Συζήτηση: λογοτεχνική μετάφραση, συγγραφική ζωή και το έμφυλο παράδειγμα (της Αμάντας Μιχαλοπούλου)

4
1988

 

 

της Αμάντας Μιχαλοπούλου (*)

Καλοκαιριάτικα θα μπορούσα να κάνω περισσότερες βουτιές, αλλά με βασανίζει η εκτεταμένη αλληλογραφία για την ελληνική λογοτεχνία στο εξωτερικό. Οι επιστολές μοιάζουν με μποτίλιες ριγμένες στο (Αιγαίο) πέλαγος. Κανείς από όσους ψαρεύουν στις ανοιχτές θάλασσες δεν θα τις βρει.  Αμφιβάλλω αν συμβάλλουν στον εθνικό αναστοχασμό, όπως αναρωτιέται ο Δημήτρης Τζιόβας, μάλλον στον εθνικό μηρυκασμό συμβάλλουν. Γραμμένες για εσωτερική κατανάλωση και εκτόνωση με έκαναν κι εμένα ναυαγό των περιστάσεων. Αισθήματα παιδισμού ή άτυχου έρωτα (γιατί δεν με αγαπάς/ γιατί δεν με κοιτάς), κινητοποιούν τα παράξενα ζώα που ονομάζονται συγγραφείς και που γράφουν από τον πυρήνα του ανανταπόδωτου.

Ποιος έλεγε “εγωιστές είναι αυτοί που δεν ασχολούνται μαζί μου”; Κάπως έτσι μιλούσαμε πάλι το 2001, όταν η Ελλάδα ήταν τιμώμενη χώρα στη Φραγκφούρτη και περιμέναμε ένα θαύμα. Το θαύμα όμως είναι συντονισμός ενέργειας, συγκυριών και αντικειμενικών δυνάμεων. Και τι παράδοξος ορισμός του θαύματος: η μεγάλη διεθνής επιτυχία είναι θαύμα με όρους καπιταλιστικούς ή λογοτεχνικούς; Μήπως θα ήταν σώφρον να αρκεστούμε στο θαύμα της μετάφρασης, όταν και όπου δει; Ακριβώς όπως και στη μικρή μας χώρα αρκούμαστε στο θαύμα της γραφής, πέντε έξι κριτικών και δυο τριών εκδόσεων το πολύ; H εφηβική επιθυμία καθολικής αναγνώρισης φαντάζει ανεδαφική το 2022, εν μέσω ολομέτωπων διαψεύσεων. Επιπλέον δε μιλάμε για ροκ μουσική, αλλά για λογοτεχνία- τη φτωχή, ιδιοσυγκρασιακή, μοναχική από τη φύση της αδερφή των εξωστρεφών τεχνών.

Μικρή σύνδεση με τα προηγούμενα. Στη δεκαετία του 90, όταν η γενιά μου άρχισε να δημοσιεύει, ο κοσμοπολιτισμός ήταν ύβρις στην Ελλάδα. Σπάω το κεφάλι μου να θυμηθώ ποιος “συνάδελφος” με είχε αποκαλέσει κυρία Γρουμπουλάκη επειδή μια ηρωίδα μου ακολουθούσε τον εραστή της σε ευρωπαικές πόλεις. Ακολούθησε το μιλένιουμ και το πνεύμα των Ολυμπιακών Αγώνων- κοντόθωρος Ευρωπαισμός και βαλκανική απαξίωση. Παρακολουθούσα τις φανφάρες από το Βερολίνο όπου ζούσα ως το 2010. Η οικονομική κρίση ανέστρεψε το κλίμα και δημιούργησε την αναδίπλωση και το συλλογικό πένθος που τόσο καλά γνωρίζουμε. Ο μελαγχολικός μας πόθος πότε για επικοινωνία και πότε για ομφαλοσκόπηση, η φιλοδοξία και η ηττοπάθεια, ο φθόνος και η περιφρόνηση μπέρδεψαν αυτή την τρελλαμένη συναισθηματική πυξίδα που ονομάζεται ελληνική ψυχή. (Δεν είναι τυχαίο ότι ακόμη και στο σκάνδαλο των υποκλοπών ο πρωθυπουργός έριξε την ευθύνη σε “σκοτεινές δυνάμεις” εκτός Ελλάδος. Θαυματουργή ατάκα).

