Αγαπητέ Αναγνώστη,
Διάβασα με προσοχή τα εξαιρετικά κείμενα της κυρίας Βενετίας Αποστολίδου και του κυρίου Νίκου Α. Μάντη, που αναφέρονται στην απήχηση της νεοελληνικής λογοτεχνίας στο εξωτερικό, και θα ήθελα να καταθέσω κι εγώ κάποιες σκόρπιες σκέψεις στη συζήτηση, με άξονα την πεζογραφική παραγωγή.
Ένας ουσιαστικός διάλογος με θέμα τη σχέση λογοτεχνίας και κοινωνίας δεν έχει ανοίξει ποτέ στη χώρα μας. Καμία χαρτογράφηση των σύγχρονων θεωρητικών πεδίων και κλάδων του λογοτεχνικού συνειδέναι δεν έχει λάβει χώρα μέχρι σήμερα. Καμία ζύμωση δεν έχει γίνει γύρω από τις νέες θεωρητικές επιδράσεις επί του σύγχρονου μυθιστορήματος. Η ποιητική, η σημειωτική, η πραγματολογία, η διακειμενικότητα, τα όρια της διήγησης, η λογοτεχνία και η ιστορία των ιδεών και των νοοτροπιών, η σχέση ψυχανάλυσης και μυθιστορήματος, η κοινωνιοκριτική και η σημειολογία της ανάγνωσης δεν εντάχθηκαν ποτέ στο σώμα μιας παραγωγής με στόχο μια «ελληνική λογοτεχνική θεωρία» που θα υπερέβαινε τους εμπειρικούς περιορισμούς των κριτικών. Εννοώ την κοινωνική πρακτική ως ιδεολογική δραστηριότητα που είναι γνωστή ως «λογοτεχνική κριτική». Ο εμπειρικός χαρακτήρας αυτής της πρακτικής οδηγεί, πολλές φορές, στην αισθητικοποίηση του καταναλωτικού αντικειμένου και στην αντίληψη ότι ζούμε σε έναν τυχαιοκρατούμενο κόσμο, στον οποίο δεν υπάρχουν ούτε αιτίες ούτε αποτελέσματα. Μάλιστα, αυτή η κριτική διεκπεραιώνει απλουστευτικές αναγωγές, αρκετά συχνά και σε εξωλογοτεχνικές προτεραιότητες, όπως πολύ ωραία το γράφει ο κύριος Μάντης, οι οποίες χρησιμεύουν στο σύνολό τους στην κατοχύρωση της ιδεολογικής ηγεμονίας του άρχοντος συγκροτήματος.
Η ταξινόμηση των μέσων με τα οποία από τον 18ο αιώνα το μυθιστόρημα αποπειράθηκε να οργανώσει, με τρόπο παραδεκτό στο εσωτερικό της ίδιας της λέξης, τις λεπτές σχέσεις τις οποίες διατηρούν οι απαιτήσεις της διήγησης και οι αναγκαιότητες του λόγου από το τέλος του 20ού αιώνα δεν είναι πλέον λειτουργική.
Ο λόγος μπορεί να «διηγηθεί» χωρίς να πάψει να είναι λόγος. Η διήγηση όμως δεν μπορεί να «διαλεχθεί» χωρίς να βγει από τον εαυτό της. Αλλά δεν μπορεί ούτε να απέχει από το λόγο χωρίς να πέσει στην ξηρότητα και στην πενία.
Αυτή η διήγηση, στην αυστηρή της ας πούμε μορφή, δεν έχει επιλυθεί ως πρόβλημα από τους σύγχρονους «σοβαρούς» έλληνες συγγραφείς, αλλά ούτε και από τους παλαιότερους. Ο στόχος να φθάσουν οι σχέσεις λόγου και διήγησης σε μια ισορροπία στην ελληνική παραγωγή πεζογραφίας, μ’ έναν τρόπο πειστικό, ώστε να πλησιάσουν έναν υψηλό βαθμό καθαρότητας, παρέμεινε απροσάρτητος μέχρι σήμερα.
