Του Ανδρέα Κακριδή (*)
Η σειρά «Τεκμήρια από το Ιστορικό Αρχείο» γεννήθηκε από την επιθυμία του Ιστορικού Αρχείου της Τράπεζας της Ελλάδος να απευθυνθεί στο ελληνικό αναγνωστικό κοινό. Ένα κοινό που ενδιαφέρεται για την ιστορία, αλλά που δεν έχει συνηθίσει να την καταναλώνει στην πρωτογενή, ή έστω ημι-κατεργασμένη, μορφή μιας συλλογής πηγών και τεκμηρίων.
Τα βιβλία της σειράς απαρτίζουν απόρρητα έγγραφα, υπηρεσιακή αλληλογραφία, εμπιστευτικές εκθέσεις και προσωπικές μαρτυρίες, τα οποία αναδεικνύουν το εύρος του Ιστορικού Αρχείου της Τράπεζας της Ελλάδος. Κάθε βιβλίο εστιάζει σε ένα κομβικό γεγονός, μια κρίσιμη περίοδο ή ένα σημαντικό πρόσωπο, που φωτίζεται μέσα από αδημοσίευτο αρχειακό υλικό και, όταν το θέμα το επιτρέπει, σπάνιες φωτογραφίες.
Σκοπός μας είναι οι αναγνώστες και οι αναγνώστριες να μπορέσουν να συναναστραφούν με την «πρώτη ύλη» της ιστορίας. Γι’ αυτό φροντίσαμε κάθε βιβλίο να συνοδεύεται από ηλεκτρονικό παράρτημα με φωτογραφίες από τα πρωτότυπα έγγραφα: όχι μόνο για λόγους αντιπαραβολής, αλλά για να έρθουν πιο κοντά στην εμπειρία του αρχείου: στα κιτρινισμένα φύλλα, τις χειρόγραφες διορθώσεις στο περιθώριο, τα ίχνη από σφραγίδες και καρμπόν.
Οι πηγές – τα τεκμήρια – αποτελούν το κέντρο βάρους, γι’ αυτό δίνουν και το όνομά τους σε ολόκληρη τη σειρά. Γιατί όμως; Γιατί η έμφαση στα ίδια τα «τεκμήρια»; Δεν είναι λίγοι αυτοί που πιστεύουν πως οι πρωτογενείς πηγές προσφέρουν ευκολότερη πρόσβαση στην «αντικειμενική αλήθεια». Τα πράγματα δεν είναι ωστόσο τόσο απλά. Ακόμα και αν ξέραμε πώς να την ορίσουμε, η «αντικειμενική αλήθεια» δεν είναι μόνο ζήτημα πηγών. Αναφέρομαι στην αναπόδραστα υποκειμενική διάσταση της ίδιας της ανάγνωσης, κατά την οποία καθένας και καθεμιά προσεγγίζει εκείνο που διαβάζει μέσα από το πρίσμα των δικών του ανησυχιών, προτιμήσεων και προκαταλήψεων – του δικού του «ορίζοντα», για να δανειστώ έναν όρο της ερμηνευτικής. Γι’ αυτό και η αναφορά στην «πρώτη ύλη» της ιστορίας: διότι αυτή μεταπλάθεται από την ίδια την ανάγνωση.
Δίνοντας, λοιπόν, τον πρώτο λόγο στα «τεκμήρια» δεν υποσχόμαστε την «αλήθεια». Ενθαρρύνουμε τον προβληματισμό για τη διαμόρφωση της αλήθειας και καλούμε τους αναγνώστες και τις αναγνώστριες να «συνομιλήσουν» με τις πηγές, δοκιμάζοντας και – αν είμαστε τυχεροί – αναθεωρώντας τα όρια του ερμηνευτικού τους ορίζοντα.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι, σε αυτήν τη συνομιλία, συμμετέχουμε με το λεξιλόγιό μας, άρα και με τις ανησυχίες της εποχής μας. Δύσκολα θα μπορέσει να διαβάσει κάποιος ή κάποια τις μεσοπολεμικές διαπραγματεύσεις για τα προσφυγικά δάνεια στη Γενεύη χωρίς να σκεφτεί την εμπειρία των πιο πρόσφατων διαπραγματεύσεων της χώρας με τους δανειστές. Ή να διαβάσει την κριτική του Κυριάκου Βαρβαρέσου[1] στους πολιτικούς και τον ξένο παράγοντα χωρίς να προβεί σε συγκρίσεις – δόκιμες ή όχι, δεν έχει σημασία – με το παρόν. Ξεφυλλίζοντας σήμερα το ημερολόγιο του Σωκράτη Κοσμίδη, το οποίο γράφτηκε μεσούντος του πολέμου, δύσκολα δεν θα αναλογιστούμε την επιστροφή των ενόπλων συγκρούσεων στην Ευρώπη, με τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία και τις χιλιάδες των πολιτών που έχουν αναγκαστεί να φύγουν από τη χώρα τους.