Το “εξωτερικό” είναι δυσδυάστατη ζωγραφιά σαν αυτές που φτιάχνουμε στο νηπιαγωγείο χωρίς γνώσεις προοπτικής: εδώ εμείς, εκεί ο κόσμος. Εξωτικό εξωτερικό. Αλλά κι εμείς ζούμε σε εξόχως εξωτική χώρα.  Προ-καπιταλιστική στην όψη, όπως το έθεσε ο Άρης Μαραγκόπουλος. Πρόσφατα έγραψα ένα μίνι δοκίμιο για να πείσω συμπαθέστατους εκδότες  ότι ένα εξώφυλλο με άγαλμα που διάλεξαν είναι παρεξηγήσιμο, αφού το βιβλίο μου δεν περιγράφει υπόθεση αρχαιοκαπηλείας.

Ωστόσο όταν το Eileen Myles γράφει στο ποίημά του Greece “ Την 1η Ιουλίου/θα κάθομαι στο διαμέρισμά μου/φορώντας τα σανδάλια μου/ και θα’μαι στην Ελλάδα” καταλαβαίνω τι εννοεί. Έχω νιώσει παρόμοια νοσταλγία για τη Νότια Γαλλία. Το θέμα είναι πώς διαχειρίζεσαι τον εξωτισμό σου. (Να πούμε με την ευκαιρία ότι το Myles μεταφράζεται ευρέως, ενώ η διεθνής γνωριμία με την Κρυστάλλη Γλυνιαδάκη, μεταφράστρια του ποιήματος και εξίσου καλή ποιήτρια κατά τη γνώμη μου, περιορίζεται λόγω ελληνικών).

Θα προσθέσω ορισμένες σκέψεις σε αυτό το διάλογο περί μετάφρασης της ελληνικής λογοτεχνίας με γνώμονα την εμπειρία και το φύλο μου.

Από τα έντεκα βιβλία λογοτεχνίας που έχω γράψει, μυθιστορήματα και συλλογές διηγημάτων, μόνο 3-4 έχουν μεταφραστεί εκτενώς, συνολικά σε είκοσι γλώσσες. Δεν έγινα πλούσια με τις μεταφράσεις. Τα βιβλία μου κυκλοφορούν από μικρούς εκδοτικούς οίκους, κομμένους και ραμμένους στα μέτρα της δικής μου φιλοδοξίας. Στη λίστα του Dalkey Archive το όνομά μου βρίσκεται κάτω από το όνομα της Anne Carson και του  Max Frisch και πριν από εκείνο της Nathalie Sarraute και της Gertude Stein. Το συνανήκειν με αφορά περισσότερο από τα χρήματα. Ο καθένας με το ψώνιο του.

Στην περίπτωσή μου, όπως και σε άλλες που ξέρω από συζητήσεις με συναδέλφους, οι μεταφράσεις ξεκίνησαν από παθιασμένες μεταφράστριες και μεταφραστές που λειτούργησαν και ως δυνάμει αναγνώστες- επιμελητές για εκδοτικούς οίκους. Θα περιοριστώ στο αγγλόφωνο παράδειγμα για λόγους που θα γίνουν σύντομα κατανοητοί. Το 2004 ο Peter Constantine έτυχε να διαβάσει κάτι δικό μου. Με αναζήτησε και μετέφρασε μόνος του, για τη χαρά της μετάφρασης, το διήγημά μου “Όπως σπάμε ένα δάχτυλο”. Σήμερα, όταν κοιτάζω μεταφράσεις διηγημάτων μου σε περιοδικά και εφημερίδες του αγγλόφωνου κόσμου είμαι σε θέση να ανακαλέσω τη διαδικασία πίσω από κάθε δημοσίευση και την αναπαράγω εδώ για τυχόν βοήθεια και χρήση: άλλοτε μεταφραστές, άλλοτε λογοτεχνικά φεστιβάλ όπως το PEN International, άλλοτε εγώ η ίδια υποβάλλαμε διηγήματα στις συντακτικές επιτροπές των περιοδικών. Αυτό συχνά είναι ένα πρώτο βήμα, μια πρώτη επαφή για μεταφράσεις βιβλίων. Συμφωνώ με τον Π. Κουτσάκη για την προσωπική επένδυση που απαιτεί η μετάφραση και η αναζήτηση δικτύων. Θέλω να τονίσω και το ψυχικό της αντίκτυπο στη ζωή των συγγραφέων, την deteritorialization που θα έλεγε ο Deleuze. Όπως κάθε κοινωνικοποίηση, η συμμετοχή στη διεθνή συγγραφική κοινότητα με ταξίδια, φεστιβάλ, λογοτεχνικές residencies απαιτεί σκληρή δουλειά, προσωπικές θυσίες, ενέργεια και χρόνο. Δεν γίνεται με μαγικό ραβδάκι.

