπιστίας επηρέασε την παραγωγή αλλά κυρίως την πρόσληψη της ελληνικής πεζογραφίας στο εσωτερικό τουλάχιστον και βέβαια αυτό στη ροή των καιρών είχε ανάλογο αντίκτυπο και στο εξωτερικό.
Τα παραπάνω, έστω και ελάχιστα, αναφέρονται διαφωτίζοντας, ελπίζω, το παρελθόν του 19ου αιώνα και ίσως μπορούμε να αιτιολογούμε εδραιωμένες αντιλήψεις, στο ευρύτερο κοινό, περί ελληνικής πεζογραφίας. Οι νέοι Έλληνες του 19ου αιώνα διάβαζαν κατά κόρον μεταφράσεις ξένων, γαλλικών κυρίως έργων, αφήνοντας στο περιθώριο τα ελληνικά. Όσο κι αν οι λόγοι διαφέρουν και με τη συνθήκη παγκοσμιοποίησης και μέσων που βιώνουμε σήμερα, δεν είναι μια αναλογία που δημιουργεί ήδη μια «εθνική» άποψη για το είδος; Προσθέτοντας εδώ και το γλωσσικό και την αντίληψη για έναρξη της «εθνικής» λογοτεχνίας από το 1880 και εξής το τοπίο έχει σχηματιστεί. Στην πορεία θεσμοί πολιτισμού, σχέσεις με το εξωτερικό, πολιτικές άφησαν τα πράγματα να κυλούν μόνα τους. Η συνήθης φράση «έχουμε πολύ καλή ποίηση αλλά όχι πεζογραφία» μήπως έδωσε το προβάδισμα στην προώθηση της ποίησης εντός και εκτός; (άλλο θέμα τις βάσεις του οποίου θέτει ο Δ. Αγγελής και πάντως η απάντηση είναι όχι).
2. Για το θέμα της ποίησης και της ομοιοκαταληξίας που αναφέρεται στο κείμενο του Ν. Μάντη και σχολιάζεται σε εκείνο του Δ. Αγγελή:
Όπως γράφεται εύλογα και εύστοχα στο πρώτο κείμενο οι όροι πρόσληψης και κίνησης της ποίησης εντός και εκτός Ελλάδας διαφέρουν από εκείνες της πεζογραφίας. Η αναγωγή γίνεται και πάλι στον 19ο αιώνα και στη «χρήση» της ποίησης ως κύριου μέσου εξυπηρέτησης εθνεγερτικών στόχων. Η κατανάλωση έμμετρων τραγωδιών, έμμετρων διηγήσεων κλπ αιτιολογείται σε αυτό το πλαίσιο. Το θέμα είναι ιδιαίτερα σύνθετο για να αναλυθεί και μια πτυχή του αναφέρθηκε παραπάνω: αφενός η πληθώρα μεταφρασμένης πεζογραφίας αφετέρου η αντίληψη περί ποίησης ως κορωνίδας του λόγου λειτούργησαν πράγματι ανασταλτικά στην απόδοση αξίας στην πεζογραφία αλλά όχι στην αναστολή παραγωγής της. Η παραγωγή έργων έμμετρων έως το 1950 (και πολύ μετά) μπορεί να ανάγεται είτε σε απόπειρες ποιητικές που αξιολογικά αποτιμώνται πολύ χαμηλά -άρα δεν μας ενδιαφέρουν παρά μόνον, ίσως, σε φιλολογικό επίπεδο για να συγκροτηθεί μια μεγάλη εικόνα- είτε αποτελούν τις τελευταίες αναλαμπές της έμμετρης ποίησης και καθένα από αυτά τα έργα θα πρέπει να εξεταστεί ιδιαιτέρως είτε εντάσσονται στο χώρο μιας λαϊκής ποιητικής παραγωγής οπότε μπορεί να εξεταστούν αναλογικά με την αντίστοιχη πεζογραφική παραγωγή. Δεν αποτελεί πάντως μια γενική άποψη για την ελευθερόστιχη ποίηση του μεταπολέμου. Και γενικά η ποιητική παραγωγή, οποιαδήποτε από τα παραπάνω, στην περίοδο τουλάχιστον μετά τον πόλεμο, αλλά και πριν αν ελέγξει κανείς τους αριθμούς, δεν αντιστρατεύεται, νομίζω, την απήχηση της πεζογραφίας.
Όμως η παρουσία της ομοιοκαταληξίας ήταν σχεδόν αναγκαία εκ των ων ουκ άνευ της ποίησης έως την έλευση του ελεύθερου στίχου και πολύ μετά. Όσο και αν η ρίμα δεν ανήκει στη «γνήσια» ελληνική παράδοση, νοώντας ως τέτοια το δημοτικό, ανήκει στην κρητική λογοτεχνία και στην επτανησιακή και θα χρησιμοποιηθεί και στα ρομαντικά έργα και στο εξής ενσωματώνεται στην ελληνική ποίηση. Ο νεοφορμαλισμός, στον οποίο αναφέρεται το κείμενο του Δ. Αγγελή, φαινόμενο από το 1980 και μετά και στην Ελλάδα, σχετίζεται με τον προβληματισμό για τις δυνατότητες πλέον του ελεύθερου στίχου και την επάνοδο έμμετρων μορφών (στον 19ο αιώνα υπήρξε ζήτημα για την επαναφορά αρχαίων μέτρων ή τον «εξαρχαϊσμό» των τονικών νεοελληνικών) και υποκρύπτει την αντίληψη ότι η επαναφορά έμμετρων μορφών θα επαναφέρει στην ποίηση το χαμένο κέντρο της αλλά και το ενδιαφέρον του κοινού γι’ αυτήν. Πέρα από αυτά όμως αυτονόητο είναι ότι η ρίμα δεν μπορούσε να λείψει από την πλειονότητα της ποίησης έως και τις αρχές του 20ου αιώνα. Ως προσωπική εκτίμηση του ποιητή και φιλολόγου Αγγελή η ποιητική παραγωγή του νεοφορμαλισμού, η αποτίμησή της και η απήχησή της όσο και οι ορίζουσές της ανοίγει ένα άλλο θέμα. Εν καιρώ, πιστεύω.