Αυτό όμως είναι που καθιστά το εγχείρημα πιο ενδιαφέρον. Πώς θα διαβάσουν τελικά οι αναγνώστες την πηγή; Πώς θα μεταχειριστούν εκείνοι την «πρώτη ύλη» της ιστορίας; Και σε ποιο βαθμό θα αμφισβητήσουν, ή ακόμα και θα αναθεωρήσουν, τις απόψεις τους – όχι μόνο για το παρελθόν, αλλά κυρίως για το παρόν;
Στο εγχείρημα αυτό δεν τους αφήνουμε εντελώς μόνους. Απευθυνθήκαμε σε εξειδικευμένους επιστήμονες, οι οποίοι επέλεξαν, μετέγραψαν, συνδύασαν και σχολίασαν το αρχειακό υλικό, γράφοντας μια εισαγωγή που βοηθά τους αναγνώστες και τις αναγνώστριες να ανασυνθέσουν το ιστορικό πλαίσιο, να παρακολουθήσουν γεγονότα και συλλογισμούς. Σίγουρα μεταφέρουν και τους δικούς τους ερμηνευτικούς ορίζοντες, αλλά δεν τους επιβάλλουν.
Το Τεκμήριο 1, Ημερολόγιο 1941-1945: Από την Αθήνα στο Λονδίνο με την εξόριστη κυβέρνηση: ένας υπάλληλος της Τράπεζας της Ελλάδος αφηγείται, του Σωκράτη Κοσμίδη, που επιμελήθηκε η ιστορικός Άντζελα Καραπάνου, είναι το προσωπικό ημερολόγιο της περιόδου 1941-1945 του υπαλλήλου της Τράπεζας της Ελλάδος Σωκράτη Κοσμίδη, ο οποίος πήρε μέρος στην αποστολή μεταφοράς του ελληνικού χρυσού εκτός της κατεχόμενης Ελλάδας και στη συνέχεια ακολούθησε την εξόριστη κυβέρνηση στην περιπετειώδη διαδρομή της από την Αθήνα έως το Λονδίνο. Μέσα από τις σελίδες του ημερολογίου, μεταφερόμαστε στα χρόνια του πολέμου και στην ατμόσφαιρα της εποχής, συμπάσχοντας με τον ημερολογιογράφο στις ανθρώπινές του αγωνίες.