Όταν μιλάω για διηγήματα ως σημείο εκκίνησης μεταφράσεων δεν αναφέρομαι σε ανθολογίες. Οι  εθνικές ή θεματικές ανθολογίες έχουν μικρή ζωή, εκκινούν συχνά από αποικιοκρατική ματιά, από κακώς εννοούμενη εθνική συνείδηση, από μεγαλομανία ή σύμπλεγμα κατωτερότητας -που είναι το ίδιο πράγμα. Είναι σαν την ελληνική ταβέρνα ή το αργεντίνικο ταγκό. Με μια χωριάτικη και δυο στροφές με καστανιέτες θεωρείς ότι ξεμπέρδεψες. Αλλά με το χέρι στην καρδιά: πότε ήταν η τελευταία φορά που αγοράσατε μεταφρασμένη ανθολογία;

Επιστρέφω στο ρόλο των μεταφραστών. Χωρίς την Karen Emmerich και το International Literature Award ίσως να μην είχαν κυκλοφορήσει βιβλία μου στην Αμερική. Δύο από αυτά έφτασαν στη βραχεία λίστα του αμερικανικού National Translation Award, ενός βραβείου που δεν κρίνει μόνο την αρτιότητα της μετάφρασης αλλά και το ίδιο το έργο και το οποίο μάλιστα πρόσφατα απονεμήθηκε στην Έρση Σωτηροπούλου. Στις λίστες αυτές είδαν τα βιβλία μου αρκετοί από τους ευρωπαίους εκδότες που ζήτησαν κατόπιν δικαιώματα. Άλλο ενδιαφέρον φαινόμενο: οι εκδότες βιβλίων μου στα ισπανικά, καταλανικά, πολωνικά, δανέζικα, ρουμάνικα, σλοβακικά, σερβικά κτλ έφτασαν σε μένα μέσω της αμερικανικής έκδοσης. Η τουρκική μετάφραση μάλιστα της “Γυναίκας του Θεού” και η αραβική του “Γιατί σκότωσα την καλύτερή μου φίλη” έγιναν από τα αγγλικά κατευθείαν.

Προς επίρρωση του επιχειρήματός μου για το πως η αγγλική μετάφραση -ενδεχομένως και η γαλλική, η γερμανική, η ισπανική, ανάλογα με τις γλώσσες που μιλάνε οι επιμελητές των εκδοτικών οίκων- επανασυστήνει ένα βιβλίο στον κόσμο: η Annie Ernaux που επί τόσες δεκαετίες έγραφε υπέροχα βιβλία στα γαλλικά μόλις πρόσφατα “αναγνωρίστηκε” διεθνώς με αγγλικές μεταφράσεις που οδήγησαν στην υποψηφιότητά της στο Booker. Έτσι μεταφράστηκε ευρέως στην Ελλάδα και σε άλλες μικρές χώρες/γλώσσες. Η Clarice Lispector, ο Roberto Bolaño, μεταφράστηκαν επίσης κατά κόρον στην Αμερική μετά το θάνατό τους. Οι μεταφράσεις έργων τους εισήχθησαν στην Ευρώπη, με τον ίδιο περίπου τρόπο που εισάγουμε στην Ελλάδα αβοκάντο Χιλής. Δεν το λέω ειρωνικά, είναι δυο από τους πιο αγαπημένους μου συγγραφείς, το λέω πραγματιστικά. Αλλά και η Μέλπω Αξιώτη έγραψε το Republique Bastille στα Γαλλικά- το φάντασμά της πήρε τη γλωσσική του εκδίκηση με την ελληνική μετάφραση πριν από λίγα χρόνια (το θέμα είναι πολιτικά περίπλοκο, το απλοποιώ εδώ χάριν επιχειρηματολογίας).

