Χρήστος Τσιάμης (ανταπόκριση Ν. Υόρκη)
Είναι περίεργο πώς δουλεύει το μυαλό. Πράγμα που κάνει τα επιτεύγματα της άρτι αφιχθείσας Τεχνητής Νοημοσύνης ιδιαιτέρως αξιοθαύμαστα. Αλλά αυτό είναι θέμα για άλλη μέρα. Σήμερα, θα σας ανοίξω την πόρτα που βγάζει σε κάτι ασύνδετα, φαινομενικά, κατατόπια όπου σεργιάνιζε ο νους μου πρόσφατα.
Αρχές-αρχές του χρόνου, διάβαζα μια κουβέντα που είχαν οι τρεις νεαρές γυναίκες που απαρτίζουν το μουσικό συγκρότημα Boygenius. Λέει η μια, «Δεν πέθανε η Λουίζ Γκλυκ;» (η Αμερικανίδα ποιήτρια που κέρδισε το Νόμπελ το 2020). Η άλλη συγκατανεύει. Και συνεχίζει η πρώτη: «Οκέϊ, αλλά όταν πέθανε δεν είπαμε ‘Μα δεν ήταν ήδη πεθαμένη!’» Και ήταν αυτό ακριβώς που είπα κι εγώ από μέσα μου όταν λίγες μέρες αργότερα διάβαζα σε ένα περιοδικό για την ηθοποιό και σκηνοθέτιδα Λη Γκραν (Lee Grant)! Διάβασα, λοιπόν, ότι η Λη Γκραν παρευρέθηκε στο Κινηματογραφικό Φεστιβάλ της Νέας Υόρκης για την προβολή δυο έργων που είχε σκηνοθετήσει τη δεκαετία του 1970. Τα έργα ήταν «Η πιο δυνατή» (The Stronger), βασισμένο στο ομώνυμο θεατρικό μονόπρακτο του Σουηδού Αύγουστου Στρίνμπεργκ, και «Πες μου ένα αίνιγμα» (Tell me a riddle), βασισμένο στην ομώνυμη νουβέλα της Αμερικανίδας πεζογράφου Tillie Olsen (το βιβλίο αυτό της ολιγογράφου, και σχετικά άγνωστης, Ολσεν είναι ένα από τα διαμάντια της Αμερικανικής λογοτεχνίας, κατά τη γνώμη μου). Συνεχίζοντας την ανάγνωση του άρθρου, έμαθα ότι, στη συζήτηση σε πάνελ μετά την προβολή και στο πάρτι που ακολούθησε, η ηθοποιός ήταν ζωτικότατη, και δη στα ενενήντα οχτώ της χρόνια!
Την Λη Γκραν την είχα γνωρίσει σε ένα πάρτι στο σπίτι της στα μέσα της δεκαετίας του ’90. Επειδή δεν ήμουν ποτέ καλός με ηθοποιούς και κινηματογραφικά έργα, δεν είχα υπ’ όψιν μου, τότε και για κάμποσο καιρό, την κινηματογραφική της καριέρα. Απλώς θυμάμαι μια όμορφη, στυλάτη οικοδέσποινα (δεν έδειχνε καθόλου τα χρόνια της – τώρα που μάθαμε την ηλικία της…), που σε ένα τεράστιο σπίτι γεμάτο καλεσμένους είχε την ικανότητα να κάνει τον καθένα να αισθάνεται πλησίον της. Το ίδιο και ο σύντροφός της, που κάποια στιγμή τον πήρε το μάτι μου να ξεναγεί τη δική μου σύντροφο στην πλούσια συλλογή τέχνης που στόλιζε κάθε επιφάνεια και γωνιά στο διαμέρισμα τους. Εικοσιπέντε χρόνια αργότερα, στην αρχή της πανδημίας, παρακολουθώ σε βιντεοκασέτες παλιά, αγαπημένα έργα του σινεμά. Ανάμεσα τους και εκείνο το φοβερό «In the heat of the night» (γνωστό ως «Ιστορία ενός εγκλήματος» στην Ελλάδα), με τον Σίντνεϊ Πουατιέ και τον Ροντ Στάϊγκερ, που το είχα πρωτοδεί, μαθητής του λυκείου ακόμα, στην Πάτρα. Καθώς ρολάρουν οι τίτλοι στο τέλος του φιλμ, βλέπω το όνομα της Λη Γκραν! Η ηθοποιός που με είχε εντυπωσιάσει στα μαθητικά μου χρόνια ήταν η ευχάριστη συνομιλήτρια μου σε εκείνο το όμορφο πάρτι του ‘95, και το διαπίστωνα εικοσιπέντε χρόνια αργότερα!