Στο εξωτερικό, αυτή η ισορροπία επιτεύχθηκε κατά κύριο λόγο τον 19ο αιώνα, κατά την κλασική περίοδο της λεγόμενης αντικειμενικής αφήγησης, από τον Μπαλζάκ έως τον Τολστόι. Η σύγχρονη εποχή, τόσο στη χώρα μας όσο και στο εξωτερικό, οξύνει τη συνείδηση της δυσκολίας. Οι διακυμάνσεις της σύγχρονης μυθιστορικής γραφής στο εξωτερικό, ιδίως στη Γαλλία, οδήγησε πολλές φορές τη συγγραφή του πεζού λόγου σε μια ακανόνιστη διαδοχή σύντομων αδιάρθρωτων φράσεων. Ο Sartre, ήδη το 1943, τις αναγνώρισε στον Ξένο του Camus. Αυτή την αποδιάρθρωση την ξαναβρήκαμε στον Robe-Grillet δέκα χρόνια αργότερα.
Το πρόβλημα, λοιπόν, τέθηκε από τότε. Μήπως το μυθιστόρημα έχει εξαντλήσει ή υπερβεί τις πηγές της αναπαραστατικής μορφής του; Μήπως θα ήθελε να αναδιπλωθεί πάνω στον αόριστο ψίθυρο του ίδιου του του λόγου; Μήπως οι προβληματισμοί που υπάρχουν γύρω από το μυθιστόρημα στους συγγραφικούς κύκλους στο εξωτερικό το οδηγούν, ακολουθώντας το παράδειγμα της ποίησης, να βγει οριστικά από την εποχή της αναπαράστασης; Η κριτική ανάλυση των λογοτεχνικών πεζών κειμένων στη χώρα μας βρίσκεται πολύ μακριά από τέτοιους προβληματισμούς. Είμαστε βαθιά ετεροχρονισμένοι και ετερόστροφοι.
Συστήματα θεωρητικών κατασκευών, που επεμβαίνουν στις αξιολογήσεις των έργων και δημιουργούν μεθόδους αξιολόγησης του μυθιστορήματος, δεν υπάρχουν, και ο κριτικός, με την ιδιότητα του ειδοποιημένου ή επαρκούς αναγνώστη, περιορίζεται ως επί το πλείστον σε μια αρχαϊκής μορφής παράθεση των συμβάντων του έργου το οποίο θέτει υπό την κρίση του. Πρόκειται, ουσιαστικά, για μια γραμμική απλοϊκή αφήγηση της πλοκής του. Βρισκόμαστε πολύ μακριά από την ανοιχτή, στοχαστική, ονειρική κατάσταση την οποία προϋποθέτει η εμβάθυνση και η εγκατάλειψη στο περιεχόμενο της αφήγησης.
Η μορφή αυτή της παρουσίασης ενός λογοτεχνικού έργου στο κοινό μετατρέπεται κυριολεκτικά σε παρωδία στις σποραδικές εκπομπές γύρω από το βιβλίο, οι οποίες παρουσιάζονται στην τηλεόραση. Όπως διδάσκει ο Huxley, η πνευματική ερήμωση του θεατή μορφοποιείται από κάποιον που χαμογελά ανόητα στην οθόνη παρά από κάποιον του οποίου η έκφραση εμπνέει υποψία και μίσος.
