Συζήτηση: Ελληνική λογοτεχνία στο εξωτερικό: «2-3 πράγματα που ξέρω γι’ αυτή» (του Κώστα Θ.Καλφόπουλου)

1
1132

 

του Κώστα Θ. Καλφόπουλου

 

 

Ας ξεκινήσουμε με μία διαπίστωση, απλή, πρακτική και καθόλου ασήμαντη: ούτε ο Καζαντζάκης ούτε ο Σαμαράκης ούτε ο Βασιλικός, πόσω μάλλον ο Μάρκαρης, χρειάστηκαν τις κρατικές επιδοτήσεις για τη μετάφραση και διάδοση του έργου τους και, φυσικά, το ΕΚΕΒΙ, που αντέγραψε μάλλον κακότεχνα και με τις γνωστές νεοελληνικές παθογένειες (δημοσιοϋπαλληλική νοοτροπία, κατασπατάληση δημόσιου χρήματος, κ.ά.) το γαλλικό μοντέλλο. Από τους 4 συγγραφείς μόνο ο πρώτος και ο τέταρτος είναι συνήθως διαθέσιμοι στα βιβλιοπωλεία της Εσπερίας: ο Ν. Καζαντζάκης, διαχρονικά, χάρις στον Ζορμπά (της κινηματογραφικής μεταφοράς του από τον Μιχάλη Κακογιάννη συμπεριλαμβανομένης, αλλά και της μουσικής επένδυσης από τον Μίκη Θεοδωράκη, που έβαλε όλον τον πλανήτη να χορεύει συρτάκι), ο Π. Μάρκαρης χάρις στον Χαρίτο (μία φιγούρα που ανανεώνει ευφυώς το «αρχικό πρότυπο» του αστυνόμου Μπέκα, του πρώτου διδάξαντος Γιάννη Μαρή, παντελώς αγνοημένου στο εξωτερικό), προσαρμοσμένου στη νεοελληνική, και κυρίως αθηναϊκή δυστοπία, που ειδικά οι γερμανόφωνοι τη λατρεύουν.

Άρα, το επιχείρημα «θέλουμε στιβαρό κρατικό φορέα με οικονομική στήριξη για να προβάλλουμε το ελληνικό βιβλίο» κάπου, σαφώς, χωλαίνει. Ως συνήθως, οι ευθύνες ρίχνονται στην (εκάστοτε) ηγεσία του Υπουργείου Πολιτισμού (εν τάξει, δεν είχαμε ποτέ Μαλρώ διαθέσιμο, δεν είμαστε δα και Grande Nation), το οποίο πράγματι, αγνοεί τις έννοιες «προγραμματισμός», «σχεδιασμός», «πολιτισμική διαχείριση» (cultural management), επί δεκαετίες, ανεξαρτήτως πολιτικής ηγεσίας, αν λάβουμε μάλιστα υπ’ όψη τα εξαιρετικά πενιχρά, διεκπεραιωτικά κυρίως, αποτελέσματα στα ζητήματα πολιτισμού επί συγκυβέρνησης Συριζα-ΑνΕλ, με ανθρώπους σε υπουργικούς θώκους παιδείας και πολιτισμού, χωρίς όραμα, χωρίς έμπνευση, που αποκαθήλωσαν την «αριστερά» ως προνομιακά συνδιαλεγόμενη με τον πολιτισμό.