Έχει επίσης ενδιαφέρον η σημειολογία της κριτικής υποδοχής ενός έργου εντός και εκτός. Δείτε πχ τι γράφτηκε για τη “Γυναίκα του Θεού” στο “εξωτερικό” και στην Ελλάδα.  Χρησιμοποιώ ακραία παραδείγματα, αλλά θα ήταν ωραία μελέτη: πώς κρίνονται τα έργα μας εντός και εκτός, τι μπορεί να μας μάθει αυτό για το τυχόν αποικιακό βλέμμα και τα ταμπού μας.

Έθιξα το θέμα του φύλου επειδή  στον διάλογο του “Αναγνώστη” ονόματα γυναικών συγγραφέων δεν πολυαναφέρονται. Με προβλημάτισε κάπως και η μεταφορά του Νίκου Μάντη για τον σπάνιο μονόκερω “που θα κατορθώσει να σχίσει το παραπέτασμα της διεθνούς άγνοιας με τη μαγκιά του”. Κατανοώ την ειρωνική αποστροφή αλλά δε γελούν όλοι οι άνθρωποι με το ίδιο ανέκδοτο.

Ένα εγγενές πρόβλημα της κοινωνίας μας είναι η πατριαρχία που δεν γνωρίζει ότι είναι πατριαρχία: αναφέρομαι σε συνέδρια, ομιλίες, λίστες όπου οι γυναίκες υποεκπροσωπούνται. Στη διδασκαλία δημιουργικής γραφής, όταν τονίζω σε συναδέλφους την ανάγκη μεικτής βιβλιογραφίας με έργα ανδρών και γυναικών με κοιτάνε σαν …μονόκερω. Αν ήταν Ελληνίδες η Maggie Nelson, η Deborah Levy, η Rachel Cusk, αγγλόφωνες φεμινίστριες που αγαπήσαμε και μεταφράσαμε τα τελευταία χρόνια στα ελληνικά -και οι οποίες, ω της συμπτώσεως, “ζουν το μύθο τους στην Ελλάδα” τα τελευταία καλοκαίρια- θα είχαν μεταναστεύσει. Δύσκολα πορεύεσαι σε μια κοινωνία που δεν κατανοεί τη φύση και το εύρος του προβλήματος. (Όπως είχε αντιτάξει εμβρόντητος ένας Έλληνας συγγραφέας όταν υπαινίχτηκα σε παλαιότερο πάνελ της Εταιρίας Συγγραφέων ότι η γλώσσα του κουβαλάει ψήγματα μισογυνισμού: “εγώ λατρεύω τις γυναίκες!”. Μάταια προσπάθησα να εξηγήσω ότι λατρευτικά φετίχ και πατριαρχική χρήση της γλώσσας είναι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος).

Θα μου πείτε, τι σχέση έχει ο φεμινισμός με το θέμα της ελληνικής “επικράτησης” στο “εξωτερικό”. (Ή να πω “διείσδυση” για να καθήσω κι εγώ με ανοιχτά πόδια στο φασματικό καφενείο και να παίξω με το κομπολόι μου;). Τώρα που το σκέφτομαι θα μπορούσαμε να συνεχίσουμε ωραιότατα το έμφυλο παιχνίδι μεταφορών: το “εξωτερικό” ανδρικό μόριο που ξεσκίζει την αγορά, το “εσωτερικό” του γυναικείου κόλπου ως σπηλιά εσωστρέφειας.

Η Αννα Αφεντουλίδου αναφέρει στη δική της παρέμβαση ένα μνημόνιο συνεργασίας μεταξύ Ελλάδας και Ρωσίας που περιλαμβάνει μεταφράσεις ελληνικών έργων με χρονικό εύρος 150 ετών-ανάμεσά τους ούτε μια γυναίκα! Η Αφεντουλίδου έκανε κάτι απλό: εστίασε το βλέμμα στην απουσία. Ας εστιάσουμε  κι εμείς στις λίστες υποψηφιοτήτων των κρατικών βραβείων που τροφοδοτούν τέτοια μνημόνια. Μετρήστε ποσοστά τα τελευταία χρόνια- και συγκρίνετε με την αντίστοιχη λίστα πχ. του Booker. Στα καθ’ημάς γυναίκες θα βρείτε με τη σέσουλα στην παιδική και εφηβική λογοτεχνία. Αν υπήρχε κατηγορία κεντήματος, θα διέπρεπαν κι εκεί.