Κλείνω και επανέρχομαι στο ότι η συζήτηση, ερεθιστική και γόνιμη, κινήθηκε στα τρία επίπεδα που ανέφερα στην αρχή, καθένα με τις δικές του συνθήκες, αλληλοδιαπλεκόμενες βέβαια αλλά που τουλάχιστον σε μένα έδωσαν αφορμή να τις σκεφτώ πρώτα ξέχωρα και κατόπιν συνδυαστικά. Και να αναλογιστώ την αντίφαση: ότι παρά το γεγονός πως μεγάλο μέρος αποδέχεται τη φράση «έχουμε πολύ καλή ποίηση αλλά δεν έχουμε πεζογραφία» σε συνέδρια, δημόσιες συζητήσεις, σε λίστες αναγνώσεων και αλλού, συχνότερα αναφερόμαστε και συζητάμε για το πώς και το τι της πεζογραφίας αφήνοντας στην ποίηση πολύ μικρό μερίδιο, αναπαράγοντας απρόθετα μάλλον τη μικρή απήχησή της στο ευρύ κοινό (να ένα ακόμη μεγάλο θέμα).
[1] Από την αυξανόμενη πλέον σχετική βιβλιογραφία για λόγους συντομίας θα παραπέμψω μόνο στη συζήτηση που είχε διεξαχθεί στο Βήμα https://www.tovima.gr/2016/10/07/culture/anoixti-syzitisi-gia-ton-fakelo-mythistorima/ χρησιμότατη κατάθεση στη συζήτηση που γίνεται εδώ. Η συμβολή των Ν. Βαγενά, Σ. Ντενίσης, Λ. Βαρελά και αργότερα άλλων μελετητών ανέτρεψε ήδη από το 1990 και εξής πολλές από τις στερεότυπες αντιλήψεις για τη βάση της ελληνικής μυθιστοριογραφίας. Βλ. και Σ. Ντενίση, Ο Πολίτης, 109 [1990], 55-63
[2] Βλ. για παράδειγμα στο Π. Βουτουρής Ως εις καθρέπτην. Προτάσεις και υποθέσεις για την ελληνική πεζογραφία του 19ου αιώνα Νεφέλη 1995
Θα διαφωνήσω ως προς την ύπαρξη “Αστικής τάξης” στην Αθήνα τον 19ο αιώνα. Η λεγόμενη αστική τάξη τον συγκεκριμένο αιώνα υπήρχε στα νησιά του Αιγαίου πελάγους, στην Λέσβο, στη Χίο, στην Ερμούπολη και σε αυτά του Ιονίου, στην Κέρκυρα, Ζάκυνθο, Κεφαλλονιά και ασχολούνταν με το εμπόριο και τη ναυσιπλοΐα. Την ίδια περίοδο καταγράφονται παρά πολλά ημερήσια ή μηνιαία σατιρικά περιοδικά, τα περισσότερα στα νησιά του Ιονίου (συνολικά καταγράφονται γύρω στα 100), ένδειξη ότι η πνευματικοί άνθρωποι βρίσκονταν στην επαρχία και όχι στην πρωτεύουσα που έκανε τότε τα πρώτα βήματα της. (Πηγή: Ανδρέας Λασκαράτος, Σατιρικοί και ευθυμογράφοι, Ανθολογία, επιμ. Δ. Μάργαρη, εκδ. Αετός, Αθήνα, 1954)
Δεν έχετε άδικο για την παρουσία αστών στην περιφέρεια λόγω των δραστηριοτήτων -εμπορικών ναυτιλιακών κλπ όπως και για την παρουσία ισχυρής αστικής τάξης στις πόλειςς της ομογένειας. Ωστόσο, από τα τέλη του 19ου αρχίζει μια “επιστροφή” αστών στην Αθήνα για οικονομικούς λόγους. Οπωσδήποτε τα μεγέθη ανάμεσα π.χ. στην Αλεξάνδρεια, τη Σμύρνη και την Αθήνα δεν είναι ίδια ιδίως τα πρώτα μετεπαναστικά χρόνια και τα πράγματα αλλάζουν αρκετά αργά αναφορικά με τους αστούς της Αθήνας και τα χαρακτηριστικά τους. Όσο για τα περιοδικά δεν υπάρχουν μόνο στα Ιόνια αλλά ήδη από νωρίς στην Κων/πολη, Σμύρνη, εφημερίδες στη Σύρο κλπ και όλα αυτά είναι ήδη αποτυπωμένα και πολλά από τα έντυπα μελετημένα. Από τα μέσα και προς το τέλος του 19ου όμως η πνευματική δραστηριότητα είναι πλούσια στην Αθήνα. Όλος ο 19ος δεν είναι ενιαίος και συμπαγής εξάλλου.