Το «εξωτερικό» δεν είναι ενιαίο

Η (εγγενής;) αδυναμία να βρει η νεοελληνική λογοτεχνία τον δρόμο της στο εξωτερικό (παρ’ ότι το «εξωτερικό» δεν είναι ενιαίο, είναι πολλά, διάφορα και διαφορετικά «εξωτερικά» δηλαδή τα audiences) οφείλεται πρωτίστως όχι απλώς στην ανικανότητα των κρατικών φορέων να υλοποιήσουν μια εθνική στρατηγική βιβλίου, και εκείνων των εκδοτών που τα περιμένουν όλα από αυτούς, καθώς και στην έλλειψη σχεδιασμού και συντονισμού, αλλά πρωτίστως στον τρόπο με τον οποίο σκέπτονται (άρα) και ενεργούν. Επί του πρακτέου, η συμμετοχή της Ελλάδας σε διεθνείς εκθέσεις βιβλίου συνήθως σχεδιάζεται καθυστερημένα ή, έστω, με την πεπατημένη προηγούμενων συμμετοχών (άλλοτε επιτυχημένων, άλλοτε, αποτυχημένων, όμως ως επί το πλείστον αδιάφορων), στα μέτρα που γνωρίζει η χώρα, δλδ. τα «φεστιβάλ βιβλίου», με ελάχιστες εξαιρέσεις: εκδοτικοί οίκοι στεγάζονται σε ένα (τα τελευταία χρόνια καλαίσθητο) «περίπτερο», κάποιοι συγγραφείς προσκαλούνται, σωρεύεται ένα ενημερωτικό υλικό στα αγγλικά κυρίως, κάπου-κάπου γίνονται και κάποιες εκδηλώσεις-συζητήσεις στο περίπτερο (στα ελληνικά, συνήθως), με το κοινό να προσπερνά αδιάφορο, οι περισσότεροι εκδότες έχουν ήδη κλείσει τα επαγγελματικά τους ραντεβού και τα συμβόλαια, όμως, λόγω της νεοελληνικής αβελτηρίας (πότε θα υπογράψει ο υπουργός και πότε θα εγκριθούν τα κονδύλια), καμία από αυτές τις εκδηλώσεις δεν συμπεριλαμβάνεται συνήθως στο (μέχρι πρότινος έντυπο) πρόγραμμα της Έκθεσης. Αυτή τουλάχιστον είναι η εικόνα από την Έκθεση Βιβλίου της Φρανκφούρτης, που, ας μού επιτραπεί, τη γνωρίζω από «πρώτο χέρι», εδώ και εικοσιδύο χρόνια.

Το «λάθος» έγκειται, όμως, πρωτίστως στον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε τον κόσμο στο «εξωτερικό», ήγουν με τις στενές, εγχώριες και, εν μέρει «επαρχιώτικες» προσλαμβάνουσες και αντιλήψεις. Κατ’ αρχάς, εκτιμούμε το «εξωτερικό» ως έναν ενιαίο, πολιτιστικό (αλλά όχι οικονομικό-εμπορικό και πολιτισμικό) χώρο που περιμένει ασμένως το «ελληνικό βιβλίο». Ήγουν, αγνοούμε διαφορετικές «κουλτούρες ανάγνωσης», εθνικά γλωσσικά περιβάλλοντα που διαφοροποιούνται από χώρα σε χώρα, αλλά και από εποχή σε εποχή, διαφορετικά ακροατήρια-αναγνωστήρια: ταυτότητα και ετεροπροσδιορισμός με πολιτισμικές προκείμενες και προσλαμβάνουσες. Θεωρούμε συνήθως, ότι αφού ένα βιβλίο, μυθιστόρημα ως επί το πλείστον, είχε μεγάλη επιτυχία στη χώρα μας, αναμφίβολα θα έπρεπε να έχει και την αντίστοιχη αναγνώρισή του στο «εξωτερικό»: wishful thinking! Επί πλέον, αφού, πράγματι, έχουμε καλούς συγγραφείς, τουλάχιστον από τη «Γενιά του Τριάντα» μέχρι τις μέρες μας, θα πρέπει αυτονόητα να διαβαστούν και στο «εξωτερικό».