Όταν η κριτική των λογοτεχνικών έργων γίνεται όπως περιέγραψα, όταν η πολιτισμική ζωή επαναπροσδιορίζεται ως συνεχής κύκλος ψυχαγωγίας, όταν μια σοβαρή συζήτηση μετατρέπεται σε ένα είδος νηπιακού λόγου, όταν με λίγα λόγια ο πληθυσμός ψυχαγωγείται με σκουπίδια και οι δημόσιες πράξεις καταντούν επιθεωρησιακά θεάματα, πώς είναι δυνατόν να υπάρξει μια «μεγάλη» λογοτεχνία, που θα ξεπεράσει τα ελληνικά σύνορα και θα διεκδικήσει θέση στην παγκόσμια λογοτεχνία;
Η παραγωγή και η πρόσληψη της λογοτεχνίας αγγίζει σήμερα σχεδόν όλες τις επιστήμες του ανθρώπου. Οι ειδικοί-κριτικοί, που παρουσιάζουν συγγραφείς, έχουν θεμελιώσει άραγε κριτήρια λογοτεχνικότητας με διεθνή χαρακτηριστικά, ώστε να αναδειχθεί κάποιος συγγραφέας με απήχηση στο εξωτερικό;
Δε θα μιλήσω απαξιωτικά για τους έλληνες συγγραφείς και γενικά για την κριτική στη χώρα μας. Πολλές φορές, βέβαια, στο πλαίσιο ενός «παρεΐστικου» καπιταλισμού, οι κριτικοί λειτουργούν επιλεκτικά και πριμοδοτούν στα μέσα όπου εργάζονται τα ίδια πρόσωπα με ρυθμική κανονικότητα. Ούτε θα μιλήσω για συγγραφείς που υποδύονται τους κριτικούς για να εξυπηρετήσουν φίλους συγγραφείς και στη συνέχεια αλλάζουν ρόλους. Δε βρίσκονται οι κριτικοί των έργων στον πυρήνα του ζητήματος, του λόγου για τον οποίο η ελληνική λογοτεχνία (εκτός ποίησης) δεν έχει απήχηση στο εξωτερικό. Πρέπει να παραδεχτούμε ότι και σοβαρές κριτικές γίνονται σε έγκριτα φιλολογικά περιοδικά και σπουδαία δουλειά γίνεται στις έδρες νεοελληνικών σπουδών εντός και εκτός Ελλάδας. Ωστόσο, η προσπάθεια αυτή έχει διαστάσεις μονοσήμαντες και φτωχές σε σχέση με τον καθορισμό χαρακτηριστικών της σύγχρονης «ελληνικότητας» στα αφηγηματικά έργα Ελλήνων, τα οποία θα μπορούσαν να είναι σε αρμονία με τους πολύπλοκους παράγοντες του σύγχρονου δυτικού αισθήματος. Η προσπάθεια κρίνεται ανεπαρκής εκ του αποτελέσματος. Οι αλλοδαποί αναγνώστες και βιβλιόφιλοι παραμένουν εμμονικά πιστοί στους αρχαίους έλληνες συγγραφείς.
Υπάρχουν και άλλα αίτια που άπτονται της ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων και σχέσεων στο χώρο των εκδόσεων, τα οποία καθορίζουν την καπιταλιστική ανάπτυξη της υπανάπτυξης στον τομέα αυτό (βλ. André Gunder Frank, Capitalist underdevelopment, εκ. Pelikan). Ίσως, μάλιστα, είναι και τα πλέον σοβαρά αίτια για την αδυναμία προσέγγισης του διεθνούς αναγνωστικού κοινού.
Η στρεβλή ανάπτυξη της αγοράς βιβλίου με την παράλληλη συνύπαρξη σχετικά μεγάλων εκδοτικών οίκω,ν που λειτουργούν ως ολιγοπώλιο και στοχεύουν κυρίως στο κέρδος με οικονομίες κλίμακος, με παρασιτικά μικρών εκδοτών με ελάχιστη παραγωγή, ενίοτε και με χρηματοδότηση από συγγραφείς που δε βρίσκουν εκδότη για να κυκλοφορήσουν το έργο τους και υποκύπτουν στις συχνά υπερκοστολογημένες αξιώσεις του «καμικάζι» εκδότη της αγοράς (βιβλία λογοτεχνίας «ιδίοις αναλώμασιν», όπως ονομάζονται). Η κατάσταση αυτή μορφοποιεί μια ακατάσχετη μαζική παραγωγή λογοτεχνικών και παραλογοτεχνικών προϊόντων, που μετατρέπουν την εξουσία παραγωγής νοήματος και την αισθητική πρόσληψη σε εμπορικά μορφώματα στη βάση των δημόσιων σχέσεων.