Τέλος πάντων, εκείνη η όμορφη, ταλαντούχα γυναίκα είναι ακόμα ζωντανή και την τιμούν για το έργο της. Στο πάρτι που ακολούθησε την τιμητική εκδήλωση, η ηθοποιός μίλησε για τα δύσκολα, επαγγελματικά της χρόνια τη δεκαετία του 1950. Την εποχή του Μακαρθισμού στην Αμερική, δηλαδή, όταν μια επιτροπή του Κογκρέσου, υπό την ηγεσία του βουλευτή Μακάρθυ, κυνηγούσε αυτούς που υποψιάζονταν πως ήταν κομμουνιστές ή πως είχαν κομμουνιστικές συμπάθειες. Το 1951, η Γκραν είχε κερδίσει βραβείο ηθοποιίας στο Φεστιβάλ των Καννών και λίγο αργότερα μίλησε στην κηδεία ενός συναδέλφου της ηθοποιού ο οποίος ήταν στη «μαύρη λίστα» εκείνης της επιτροπής. «Την επόμενη μέρα», διηγήθηκε η Γκραν, «βρέθηκα κι εγώ στη μαύρη λίστα. Και επί δώδεκα χρόνια έμεινα χωρίς δουλειά». Τελικά, το όνομα της, είπε, βγήκε από τη λίστα το 1964 και η πρώτη δουλειά της ήταν στο έργο «Η ιστορία ενός εγκλήματος». Εκατοντάδες άλλοι, άνθρωποι του θεάτρου και του κινηματογράφου, και σε άλλα επαγγέλματα, είχαν καταδιωχθεί τότε και είχαν χάσει τις δουλειές τους, όπως είναι εμφανές και από το έργο «Οπενχαϊμερ» που είδαμε στους κινηματογράφους πρόσφατα.
Στο πάρτι του 1995, μαζί με τη σύντροφο μου είχαμε πιάσει μια συζήτηση με το ζευγάρι των ηθοποιών Ανν Τζάκσον και Ηλάϊ Γουάλακ (αυτή πολυβραβευμένη ηθοποιός του θεάτρου, αυτός είχε παίξει στα φιλμ «Ο Καλός, ο Κακός, και ο Ασχημος», κι επίσης στο τελευταίο έργο της Μέρλιν Μονρόε, «Οι Αταίριαστοι» – The Misfits, ο αμερικάνικος τίτλος). Είχαμε αναφέρει πόσο άρεσε στην πεντάχρονη κόρη μας να υποδύεται ηθοποιούς και πολιτικούς που έβλεπε στην τηλεόραση, και αυτοί αμέσως μας προσκάλεσαν μαζί με τη μικρή μας κόρη να πάμε να δούμε μαζί τους ένα θεατρικό όπου πρωταγωνιστούσε η δική τους η κόρη! Το έργο ήταν του Κλίφορντ Οντέτς (Clifford Odets), από τη δεκαετία το 1930. Ο Οντέτς ήταν ένας θεατρικός συγγραφέας που τότε τον θεωρούσαν άξιο διάδοχο του νομπελίστα θεατρικού συγγραφέα Ευγένιου Ο’Νηλ. Όμως κι εκείνου η καριέρα υπέφερε αργότερα από τους διωγμούς του Μακαρθισμού, καθόσον για ένα μικρό διάστημα, είχε γίνει μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος της Αμερικής και τα έργα του καταπιάνονταν με θέματα κοινωνικής δικαιοσύνης και ισότητας. Και όμως, εξήντα χρόνια αργότερα, το έργο του παιζόταν στη Μέκκα του Αμερικανικού θεάτρου, στη 42nd Street!