Αστοχία υλικού

«Η πραγματικότητα μπορεί να απαλλαγεί από την υποχρέωση να είναι ενδιαφέρουσα, όχι όμως η εικοτολογία», για να θυμηθούμε τον Μπόρχες. Κάποια παραδείγματα, διόλου αδιάφορα: το Κιβώτιο, του Άρη Αλεξάνδρου, ένα βιβλίο-τομή στη μεταπολεμική νεοελληνική λογοτεχνία, που στεγάστηκε και στον Gallimard (με προτροπή του Βασίλη Βασιλικού), στη γερμανική του μετάφραση και έκδοση πήγε «άπατο», με αποτέλεσμα η εξαιρετική του εκδότρια να φτάσει στα όρια του νευρικού κλονισμού. Ποιος Γερμανός αναγνώστης θα χαθεί στον λαβύρινθό του, όταν μάλιστα αγνοεί επί δεκαετίες το δράμα του Ελληνικού εμφύλιου, και δη διατυπωμένο με προυστικές καταβολές; Είναι σα να μεταφράζαμε στα ελληνικά το πολύκροτο και ογκώδες Romanessay Die Reise (Το ταξίδι), του Bernahrd Vesper και να αναμέναμε (οι εκδότες τους, τουλάχιστον) «τεράστια εκδοτική επιτυχία, γκραν σουξέ!», για να μην αναφερθώ στο τετράτομο opus magnum του Uwe Johnson, Jahrestage (Επέτειοι)! Παράδειγμα δεύτερο, τη δεκαετία του ’80, ο ελληνογερμανικός εκδοτικός οίκος Romiossini εξέδωσε, ανάμεσα σε πολλούς τίτλους του, το Διπλό βιβλίο του Δημήτρη Χατζή στη Γερμανία, μία καλή μεταφραστική και εκδοτική δουλειά, που, όμως, λόγω κακής διακίνησης των εκδόσεων στα Γερμανικά βιβλιοπωλεία έμεινε στα αζήτητα. Η Αμοργός του Γκάτσου, παρ’ ότι έχει μεταφραστεί και εκδοθεί στα Αγγλικά, στη Γερμανία ουδέποτε απασχόλησε εκδότες και μεταφραστές, που επιμένουν κυρίως στον Καβάφη και τον Ελύτη. Όμως, ποιος θα αποτολμούσε ένα τόσο επικίνδυνο εγχείρημα, αυτή την εκρηκτική όσμωση δημώδους και σουρρεαλιστικής ποίησης, να τη μεταφέρει, μεταφραστικά και εκδοτικά, στα Γερμανικά; Από την άλλη, ένα τόσο μοντέρνο έργο για την εποχή του, όπως Τα μηχανάκια, του Μένη Κουμανταρέα, το πρώτο που θεματοποιεί, σε ευρωπαϊκό μάλιστα επίπεδο, τον «πολιτισμό των φλίππερ», ουδείς διανοήθηκε να το προωθήσει στο εξωτερικό, με μία ανάλογη pop εκδοτική αισθητική.

Η εθνική μας εσωστρέφεια

Αντιλαμβανόμαστε τον κόσμο μας (χώρα, γλώσσα, πολιτισμός) με την αιώνια εσωστρέφεια, τον Διχασμό ανάμεσα στην Ελλάδα και τη Δύση, και πιο παραστατικά, «με τα ξύλινα τείχη στην Ακρόπολη», που, ευτυχώς, έγκαιρα, τότε, αποκωδικοποιήθηκε ο χρησμός και κατέφυγαν οι Αθηναίοι στα πλοία. Όμως, αντίστοιχα, όπως επισημαίνεται και στις προηγούμενες παρεμβάσεις (Ν. Α. Μάντης, Λ. Κονομάρα), μάς «βλέπουν» και οι ξένοι, πλην Λακεδαιμονίων, και εννοώ φυσικά τους Γάλλους, που επιμένουν, ακόμα και σε μικρούς εκδοτικούς, να παρουσιάζουν Έλληνες συγγραφείς, ακόμα κι αν δεν φτάνουν όλοι στα βιβλιοπωλεία της Γαλλικής επικράτειας. Η «αφ’ υψηλού θεώρησή» τους αδυνατεί να υπερβεί το «φολκλόρ» και να κατανοήσει τις ιδιαιτερότητες, αλλά και τον (όποιο) πλούτο της νεοελληνικής λογοτεχνικής παραγωγής, για λόγους που δεν είναι του παρόντος και υπερβαίνουν σαφώς τα όρια της παρέμβασης. Συχνά πάντως, οι ίδιες οι μεταφραστικές επιλογές εκατέρωθεν είναι αμφίβολες και επαφίενται στην οξυδέρκεια, τις εκδοτικές προτεραιότητες και τον «πατριωτισμό» των εμπλεκομένων.