Στο πλαίσιο αυτό είναι δυσχερές να δημιουργηθεί μια λογοτεχνική ιεραρχία και, κατά κάποια έννοια, μια αυτοτελής οντότητα στον κήπο των αξιών, που θα πρότεινε μια γραμματολογική διερεύνηση έργων τα οποία αντλούν κύρος από τη γλώσσα και την κουλτούρα που τα παράγει, και που θα μπορούσαν να σταθούν με αξιώσεις στους βιβλιόφιλους τους εξωτερικού.
Το κράτος παραμένει ψυχρός παρατηρητής στον τομέα των εκδόσεων λογοτεχνικών έργων και αρκείται στην ετήσια απονομή κάποιων κρατικών βραβείων. Ενίοτε, βέβαια, βοηθά φορολογικά και τους μεγαλοεκδότες.
Ερωτώ: Είναι δικαιολογημένη η υψηλή συγκέντρωση κεφαλαίων στον τομέα των εκδόσεων, όταν μάλιστα η αναγνωσιμότητα πέφτει κατακόρυφα τα τελευταία χρόνια; (Βλ. παλαιότερη έρευνα του περιοδικού Ιχνευτής). Άλλο ένα φαινόμενο της παρασιτικής οικονομίας;
Η λογοτεχνία πάντοτε αποτελούσε εργαλείο στην ταξική πάλη για τον πολιτικό έλεγχο. Τι συμβαίνει, λοιπόν, και το κατεστημένο αδιαφορεί για τη λογοτεχνία ως εργαλείο της πολιτικής ισχύος στη χώρα μας; (Power politics).
Υπάρχει στην εποχή μας μια κοινωνική και ιδεολογική μεταβολή. Αυτό που γενικά ονομάζουμε ελληνική αστική τάξη δεν υποστηρίζει πλέον τη μεγάλη λογοτεχνία. Κατά βάθος, δεν έχει πια τη λογοτεχνία της, όπως είχε γίνει παλαιότερα με τη γενιά του ’30. Ορθώς λέγει ο κύριος Μάντης ότι η γενιά του ’30 διαβάζεται πια μόνο από εφήβους στα σχολεία.
Οι παλαιότεροι μυθιστοριογράφοι, όμως, ασχολήθηκαν με χοντροκομμένες και ψιλικατζίδικες ιστορικές τοιχογραφίες όπου το ιστορικό συρρικνώνεται στο ψυχολογικό προφίλ των προσώπων του έργου. Αυτοί σίγουρα δε θα είχαν τύχη σ’ ένα διεθνές αναγνωστικό κοινό.
Ωστόσο, οφείλουμε να εξετάσουμε τέσσερις περιπτώσεις που έσπασαν το φράγμα των συνόρων, και που τα βιβλία τους μακροημέρευσαν στις διεθνείς αγορές. Ο Σαμαράκης, ο Καζαντζάκης, ο Βασιλικός και ο Τσίρκας.
Ο Σαμαράκης έκανε ένα πυροτέχνημα με το Λάθος, που όμως έσβησε γρήγορα, διότι η ταινία που γυρίστηκε ως διεθνής κινηματογραφική παραγωγή βασισμένη στο ομώνυμο βιβλίο του ήταν… λάθος!
Ο Καζαντζάκης, με τα νατουραλιστικά του μυθιστορήματα, πρόσφερε στο αναγνωστικό κοινό της Ευρώπης και της Αμερικής το αντίδοτο στην απογοήτευση των λαών από τις χαμένες προσδοκίες μετά τον Μεγάλο Πόλεμο. Μυθιστορήματα ενός αγνού πρωτογονισμού ωμής ανδρικότητας και προβιομηχανικής αναπαράστασης του κόσμου.
Ο ιδιοφυής Βασιλικός προχώρησε σε μια πολύπτυχη μοντέρνα ανατομία της εποχής του. Όμως, η αναγνώρισή του ήρθε με την κινηματογραφική παραγωγή του «Ζ» από τον Κώστα Γαβρά. Η μεγάλη επιτυχία των προβολών της ταινίας διασφάλισε την απρόσκοπτη κυκλοφορία των μυθιστορημάτων του στο εξωτερικό.
