του Δημήτρη Αγγελή
Με αφορμή το πολύ εύστοχο κείμενο του Νίκου Α. Μάντη και την ενδιαφέρουσα συζήτηση που ακολούθησε, θα πω δυο λόγια για το θέμα, παρ’ όλο που η δική μου εμπειρία αφορά τον πολύ πιο ιδιόμορφο χώρο της ποίησης*. Οπωσδήποτε κάποια από αυτά τα ζητήματα έχουν ήδη τεθεί και από άλλους συνομιλητές, αλλά ίσως δεν είναι μάταιη η επανάληψή τους.
Σε μια χώρα που πρέπει να επιχειρηματολογείς για τα αυτονόητα (ακούω ήδη το ερώτημα «γιατί να επιχορηγούνται μεταφράσεις και να μην προσλαμβάνουμε πυροσβέστες ή γιατρούς;»), θα πρέπει να ξεκινήσουμε από τα πολύ βασικά. Η μετάφραση δεν αποτελεί απλώς ένα κλειστό συντεχνιακό αίτημα –οι λογοτεχνικοί παραγωγοί που θέλουν να εξάγουν τα προϊόντα τους– αλλά κάτι πολύ ευρύτερο: κανείς δεν μπορεί να σε υπολογίζει ως κράτος, ακόμα και στα πολιτικά και οικονομικά ζητήματα, εάν πρώτα δεν σε εκτιμά και ως πνευματικό μέγεθος –και σ’ αυτόν τον τομέα σήμερα είμαστε σχεδόν ανύπαρκτοι, ευτυχώς υπάρχει το κινηματογραφικό greek weird wave (ή μήπως αυτό το εξωτικό φρούτο υπήρξε ως το 2015 κι ύστερα έσβησε;). Δεν είναι παράδοξο ότι για να στηριχτεί το αφήγημα της «ισχυρής Ελλάδας» της κυβέρνησης Σημίτη, ως ηγέτιδας δύναμης στη νοτιοανατολική Ευρώπη (ευφημισμός για να μην πούμε «στα Βαλκάνια»), κατεβλήθη κεντρική προσπάθεια για να τιμηθεί με βραβείο Νόμπελ η Κική Δημουλά. Το ερώτημα ακριβώς γιατί δεν επιτεύχθηκε ο έτσι κι αλλιώς δυσπρόσιτος αυτός στόχος, βρίσκεται κατ’ ουσίαν στην καρδιά της συζήτησής μας, που πρέπει να έχει εκ των προτέρων μαξιμαλιστικούς στόχους προκειμένου να πετύχει τα ελάχιστα. Οπωσδήποτε πάντως, η έλλειψη προσωπικών επαφών της ποιήτριας με σημαντικούς ξένους συγγραφείς, οι λιγοστές ώρες πτήσης της (παρακολουθήστε ανάλογα την καθημερινότητα του Καρταρέσκου και θα πάθετε ίλιγγο), οι όχι πάντα εύστοχες μεταφράσεις και η άγνοια του τρόπου στήριξης ενός συγγραφέα από το ΥΠΠΟ (παρά τα τόσα μεταπτυχιακά προγράμματα πολιτιστικής διαχείρισης που έχουν ξεφυτρώσει) έπαιξαν τον ρόλο τους.
**
Γιατί να ενδιαφερθεί λοιπόν κανείς για το ελληνικό βιβλίο στο εξωτερικό, για ποιο βιβλίο και πώς; Κατ’ αρχάς από τη συζήτηση για το ελληνικό βιβλίο βγάζουμε απ’ έξω το μη λογοτεχνικό. Οι συγγραφείς επιστημονικών άρθρων και συγγραμμάτων γράφουν πλέον τα κείμενά τους κατευθείαν στα αγγλικά και για λόγους πανεπιστημιακής αξιολόγησης (εδώ τίθεται ένα σημαντικό ερώτημα που σηκώνει συζήτηση: κατά πόσο συνιστά ελληνική παραγωγή κάτι που γράφεται από Έλληνα σε άλλη γλώσσα και δεν απευθύνεται στην πρώτη του μορφή στο ελληνικό αναγνωστικό κοινό**), οπότε ενδεχομένως δεν χρειάζονται επιχορηγήσεις –επιδοτήσεις μεταφράσεων θα μπορούσαν να υπάρξουν για μη πανεπιστημιακούς (Ζουμπουλάκης, Ράμφος λ.χ.) ή για παλαιότερους συγγραφείς μας (για μια επανέκδοση κορυφαίων βιβλίων, όπως λ.χ. του Β.