Άρα συχνότατα δε μιλάμε για ελληνική λογοτεχνία στο “εξωτερικό”, αλλά για ελληνική λογοτεχνία που γράφεται από Έλληνες άντρες. Βλέπω με τα μάτια της φαντασίας μου πολλούς να ξεφυσούν και να περιμένουν να δουν που το πάω. Το πάω εκεί που πηγαίνει: υπάρχουν στον ελληνικό δημόσιο διάλογο βαθιά συντηρητικές δομές ανισότητας και σεξισμού. Διαποτίζουν τα κείμενα που γράφονται σήμερα, τις απόψεις, τις συμπεριφορές αλλά και το απότοκό τους όπως δείχνει το παράδειγμα της Αφεντουλίδου: τις μεταφράσεις.

Δεν θα ξεχάσω την άποψη μιας γυναίκας κριτικού λογοτεχνίας που μου μεταφέρθηκε το 2013, όταν η “Λαμπερή Μέρα” βραβεύθηκε από την Ακαδημία Αθηνών, ότι προφανώς σε κάποιον “κάθησα” για να πάρω το βραβείο. Τέτοιες φαντασιώσεις συνοδεύουν μια γυναίκα συγγραφέα που ζει και εργάζεται στην Ελλάδα σήμερα. Πρώτη φορά το αναφέρω δημόσια, αλλά δύσκολα συνέρχεσαι από το σοκ της συκοφαντίας. Ειδικά σε αυτόν τον αχτύπητο συνδυασμό- γυναίκες που έχουν εσωτερικεύσει την πατριαρχία καλύτερα από τους άντρες και μιλούν απαξιωτικά για άλλες γυναίκες. Για να δούμε αν κάποτε θ’ ανοίξει διάλογος γι αυτά τα θέματα, πολύ πιο σοβαρά κατά τη γνώμη μου από τις λογοτεχνικές μεταφράσεις.

Ως προς το συλλογικό μας βίωμα: είναι τραυματικό επειδή σχετίζεται με την μηδαμινή “εθνική” αναγνώριση. Κατανοητό. Δεν θα επαναλάβω ό, τι έχει ήδη γραφτεί ήδη από το πρώτο εμπεριστατωμένο, ως προς την κριτική του συστήματος, κείμενο του Νίκου Μάντη. Η συλλογική παρουσία μιας λογοτεχνίας είναι και θέμα πολιτιστικής πολιτικής, που στην περίπτωσή μας δεν υπάρχει. Το ελληνικό κράτος δίνει κονδύλια σε εκδηλώσεις που κατανοεί, σε δομές που αποφέρουν άμεσο αποτέλεσμα. Η λογοτεχνία είναι βραδεία καλλιέργεια.

Τι συμβαίνει άραγε στο “εξωτερικό”; Το φθινόπωρο ο Πρόεδρος Δημοκρατίας μιας ευρωπαικής χώρας έχει καλέσει εννιά ευρωπαίους συγγραφείς σε μια συζήτηση κεκλεισμένων των θυρών για την ευρωπαική λογοτεχνία. Εύκολα θα μπορούσε να γραφτεί ένα άρθρο για πρωτότυπες πρωτοβουλίες ισπανόφωνων, γερμανόφωνων ή γαλλόφωνων Υπουργείων, Ινστιτούτων κτλ. Επιθυμούν να ανταγωνιστούν την αγγλόφωνη μονοκαλλιέργεια ακριβώς όπως εμείς, απλώς έχουν περισσότερα χρήματα και βαθύτερο ενδιαφέρον για τη λογοτεχνία. Έχουν και πιο δυνατές γλώσσες, άρα περισσότερες δυνατότητες να διαβαστούν απευθείας από ξένους πολύγλωσσους επιμελητές και επιμελήτριες, χωρίς δειγματοληπτικές μεταφράσεις και συνόψεις έργων.

