του Δημήτρη Αγγελή
Η Α.Δ., ιστορικός τέχνης και συγγραφέας, σχολίασε εξ ευωνύμων τη φράση του κειμένου μου περί «momentum της οικονομικής κρίσης», υποστηρίζοντας ουσιαστικά ότι πρόκειται για αφομοιωμένο αποικιοκρατισμό. Χαίρομαι για τη λοξή της ματιά, αλλά εάν πρόκειται για ιδεολογικούς λόγους να επαναφέρουμε τη συζήτηση για ομφαλοσκόπηση στο εσωτερικό, τι νόημα έχει να ασχολούμαστε καν με το θέμα; Το ζητούμενο είναι η προβολή του ελληνικού βιβλίου στο εξωτερικό, εάν συμφωνούμε ότι αυτό μας ενδιαφέρει, τότε ναι πρέπει να μιλάμε ρεαλιστικά και με όρους της αγοράς να αναλύουμε το τοπίο: βιβλία και συγγραφείς θέλουμε να προωθήσουμε, όχι ηθικές στάσεις ζωής, ασχέτως αν η επιτυχία τους μπορεί να εξαρτάται από το πολιτισμικό τους στίγμα (κι αυτό στους όρους της αγοράς ανήκει, όπως το ινδικό φαγητό, οι κινέζικες πολεμικές τέχνες, οι βραζιλιάνικοι χοροί). Όπως η ουκρανική λογοτεχνία ανακαλύπτεται τώρα, οι συγγραφείς της καλούνται μαζικά σε φεστιβάλ ανά τον κόσμο, βραβεύονται και μεταφράζονται εξαιτίας του πολέμου, αντίστοιχα συνέβη για ένα μικρό διάστημα και για μας (ούτε το greek weird cinema, ασφαλώς, θα κέρδιζε σε άλλη περίπτωση την προσοχή). Όλοι οι συγγραφείς το γνωρίζουν εμπειρικά και σε προσωπικό επίπεδο: η αξιοσύνη και το όποιο ταλέντο δεν επαρκούν πάντα, κάποιες φορές χρειάζεται και η κατάλληλη συγκυρία –παρ’ όλο που και στα δύο προαναφερθέντα παραδείγματα αυτή νοείται ως γενικευμένη δυστυχία. Το να το εκλαμβάνεις αυτό ως αποικιοκρατική λογική είναι μία ματιά (ίσως μάλιστα επαρχιακή και αυτοαποικιοποιούμενη), το να το βλέπεις ως διεθνοποίηση ενός συλλογικού τραύματος είναι μία άλλη (βλ. λ.χ. την περίπτωση Κυριάκου Χαραλαμπίδη) –έτσι κι αλλιώς, καμία από τις δύο οπτικές δεν κρατάει για πάντα αν δεν μπορεί να στηριχτεί από καλά έργα. Με την ίδια πάντως έννοια, όσοι στέλνουν επιστημονικά κείμενα για δημοσίευση σε αγγλόφωνα περιοδικά, αποδεχόμενοι κατεδαφιστικές ενίοτε παρατηρήσεις και αναθεωρήσεις (στη φιλολογία λ.χ. δεν ξέρω αν έχουμε περιοδικά που ανήκουν στον κατάλογο των επιστημονικά έγκυρων, με peer reviewing), θέτουν αντίστοιχα τον εαυτό τους σε μια ανάλογη αποικιοκρατική λογική ή σε πνευματικό εθελοδουλισμό; Δεν το νομίζω, εκτός αν ξάφνου αποφασίσαμε ότι ο περίκλειστος εαυτός μας είναι πολύ ωραίος για να μοιραστεί γενναιόδωρα και σε άλλους, οπότε σε αυτή την περίπτωση η επιστήμη ή η τέχνη μας δεν έχουν πράγματι ανάγκη κανέναν. Ή αν πρωτοτυπώντας διεθνώς, επιλέξουμε λόγω επιστημονικής καχυποψίας και της συνηθισμένης μας υπαρξιακής ανασφάλειας να εφαρμόσουμε τα ερμηνευτικά μας εργαλεία (αποικιακές σπουδές, κέντρο-περιφέρεια κ.λπ.) στους εαυτούς μας…
**
Δεν γνωρίζω αν με ιδεοληπτικές αναγνώσεις μπορεί να έχουμε κάποιο αποτέλεσμα. Στο μεταξύ, πάντως, θα πρότεινα να διαβάσουμε το παλαιότερο κείμενο του Μίλαν Κούντερα «Η λογοτεχνία και τα μικρά έθνη» (Ο ακρωτηριασμός της Δύσης ή η τραγωδία της κεντρικής Ευρώπης, μτφρ. Γιάννης Η. Χάρης, Εστία 2022), νομίζω είναι πολύ σχετικό με το θέμα μας.