Ν. Τατάκη για τους Καππαδόκες ή του Ά. Τερζάκη για την αρχαία τραγωδία). Αλλά πώς λοιπόν μπορεί να προωθηθεί το ελληνικό λογοτεχνικό βιβλίο στο εξωτερικό όταν εκεί έχουν διαλυθεί οι υποδομές που άλλοτε το στήριζαν εξασφαλίζοντάς του μία ελάχιστη βάση αναγνωστικού κοινού; Είναι γνωστό, το επεσήμαναν κι άλλοι, ότι οι κλασικές σπουδές διέρχονται παντού κρίση και οι νεοελληνικές σπουδές έξω φυτοζωούν χωρίς χρηματοδότηση και ξένους φοιτητές (συχνά βασίζονται κυρίως σε Έλληνες). Αν ξεκινήσουμε από αυτή την έλλειψη, θα πρέπει να οικοδομηθεί μία νέα βάση εμπιστοσύνης με το αναγνωστικό κοινό του εξωτερικού για να αποκτήσει brand name η ελληνική λογοτεχνία –όπως αντίστοιχα έχει αποκτήσει λ.χ. το σκανδιναβικό αστυνομικό. Κάτι τέτοιο, όμως, απαιτεί συγκεκριμένες επιλογές για το τι θα επιχορηγηθεί προς μετάφραση και όχι πολιτικές ίσων αποστάσεων ώστε να έχουμε ικανοποιημένους, αναλογικά με τα ποσοστά συμμετοχής τους στην αγορά, εκδότες και συγγραφείς. Γιατί ένα από τα μεγάλα προβλήματα της μετάφρασης τής έτσι κι αλλιώς εσωστρεφούς ελληνικής λογοτεχνίας είναι ότι τελικά κοιτάει περισσότερο την ελληνική αγορά παρά αυτήν του εξωτερικού –κι αυτό δεν αφορά μόνο τις επιλογές ως επιλογές αλλά και τους ίδιους τους συγγραφείς: δεν μας ενδιαφέρει δηλαδή η επιτυχημένη πορεία του βιβλίου έξω, αρκεί που είδαν φίλοι και αντίζηλοι ότι το βιβλίο κυκλοφόρησε σε μία ακόμα γλώσσα (στην ποίηση, που δεν υπάρχει και κάποιο οικονομικό όφελος και συνήθως λειτουργεί από τους εκδότες το print on demand, αυτό συμβαίνει κατά κόρον). Όμως η επιτυχία ενός μυθιστορήματος χρειάζεται ατζέντη (παρεμπιπτόντως, κανένα μεγάλο γραφείο προώθησης δικαιωμάτων στο εξωτερικό δεν αναλαμβάνει ποιητές αν δεν έχουν παράλληλα και πεζογραφικό ή έστω θεατρικό έργο), άριστο μεταφραστή, εκδότη με ισχυρές προσβάσεις στα ΜΜΕ (όχι κάποιο πανεπιστημιακό ίδρυμα που απευθύνεται αποκλειστικά στην ολιγάριθμη κοινότητα των νεοελληνιστών) και συγγραφέα που να μπορεί να υποστηρίξει με τη φυσική παρουσία του το βιβλίο σε αλλεπάλληλες παρουσιάσεις σε βιβλιοπωλεία της χώρας υποδοχής –πράγμα εξαιρετικά δύσκολο επειδή ελάχιστοι λογοτέχνες στη χώρα μας βιοπορίζονται από το έργο τους. Αλλά ούτε και το ελληνικό κράτος χρηματοδοτεί, έστω μερικώς, τη συμμετοχή Ελλήνων συγγραφέων σε φεστιβάλ ή συνέδρια στο εξωτερικό, όπου στο κάτω-κάτω εκεί δεν εκπροσωπούν μόνο τους εαυτούς τους αλλά και τη λογοτεχνία της χώρας τους, όταν λ.χ. όλα τα κράτη της Λατινικής Αμερικής έχουν τέτοιου είδους προγράμματα. Η συμμετοχή σε διεθνείς συναντήσεις είναι πάρα πολύ σημαντική όχι μόνο επειδή μπορεί να κατανοήσει κανείς πώς λειτουργούν οι φορείς του βιβλίου αλλού, αλλά κυρίως επειδή θέτεις τα έργα και τις απόψεις σου στην κρίση ενός κοινού που δεν σε γνωρίζει και δεν εντυπωσιάζεται από την τυχόν εγχώρια φήμη σου, οπότε μπορείς ξεκάθαρα να μετρήσεις την απήχησή σου σε ανθρώπους που προέρχονται από άλλες γλωσσικές παραδόσεις.