Ζούμε σε μια μικρή χώρα, σε μια μικρή γλωσσική κοινότητα, δεν ανήκουμε σε κάποια λογοτεχνική πρωτοπορία -να το πούμε κι αυτό- και οι έδρες νεοελληνικών σπουδών συρρικνώνονται διεθνώς. Αυτά είναι τα δεδομένα. Τι μπορούμε να κάνουμε; Πρώτον, να θέσουμε ξανά με χιούμορ αλλά και σοβαρότητα το ερώτημα της Βενετίας Αποστολίδου: με πόση απήχηση στο εξωτερικό θα ήμασταν ευχαριστημένοι; Ή όπως γράφουν τα βιβλία αυτοβοήθειας, “είμαι δυστυχισμένη επειδή δεν έχω τη δουλειά του αφεντικού μου, ή επειδή εποφθαλιώ τη δουλειά του;”. Δεύτερον, να ξανασκεφτούμε μήπως η απαξιωτική αποικιοκρατική ματιά από και προς το “εξωτερικό” προέρχεται και από εμάς. Τρίτον και κύριο, να κάνουμε ως συγγραφείς τη δουλειά μας.  Διαφωνώ κατάφορα με τη συζήτηση για καλά και κακά θέματα, για τεχνικές κ.ο.κ. Δεν γράφεται με προγραμματικές δηλώσεις η λογοτεχνία. Συμφωνώ με την Άντζελα Δημητρακάκη και με τον Βασίλη Λαμπρόπουλο (ως προς την άρνηση της υποτέλειας και τη δημιουργία κοινοτήτων αντιστοίχως). Με όλα τα κείμενα συμφωνώ σ’ ένα βαθμό, σε όλα βλέπω σπίθες της φωτιάς που μας σιγοκαίει: η συγγραφική ζωή, η ματαίωση, το φάντασμα της ελευθερίας, η ανάγκη για επικοινωνία, δικαιοσύνη, αλληλεγγύη. Βάλτε σας παρακαλώ στη συζήτηση και το έμφυλο ζήτημα. Είναι κατεπείγον.

Για ένα happy end ατελέσφορης προσδοκίας και αυτοεκπλήρωσης ταυτοχρόνως, προτείνω  να αντικαταστήσουμε το “εξωτερικό” με το “dehors” του Maurice Blanchot (εκτός/εξωτερικότητα), για να θυμηθώ λίγο και τις σπουδές μου.  Μεταχειρίζεται τη λέξη για να ορίσει τη ριζοσπαστική εμπειρία της γραφής ως ξερίζωμα και από τη γλώσσα και από την πραγματικότητα και ως επιστροφή σε μια κοινότητα συγγραφέων- αναγνωστών που τόσο την έχουμε ανάγκη.

 

(*) Η Αμάντα Μιχαλοπούλου είναι συγγραφέας

Προηγούμενο άρθρο“Θα έδινα τα πάντα” (του Ανδρέα Καρακίτσου)
Επόμενο άρθρο«Πώς έμαθα να πάψω να ανησυχώ και να αγαπώ την καραντίνα» (της Αλεξάνδρας Χαΐνη)

4 ΣΧΟΛΙΑ

  1. Επειδή η Αμάντα Μιχαλοπούλου έθιξε με πολύ ενδιαφέροντα τρόπο την έμφυλη πλευρά της Συζήτησης και έθεσε το ερώτημα της ποσόστωσης για τα Κρατικά Βραβεία, θα ήθελα να αναφέρω ένα αξιοπαρατήρητο ποσοτικό στοιχείο (το οποίο, όπως όλα τα ποσοτικά δεδομένα, για να αποτιμηθεί ολοκληρωμένα, πρέπει να συνεκτιμηθεί και με ποιοτικές παραμέτρους, τις οποίες δεν έχω αυτή τη στιγμή στη διάθεσή μου): Στην Κριτική Επιτροπή των Κρατικών Βραβείων της περιόδου 2018-2020 η συμμετοχή γυναικών ήταν 77,7% (7/9). Στις Βραχείες Λίστες που συγκρότησε η Επιτροπή αυτή για 3 εκδοτικές χρονιές, οι γυναίκες συγγραφείς αντιπροσώπευαν το: 43,5%, 40,5% και 36,5% αντίστοιχα και από το σύνολο των βραβείων που δόθηκαν, οι γυναίκες πήραν 5/10, 5/8 και 3/9. Στην Κριτική Επιτροπή που τη διαδέχθηκε, το ποσοστό των μελών/γυναικών έπεσε στο 44,4% (4/9) και η εκπροσώπηση γυναικών συγγραφέων στις Βραχείες Λίστες για 2 εκδοτικές χρονιές στο 33,3% και 21,1% ενώ τα Βραβεία που δόθηκαν σε γυναίκες ήταν 2/10 και 2/13. Ίσως βέβαια να είναι εντελώς τυχαίο ή μια ποιοτική αξιολόγηση να δείξει (και) κάτι άλλο… Ωστόσο οι αριθμοί αυτοί έχουν το δικό τους ενδιαφέρον.