Ειδικά, όμως, οι Γερμανοί (εκδότες, επιμελητές/ editors, μεταφραστές, ατζέντηδες, δημοσιογράφοι), μεταξύ άγνοιας και υπεροψίας, έχουν τα πρωτεία σε αυτή την «παρεξήγηση», που, επαναλαμβάνω, ξεκίνησε με τον Ζορμπά του Καζαντζάκη και κατέληξε στα αστυνομικά του Πέτρου Μάρκαρη, ο οποίος, αφ’ ενός έγινε δημοφιλής χάρις στον (ελβετικό) Diogenes, του Daniel Keel (χωρίς ΕΚΕΒΙ, το επαναλαμβάνω), και αφ’ ετέρου «διασκευάζει» αρκετά σημεία του πρωτότυπου, σε συνεργασία με τη μεταφράστριά του, ώστε να είναι καταληπτά στο γερμανόφωνο κοινό.

Διόλου ασήμαντα θέματα

Τρία επί πλέον βασικά ζητήματα: πρώτον, ο ρόλος των, ελάχιστων πάντως,  ατζέντηδων. Μοναχικός, επιλεκτικός, συχνά «βολονταριστικός», με εξαιρετικά μικρή απήχηση στο αχανές πεδίο των, έμπειρων πρωτίστως, επαγγελματιών «μεσολαβητών» και μειωμένη πρόσβαση στους λαβύρινθους των διεθνών εκθέσεων βιβλίου και το πολυδαίδαλο εκδοτικό τοπίο στο εξωτερικό.

Δεύτερον, ακόμα πιο σημαντικό, η αξία και σημασία της «πολιτισμικής διαχείρισης» (cultural mamagement), που αγνοείται συστηματικά από φορείς και παράγοντες στον χώρο του βιβλίου. Έχουμε ανάγκη από εξειδικευμένα, πολύγλωσσα στελέχη σε αυτόν τον τομέα, με εκπαίδευση, πανεπιστημιακή οπωσδήποτε, και μετεκπαίδευση στο εξωτερικό, γνώση και εμπειρία του αντικειμένου-προϊόντος και της αλυσίδας παραγωγής (μεσο-μακροπρόθεσμος σχεδιασμός, έκδοση, προώθηση, προβολή) σε συνεργασία με τους ξένους φορείς και παράγοντες (εκδότες, readers, κριτικούς, δημοσιογράφους, διευθυντές εκθέσεων), αλλά και του διεθνούς εκδοτικού και βιβλιοεμπορικού τοπίου, με κατά χώρα (ή τομείς) εξειδίκευσης.

Τέλος, θα πρέπει, επί τέλους, το Υπουργείο Πολιτισμού, να επανασχεδιάσει την «εθνική στρατηγική βιβλίου» σε μία σταθερή βάση, πέραν των αλλαγών και των προσωπικών επιλογών που προκύπτουν από τις εκάστοτε κυβερνήσεις, ορίζοντας επί πλέον ένα πλαίσιο συνεργασίας αφ’ ενός με τους Έλληνες πανεπιστημιακούς στους σχετικούς Τομείς, αλλά και με τα Ελληνικά Τμήματα Σπουδών στο εξωτερικό, που, ειδικά αυτά, θα μπορούσαν σημαντικά να συμβάλουν προς αυτή την κατεύθυνση, ακόμα και στη φθίνουσα πορεία που έχουν οι νεοελληνικές σπουδές στο εξωτερικό. Προς τα εκεί θα πρέπει να κατευθύνει το ενδιαφέρον του, αλλά και την αρωγή του, ακόμα και σε κονδύλια, που, συνήθως, κατανέμονται και διανέμονται για εγχώρια κατανάλωση και πολιτική εκμετάλλευση (συνήθως από τους παραπονούμενους).