**
Επόμενο ερώτημα: γράφεται καλή λογοτεχνία στην Ελλάδα και τι ενδιαφέρει τους ξένους; Στο πρώτο ερώτημα προφανώς και η απάντηση είναι θετική, η λογοτεχνία μας και πολυδιάστατη είναι και ενδιαφέρουσα (λιγότερο ωστόσο απ’ όσο νομίζουμε). Δεν σημαίνει όμως ότι οι θεματικές που συγκινούν εμάς, είναι το ίδιο συναρπαστικές και για τον ξένο αναγνώστη. Είμαι βέβαιος πως ένα πεζογράφημα που θα μιλούσε για τον εγκλωβισμένο μεταξύ αρχαίων παραδόσεων και σύγχρονης στασιμότητας ανθρωπότυπο του Νεοέλληνα θα προξενούσε την περιέργεια του ξένου αναγνώστη –άραγε υπάρχει; Ένα μυθιστόρημα με χαρακτηριστικά εντοπιότητας, ένας «καθρέφτης» της παλαιότερης ή σύγχρονης ζωής στην Ελλάδα, κρίνεται πολύ πιο αξιανάγνωστο για τον δυτικοευρωπαίο ξένο από ένα μυθιστόρημα χωρίς αναφορά στα πολιτισμικά χαρακτηριστικά της χώρας, το οποίο θα μπορούσε εύκολα να έχει γραφτεί κι από έναν Γάλλο, Αυστραλό ή Ινδό συγγραφέα. Αυτονόητο είναι πως δεν αναφερόμαστε εδώ ούτε σε ηθογραφίες παλαιού τύπου ούτε σε γλωσσοκεντρικά πεζογραφήματα που η πρωτοτυπία τους βασίζεται στη χρήση των έτσι κι αλλιώς αμετάφραστων ντοπιολαλιών. Ένα μυθιστόρημα που τοποθετείται σε ουδέτερο περιβάλλον έχει πιθανότητες επιτυχίας μόνο αν είναι αληθινά πρωτότυπο και ευφυώς γραμμένο, έτσι ώστε να δημιουργεί έναν ολοδικό του ξεχωριστό κόσμο –πράγμα ιδιαίτερα δύσκολο (ενδεικτικό παράδειγμα: Ιωάννα Μπουραζοπούλου). Τα ιστορικά μυθιστορήματα μπορεί να έχουν ανταπόκριση αφού πρόκειται για άγνωστες πλευρές της δικής μας ιστορίας (ενδεικτικό παράδειγμα: Το στέμμα των αυγών του Κώστα Χατζηαντωνίου), αρκεί να μην είναι μόνο αυτοδικαιωτικά και να μην αποσκοπούν αποκλειστικά στον ερεθισμό των δακρυγόνων αδένων. Τα γριφώδη ή σκοτεινά έργα, τα δύσκολα, όταν δεν πρόκειται για νομπελίστες ή ανάλογου επιπέδου συγγραφείς (π.χ. Κρασναχορκάι ή Γκλυκ) δύσκολα γίνονται ευπώλητα –δείτε επίσης ποια επιτυχία έχει στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης η κρυπτική Γκλυκ σε σχέση με την αμεσότητα της Σιμπόρσκα (πάλι προσφεύγω στο εύκολο παράδειγμα από την ποίηση). Οι ανθολογίες παίζουν ρόλο μόνο όταν η λογοτεχνία σου είναι παντελώς άγνωστη (μ’ έναν Καζαντζάκη, έναν Σεφέρη, έναν Ρίτσο κι έναν Ελύτη ως πρεσβευτές, αυτό δεν ισχύει) και απευθύνονται σ’ ένα κοινό που θέλει απλώς να ενημερωθεί δειγματοληπτικά και να μην ξαναασχοληθεί. Αφήνω στην άκρη το με πόση προχειρότητα και με τι είδους γνωριμίες γίνονται οι επιλογές των συμμετεχόντων σε αυτό το παρωχημένο πλέον είδος προβολής της λογοτεχνίας («επαρχιακό» θα το χαρακτήριζα), που κάθε άλλο παρά φιλοτεχνεί μια δυναμική σου εικόνα στο εξωτερικό.