Το Τεκμήριο 2, Η Ελληνική Οικονομική Κατάσταση, με εισαγωγή του διευθυντή Ερευνών στην Ακαδημία Αθηνών Σωτήρη Ριζά, αφορά το «άκρως εμπιστευτικό» υπόμνημα του Κυριάκου Βαρβαρέσου προς τον υφυπουργό Εξωτερικών των Ηνωμένων Πολιτειών Dean Acheson. Αποτελεί πολύτιμο τεκμήριο των οικονομικών εξελίξεων και του τρόπου που τις αντιλαμβανόταν ένας από τους βασικούς αρχιτέκτονες της οικονομικής πολιτικής μετά την Απελευθέρωση. Πρόκειται για ένα σχεδόν άγνωστο μέχρι σήμερα κείμενο του Βαρβαρέσου, ο οποίος είναι κυρίως γνωστός για την περίφημη «Έκθεση επί του οικονομικού προβλήματος της Ελλάδος» του 1952. Πρόκειται για έγγραφο που εκθέτει με ωμή ειλικρίνεια την αλγεινή κατάσταση στην Ελλάδα μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Στο Τεκμήριο 3, Πτυχές της αποκατάστασης των προσφύγων στην Ελλάδα, 1922-1930, η ιστορικός Λένα Α. Κορμά, που υπογράφει την εισαγωγή, σταχυολογεί τεκμήρια από την αποστολή Νάνσεν[2] το 1922 έως τις παραμονές της διάλυσης της Επιτροπής Αποκαταστάσεως Προσφύγων (ΕΑΠ) το 1930, αναπαριστώντας, σε αδρές γραμμές, την ιστορία της προσφυγικής αποκατάστασης κατά τον Μεσοπόλεμο από τη σκοπιά του έργου των κρατικών υπηρεσιών, του Ταμείου Περιθάλψεως Προσφύγων και της ίδιας της ΕΑΠ. Στο βιβλίο ανοίγεται ένα παράθυρο στην εσωτερική λειτουργία ενός μηχανισμού εποπτείας ανάλογου όσων έχει δοκιμάσει η χώρα σε διάφορες περιόδους της ιστορίας της.
Στο Τεκμήριο 4, Η Συμφωνία Σύνδεσης της Ελλάδας με την ΕΟΚ: Οι διαπραγματεύσεις μέσα από το αρχείο του Ιωάννη Πεσμαζόγλου, η αναπληρώτρια καθηγήτρια ιστορίας του Πανεπιστημίου Sheffield και του American College of Greece Ειρήνη Καραμούζη αφηγείται την εξέλιξη των διαβουλεύσεων μέσα από δεκάδες έγγραφα και φωτογραφίες από το Αρχείο Ιωάννη (Γιάγκου) Πεσμαζόγλου, εντάσσει την ελληνική περίπτωση στο διεθνές πλαίσιο και ρίχνει φως σε αθέατες πλευρές της διαπραγμάτευσης.
Η συνεργασία με τους παραπάνω επιστήμονες αποτέλεσε για εμάς μία από τις πιο ευχάριστες πτυχές του εγχειρήματος. Όχι μόνο γιατί υπήρξαμε ιδιαίτερα τυχεροί στην επιλογή μας, αλλά και γιατί έτσι πετύχαμε έναν επιπλέον στόχο που είχαμε θέσει στο ξεκίνημα αυτής της προσπάθειας: προσελκύσαμε νέους ερευνητές και νέες ερευνήτριες στα αρχεία μας.
Πρωτοβουλίες όπως τα «Τεκμήρια από το Ιστορικό Αρχείο» αποτελούν εξαιρετικές αφορμές να υποστηριχθεί η αρχειακή έρευνα και να κινητοποιηθούν πόροι για την αξιοποίηση νέου υλικού, αλλά και νέων ερευνητών και ερευνητριών. Στα επόμενα βιβλία, φιλοδοξούμε να δώσουμε ακόμα μεγαλύτερη έμφαση σε αυτήν τη διάσταση: οι περισσότερες ιδέες που βρίσκονται στα σκαριά αξιοποιούν αρχεία που προστέθηκαν πρόσφατα στις συλλογές μας και θα ταξινομηθούν ή ταξινομήθηκαν ειδικά γι’ αυτό τον σκοπό. Εύχομαι να είμαστε εξίσου τυχεροί στους συνεργάτες μας και τις συνεργάτιδές μας και να συνεχίσουμε με το ίδιο κέφι και όρεξη με την οποία δουλέψαμε αυτά τα τέσσερα βιβλία.
(*) Ο Ανδρέας Κακριδής είναι επιστημονικός Υπεύθυνος του Ιστορικού Αρχείου της Τράπεζας της Ελλάδος, Επιστημονικός επιμελητής της σειράς «Τεκμήρια από το Ιστορικό Αρχείο»
[1]Διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος από το 1939 έως το 1946.
[2]Ο Νορβηγός διπλωμάτης Fridtjof Nansen (1861-1930) υπήρξε ο πρώτος Ύπατος Αρμοστής της Κοινωνίας των Εθνών για τους Πρόσφυγες και τιμήθηκε με το Βραβείο Νομπέλ για την Ειρήνη το 1922.