  2. Πολύ σωστά κατά τη γνώμη μου τέθηκε από την Αμάντα Μιχαλοπούλου και το ζήτημα του φύλου τόσο στα καθ’ ημάς όσο και στο εξωτερικό, αναφορικά με τις μεταφράσεις. Θα συμφωνήσω ότι γενικά όταν γίνεται λόγος για λογοτεχνία στο εξωτερικό μάλλον και κυρίως αναφορικά με την πεζογραφία υπονοείται εκείνη που γράφεται από άντρες. Έτσι κι αλλιώς και πάλι ανατρέχοντας σε περασμένους αιώνες η γυναικεία λογοτεχνική παραγωγή αγνοήθηκε και ενώ σήμερα έρχεται στην επιφάνεια για να συμπληρώσει τη μεγάλη εικόνα εξακολουθεί συχνά να θεωρείται περιφερειακή.
    Επίσης συμφωνώ με την Άννα Αφεντουλίδου ως προς την αποδεικτική δύναμη των αριθμών. Αναφορικά με την ποίηση είχα δώσει σε παλαιότερο κείμενό μου https://www.oanagnostis.gr/to-fylo-sto-epikentro-protes-skepseis-tis-varvaras-royssoy) αριθμητικά δεδομένα σχετικά με την παρουσία ποιητριών στις λίστες βραβείων (κρατικών και αναγνώστη) τα οποία δεν επαναλαμβάνω εδώ. Σημειώνω ωστόσο ότι αν και στα ποιητικά ο αριθμός των γυναικών βαίνει αυξούμενος αυτό δε σημαίνει ότι η ποίηση -η λογοτεχνία εν γένει- που γράφουν γυναίκες “αποπεριθωριοποιήθηκε” και ότι αντιμετωπίζεται -στο βάθος- ισότιμα. Και αν δεχτούμε ότι μεταφράζονται Ελληνίδες ποιήτριες στο εξωτερικό ποιο είναι το ποσοστό; Τι γίνεται με την ποσόστωση στην πεζογραφία και ιδίως στις μεταφράσεις; Έχουμε ήδη σχηματίσει από τα παραπάνω κείμενα μια εικόνα. Η απουσία γυναικών από κάθε είδους λίστες λέει πολλά αλλά επιμένω ότι ακόμη κι αν αυξηθεί αριθμητικά η γυναικεία παρουσία το κρίσιμο ζήτημα είναι ουσιαστικά η αντιμετώπιση. Η απάντηση ότι στην κατάρτιση τέτοιων καταλόγων το φύλο δε λαμβάνεται υπόψη δε νομίζω ότι μπορεί να μας καλύψει. Το σχόλιο ότι βρίσκουμε γυναίκες στην παιδική λογοτεχνία αποτελεί ένα στερεότυπο απόλυτα αποδεκτό από πολλούς που αποκαλύπτει τη διαιώνιση συγκεκριμένων αντιλήψεων. Το ζήτημα φύλο νομίζω επιβάλλεται να τίθεται σε όλες τις πτυχές της συζήτησης που έχει ανοίξει.