Φυγή προς τα εμπρός

Δεν είμαστε ούτε «ανάδελφο έθνος» ούτε «περιούσιος λαός» κι ούτε μάς αρκεί ο Όμηρος, μαζί με τους αρχαίους τραγικούς, για να «κατακτήσουμε τον κόσμο». Η «ελληνική εσωστρέφεια», από τις παθογένειες του Έθνους και της κοινωνίας, όπως και το πένθος «δεν ταιριάζει στην Ηλέκτρα» (:νεοελληνική λογοτεχνία). Αν οι ξένοι δεν μάς διαβάζουν, δεν φταίει (μόνο) ούτε η «μικρή γλώσσα», ούτε ο εθνοκεντρισμός ούτε το «ζαβό το ριζικό μας», μαζί με την έλλειψη «καλοσύνης των ξένων». Στο κάτω-κάτω, όσο ενδιαφέρουν έναν Γερμανό αναγνώστη οι μετασεισμικές ακολουθίες της ελληνικής, κοινωνικής και οικονομικής, κρίσης άλλο τόσο ενδιαφέρει και τον Έλληνα αναγνώστη η ανολοκλήρωτη Γερμανική Επανένωση!

Στον αιώνα της αέναης κυκλοφορίας της πληροφορίας και της άυλης ανάγνωσης, η γνώση είναι το πρώτο θύμα, η λογοτεχνία έπεται με καθυστέρηση. Και η επίγνωση και το διαφέρον (Erkenntnis und Interesse) τα εργαλεία εκείνα, που θα συμβάλουν σε έναν σωστό σχεδιασμό και προγραμματισμό μιας πραγματικά «εθνικής πολιτικής βιβλίου», που θα υπερβαίνει εκδοτικούς φατριασμούς, συντεχνιακές αντιλήψεις, συγγραφικές ανασφάλειες, ου μην αλλά και κατασπατάληση δημοσίων πόρων.

Όμως, έστω, το εκρηκτικό παράδειγμα της «πανδημικής εξάπλωσης» του Nordic Noir θα έπρεπε τουλάχιστον να μάς βάλει ήδη σε υποψίες (όπως κάθε καλό αστυνομικό), ως προς το πώς σχεδιάζεται και εξαπλώνεται η σύγχρονη λογοτεχνική παραγωγή, ήγουν οι συγγραφείς και τα best sellers της, με οδηγό το write local, print global. Αρκεί βέβαια το «προϊόν» να είναι αξιόπιστο και ανταγωνιστικό.

ΥΓ. Κείμενα σαν κι αυτό, γραμμένο με σημαντική καθυστέρηση, ανήκουν μάλλον στην προβληματική του προηγούμενου αιώνα και πάντως σε μια συζήτηση, που θα έπρεπε να είχε ξεκινήσει ήδη αμέσως μετά την «φαραωνική» συμμετοχή της Ελλάδας στη Φρανκφούρτη το 2001, που αποτέλεσε και το κύκνειο άσμα της χώρας στην παγκόσμια (και παγκοσμιοποιημένη πλέον) αγορά του βιβλίου. Όταν υπήρχαν ακόμα εθνικές λογοτεχνίες και όχι λογοτεχνική παραγωγή, και πράγματι είχαμε «κάτι να πούμε» στους «Κουτόφραγκους».

 

Δείτε τα δύο προηγούμενα άρθρα της συζήτησης

 

Γιατί δεν μας διαβάζουν στο εξωτερικό; (του Νίκου Α. Μάντη)

Συζήτηση: Η ελληνική λογοτεχνία και η δύση (της Λίλας Κονομάρα)

Προηγούμενο άρθρο Αστυνομικά για το καλοκαίρι – A΄ μέρος (του Μάρκου Κρητικού)
Επόμενο άρθροΔέκα χρόνια “Α” : Άσκηση χαρτογραφίας  (της Ελένης Γεωργοστάθη)

1 ΣΧΟΛΙΟ

  1. Μήμως θα πρέπει κάποια στιγμή να επενεξετάσουμε και την αξία των ‘ιερών αγελάδων’ μας; Από τον Τσίρκα ως τον Ταχτσή κι από τον Αλεξάνδρου ως το Βαλτινό, έχουμε αποδεχτεί ότι το αναμφισβήτητο ύψος τους είναι κατά κάποιον τρόπο αμετάδοτο, πέραν μεταφράσεων και εκδόσεων στο εξωτερικό. Γιατί, ωστόσο; Όταν πολύ πιο ιδιοσυγκρασιακοί πεζογράφοι, από τον Μπέρνχαρντ ως τον Γκομπρόβιτς κι απ’ τον Αντούνες ως τον Κρασναχορκάι, τα κατάφεραν κι έγιναν παγκόσμιοι;

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