Η συμπαραγωγή του έργου του Ακυβέρνητες Πολιτείες ως σίριαλ από τη γαλλική, την ισραηλινή και την ελληνική τηλεόραση (ΕΡΤ), σε σκηνοθεσία του αείμνηστου Ροβήρου Μανθούλη, οδήγησε στην αναγνώριση του Τσίρκα σε διεθνές επίπεδο.
Η επιτυχία, ωστόσο, των τριών από τους τέσσερις συγγραφείς δε δημιουργεί κανέναν σταθερό κανόνα πλεύσης αναφορικά με την απήχηση των έργων τους στο εξωτερικό, ενώ οι ανωτέρω περιπτώσεις δεν απαντούν στο ερώτημα «τι είδους ανάπλαση χρειάζεται το ελληνικό μυθιστόρημα για να έχει απήχηση στο εξωτερικό».
Στον εκδοτικό οργασμό που παρατηρείται στη χώρα μας από τη δεκαετία του ογδόντα, τα «σοβαρά» υπό την έννοια της υψηλής λογοτεχνικότητας μυθιστορήματα συμπλέκονται με τα νόθα αστικολαϊκά, με εκείνα των «γυναικείων» μυθιστορημάτων των επιγόνων της Ιωάννας Μπουκουβάλα-Αναγνώστου και με εκείνα των οποίων οι συγγραφείς πατούν βαριά και δουλικά στα χνάρια των ξένων προτύπων τους.
Πολλά από τα λεγόμενα «σοβαρά» της πρώτης κατηγορίας θα μπορούσαν να εισαχθούν στις αγορές του εξωτερικού εφόσον εμπεριέχουν τις ιδέες, τις αξίες και τα συναισθήματα τα οποία βιώνουν οι άνθρωποι στις σύγχρονες ανεπτυγμένες κοινωνίες. Δυστυχώς, όμως, τα έργα αυτά, προτού προλάβουν να αναπνεύσουν τον ζείδωρο αέρα της ευρεσιεπούς λογοτεχνίας, αφανίζονται άδοξα μέσα στον καταστρεπτικό ανταγωνισμό με τη λεγόμενη εύπεπτη λογοτεχνία και καταβροχθίζονται ολοσχερώς από τη «μαύρη τρύπα» της ελληνικής αγοράς, σε αντίθεση με τις «μαύρες τρύπες» του διαστήματος που, όπως ανακάλυψε ο Στίβεν Χόκινγκ με την περίφημη θεωρία του γύρω από τη λειτουργία τους, εκπέμπουν σωματίδια με σταθερό ρυθμό.
Επιπλέον, οι μεγαλοεκδότες κυρίαρχοι της τοπικής αγοράς, αν και έχουν στα χέρια τους λογοτεχνικά έργα που θα μπορούσαν να δοκιμάσουν την τύχη τους στο εξωτερικό, δεν πήραν ποτέ το ρίσκο της πραγματικής καπιταλιστικής επέκτασης με επενδύσεις σε μεταφράσεις των έργων, στη διανομή τους στις διεθνείς αγορές μέσω ενός international marketingk ή σε σύμπραξη με ξένους εκδοτικούς οίκους με τη μορφή συμπαραγωγών.
Σε έναν πολιτισμό που βασίζεται στη γρήγορη και θρυμματισμένη διασπορά της πληροφορίας, πόσοι άραγε μπορούν να παραδοθούν στον αργό χρόνο της ανάγνωσης; Μήπως το διάβημα-αίτημα για τη διείσδυση της ελληνικής λογοτεχνίας στο εξωτερικό ήρθε πολύ αργά; Γεγονός είναι ότι πρέπει να βιαστούμε, διότι το μυθιστόρημα αποσύρεται σιγά σιγά και η κληρονομιά της ανάγνωσης βιβλίων προηγούμενων γενεών χάνεται. Οι νέοι συγγραφείς θα πρέπει να σκεφτούν νέους τρόπους διακίνησης του πνευματικού αγαθού της λογοτεχνίας. Και θα πρέπει να το κάνουν προτού εξαφανιστεί το μυθιστόρημα από τον ορίζοντά μας.
Με φιλικούς χαιρετισμούς,
Γιάννης Γαϊτάνος, συγγραφέας