  3. Καλημέρα σας από ακριτική και γκρίζα Φλώρινα.Σας διάβασα προσεκτικά ξανά και ξανά ,όπως κι όλους τους άλλους που έχουν τοποθετηθεί πάνω στην αξιόλογη συζήτηση που έχει ανοίξει.
    Συμπερασματικά θα έλεγα πως όλοι οι εμπλεκόμενοι στο χώρο του βιβλίου έχουν μερίδιο ευθύνης ,άλλοι λιγότερο κι άλλοι περισσότερο ανάλογα με την περίοδο που διανύουμε. Όμως
    μικροί μου αγωνιστές της μελάνης αν δεν έχεις τη χρυσόσκονη μέσα στις λέξεις σου,στο λόγο σου,όσο τέλεια κι αν γράφεις ,όσο συνταρακτικός κι αν είσαι θα μείνεις ένας άγνωστος μεταξύ αγνώστων,πικρή διαπίστωση αλλά ρεαλιστική, λίγοι οι Άγιοι ανάμεσα σε τόσους και τόσους που πάτησαν τη γη ,μου έλεγε η γιαγιά μου συνέχεια.
    Φυσικά στη χώρα μας απουσιάζει η σταθερή πολιτική τόσο στο βιβλίο όσο και σε όλους τομείς, εντελώς απαράδεκτοι καθώς τομείς όπως το βιβλίο δεν έχει κανένα νόημα να ξυπνά όταν κι αν θυμηθεί κάποιος από τους υπεύθυνους χάραξης πολιτικής.Η ευθύνη βέβαια είναι όλη δική μας καθώς είμαστε καθολικό κακό παράδειγμα λαού που αφήνουμε τους άλλους να νομοθετούν και να παίρνουν αποφάσεις για μας ώστε μετά να ‘χουμε την ασυλία να τις παραβιάζουμε. Ελπίζω κάποτε να στεκόμαστε διαφορετικά.
    Θίξατε το θέμα του φύλου εκτενώς κι είναι βασικός λόγος που τοποθέτησα το σχόλιο μου στο δικό σας κείμενο.Καλά κάνετε και το θίγεται, όμως ένα τέτοιο θέμα δεν λύνεται ούτε με αριθμούς ,ούτε με ποσοστώσεις αλλά με συνεχής αγώνες και διεκδικήσεις πεδίων που το φύλο θίγεται κι εδώ πλέον μπαίνουν και τα δυο φύλα, ας μην είμαστε μονόφθαλμοι. Όλα θέλουν το χρόνο τους όμως με όπλο την συμπόρευση γιατί τελικά μιλάμε για τις αξίες της δημοκρατίας. Βλέπουμε στα σχολεία μας ακόμα, στην ίδια αίθουσα χωρισμένα τα δυο φύλα στην κατανομή τους στο χώρο,έχουμε δρόμο ακόμα, άλλωστε μια θάλασσα είναι ζωή μας και μεις καραβίζουμε πάνω στο κορμί της,πάνω στα κύματά της με το μυαλό μας στο λιμάνι των ονείρων μας,εύχομαι σε όλους καλή συνέχεια και επαγρύπνηση όπου κι αν βρίσκεται !

  4. Αποδέχομαι την κριτική της αγαπητής Αμάντας Μιχαλοπούλου στο σύνολο της. Προς (αδύναμη) υπεράσπιση μου, στο δεύτερο κείμενο μου, όπου και παρατηρείται η έλλειψη αναφορών σε γυναικες της γραφής, ασχολήθηκα πρωτίστως με συγγραφείς που αντιμετωπίζουν δυσκολίες στην επαφή τους με το σύγχρονο κοινό, οπότε δεν ξέρω αν η συμπερίληψη εκεί θα ήταν ενδεδειγμένη. Τέλος, σε σχέση με το ‘φρουδικο ολισθημα’ του μονοκερω, θα μπορουσε κάλλιστα να γίνει ‘εκείνο το σπάνιο λουλουδι που θα αιχμαλωτιζε αμετάκλητα το διεθνές βλέμμα’, με ή άνευ μαγκιάς – η οποία άλλωστε δεν είναι αποκλειστικό ανδρικό προνομιο, όπως θα διαβεβαιωνε και η Gertrude Stein, αλλά και η Judith Butler, βοήθεια μας. Νομίζω ωστόσο ότι τέτοιες παρομοιωσεις προσβάλλουν περισσότερο το καλό γούστο και λιγότερο τα φεμινιστικα μας αισθήματα, και ως προς αυτό τουλαχιστον ανακαλώ πλήρως. Ευχαριστώ για τη φιλοξενία.

Γράψτε απάντηση στο β ρούσσου Ακύρωση απάντησης

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