**
Το momentum της οικονομικής κρίσης, όπου όλοι ενδιαφέρθηκαν έξαφνα για την Ελλάδα, πέρασε ανεπιστρεπτί. Το εκμεταλλευτήκαμε όπως έπρεπε; Αν εξαιρέσει κανείς την ανακάλυψη του Χρήστου Οικονόμου στο εξωτερικό (και δικαίως!) και τις δύο ποιητικές ανθολογίες που μάλλον έγιναν στο πόδι (κανένα από τα παραπάνω δεν οφείλεται ασφαλώς στην παρέμβαση κάποιου θεσμικού φορέα), είναι φανερό πως δεν έχουμε τα αντανακλαστικά ούτε τη διαχειριστική ικανότητα να εκμεταλλευτούμε τέτοιες «ευκαιρίες». Βέβαια, μια συντεταγμένη Πολιτεία δεν μπορεί να λειτουργεί ευκαιριακά αλλά σε βάθος χρόνου –αλλά εάν έτσι κι αλλιώς δεν λειτουργεί υποδειγματικά, πώς να εκμεταλλευτεί την όποια ευκαιρία; Και να δούμε τα βασικά: υπάρχουν συγκεκριμένες έρευνες και μετρήσεις για το πώς κινούνται τα ελληνικά βιβλία στο εξωτερικό σε συνθήκες πολιτισμικής παγκοσμιοποίησης; Αν η δική μας λογοτεχνία επιβεβαιωθεί πως πράγματι δεν πουλάει (σε ποιες χώρες αναφερόμαστε;), τι γίνεται με τη λογοτεχνική παραγωγή αντίστοιχων πληθυσμιακά χωρών, λ.χ. τα σερβικά βιβλία πουλάνε στις αγορές που μας απασχολούν; Ενδεικτικά, για να το δούμε και αντίστροφα: ποια και πόσα από αυτά έχουν σημειώσει εμπορική επιτυχία στην Ελλάδα; Έχουμε μέτρα σύγκρισης και από ποιον φορέα; Αν δεν υπάρχουν στοιχεία, η συζήτηση που κάνουμε είναι απλώς ιμπρεσιονιστική, μένει καθαρά στο επίπεδο των εντυπώσεων.
**
Όταν τα έχουμε όλα αυτά, τότε μπορούμε να δούμε και τα παρακάτω: συστηματική προβολή του ελληνικού βιβλίου σημαίνει επιλογή συγκεκριμένων έργων ανά έτος, μετάφρασή τους σε 3-5 μεγάλες γλώσσες (το έκανε κάποτε επιτυχώς η Αλβανία για τον καθεστωτικό τότε, πριν προκύψει αντιρρησίας, Κανταρέ), συνεργασία με μεγάλους εκδότες, προβολή των βιβλίων και των συγγραφέων –με άλλα λόγια: συγκεκριμένα κριτήρια, αδέκαστες επιτροπές, που τα ονόματά τους και τα πρακτικά των τελικών τους αποφάσεων θα δημοσιοποιούνται δέκα χρόνια μετά την εκάστοτε κρίση, καλά στελεχωμένη Διεύθυνση Γραμμάτων, πόρους. Σε μια χώρα, βέβαια, που οι πολιτικές μεταβάλλονται σε κάθε ανασχηματισμό (ούτε καν με την αλλαγή κυβέρνησης), που οι καλές πρακτικές ξεχνιούνται γρήγορα και ό,τι καλό συμβαίνει στηρίζεται πάντοτε στην πρωτοβουλία συγκεκριμένων ανθρώπων και όχι σε λειτουργικούς θεσμούς με προγραμματισμό σε βάθος χρόνου, δεν είναι εύκολο να στηριχτεί το ελληνικό βιβλίο στο εξωτερικό. Μπορεί τελικά και οι ιθύνοντες κάτι να ξέρουν: πού να τα βάζεις τώρα με εξαγριωμένους συγγραφείς που θα απαιτούν «δικαιοσύνη» στις επιλογές και θα είναι ευχαριστημένοι μόνο όταν προκρίνονται οι ίδιοι; Μήπως είναι, λοιπόν, καλύτερο να ακολουθήσουμε μοναχικές πορείες σαν αυτήν του Μάρκαρη; Προσωπικά, η χαρά μου όταν βλέπω τα βιβλία του στην πρώτη σειρά των πάγκων στα ισπανικά βιβλιοπωλεία είναι απεριόριστη!
Σημειώσεις
* Εδώ ας μου επιτραπεί en passant να πω ότι οι απόψεις του Μάντη για τη θέση της ομοιοκαταληξίας που φτάνει ως τη δεκαετία του 1950 με βρίσκουν σύμφωνο, ο σημερινός νεοφορμαλισμός άλλωστε, πέρα από νοσταλγία για τη χαμένη κοινότητα με πολιτικές συνδηλώσεις, σε επίπεδο αποτελέσματος μας δίνει συχνά, ακόμα και σήμερα, παιδιάστικα στιχουργήματα
** Το θέμα βέβαια τίθεται εφόσον μιλάμε για «ελληνικό βιβλίο», το οποίο προφανώς και δεν έχουμε κατανοήσει πλήρως πόση στήριξη χρειάζεται. Αρκεί να διαβάσει κανείς ελληνικό κείμενο πανεπιστημιακού καθηγητή που έχει σπουδάσει ανθρωπιστικές σπουδές σε αγγλόφωνο πανεπιστήμιο ή να μετρήσει πόσοι μαθητές ισχυρίζονται (και ασφαλώς ισχύει) ότι εκφράζονται καλύτερα στα αγγλικά παρά στα ελληνικά και επιλέγουν αντίστοιχα τα διαβάσματά τους. Αυτά ως συμπληρωματικό σχόλιο στο γιατί δεν μας διαβάζουν ούτε στο εσωτερικό.