Κι ενώ ο νους μου περιφερόταν στα παραπάνω, άρχισαν να χαράσσονται κάτι καινούργια μονοπάτια σαν συνέχεια αυτής της περιδιάβασης, δίκην της σημερινής πραγματικότητας. Αυτά που ακούγαμε και διαβάζαμε στα νέα, για κάτι διώξεις Μακαρθικού στυλ στα πανεπιστήμια. Αν και τα κριτήρια είχαν αλλάξει (δεν ήταν πιά ο κομμουνισμός η αιτία), οι τακτικές ήταν οι ίδιες και χειρότερες. Ιδιες ήταν, επίσης, οι προθέσεις και οι συνέπειες: να καταστρέψουν καριέρες.
Τι συνέβαινε; Για πρώτη φορά στην ιστορία της Αμερικής, σαν αποτέλεσμα του πολέμου στη Γάζα, «του πιο καταστροφικού πολέμου της σύγχρονης παγκόσμιας Ιστορίας» κατά τους ειδικούς, για πρώτη φορά εκδηλώθηκαν τόσο ισχυρά κινήματα υποστήριξης του υποφέροντος Παλαιστινιακού λαού, και διαμαρτυρίας κατά του Ισραηλινού κράτους, στα πιο σημαντικά Αμερικανικά πανεπιστήμια. Οι διαμαρτυρίες των φοιτητών (που αργότερα εξαπλώθηκαν και σε πολλά μεγάλα εργατικά σωματεία) περιλάμβαναν νέους από όλα τα κοινωνικά στρώματα. Λευκούς, μαύρους, και άλλες μειονότητες. Ως και φοιτητές εβραϊκής καταγωγής που ασκούσαν σκληρή κριτική στην κυβέρνηση του Ισραήλ για την αδυσώπητη συμπεριφορά της κατά των Παλαιστινίων στη Γάζα και στα Κατεχόμενα Εδάφη.
Το μέγεθος, η ένταση, και η συχνότητα αυτών των εκδηλώσεων διαμαρτυρίας ανησύχησαν πολλούς που είχαν δεσμούς με το Ισραήλ. Και ξεκίνησαν μια εκστρατεία εκφοβισμού που σε μια έκφανση της πήρε την εξής μορφή: διάφοροι φωτογράφιζαν άτομα που συμμετείχαν στις ανωτέρω εκδηλώσεις και έκαναν αυτές τις φωτογραφίες (και τις ταυτότητες των φοιτητών) δημόσιες, είτε σε ιστότοπους του διαδικτύου είτε, σε μεγέθυνση, κολλημένες στις πλευρές φορτηγών που πάρκαραν έξω από τα πανεπιστήμια ή περιφέρονταν αργά στις πανεπιστημιουπόλεις. Και παρότρυναν εταιρείες, όπου τελειόφοιτοι φοιτητές είχαν κάνει αιτήσεις εργασίας, να μην προσλάβουν αυτούς που είχαν γίνει στόχοι τους. Κι έτσι, πολλοί φοιτητές είδαν τις προσφορές εργασίας να αποσύρονται.
Σε μια άλλη μορφή, οι διώξεις κατευθύνθηκαν προς καθηγητές. Συγκεκριμένα, πολυεκατομμυριούχοι δωρητές πανεπιστημίων εξάσκησαν πίεση στα πανεπιστήμια (υπό την απειλή διακοπής της χρηματοδότησης) να περιορίσουν ή να εκδιώξουν μέλη του διδακτικού/διοικητικού προσωπικού που ανέχονταν αυτές τις «αντισημιτικές», όπως τις χαρακτήρισαν οι ίδιοι, αντιπολεμικές διαμαρτυρίες των φοιτητών. Και η πίεση αυτή έφερε αποτελέσματα, καθώς πρόεδροι πανεπιστημίων και καθηγητές αναγκάσθηκαν να παραιτηθούν.
Κι εδώ στέκεται ο νους και βλέπει δίπλα δίπλα τα δυο τοπία, που μόνο στο διάβα του γειτονεύουν. Βλέπει τις διώξεις του Μακαρθισμού να επιτελούνται από την πολιτεία (την περίφημη Επιτροπή των Αντιαμερικανικών Δραστηριοτήτων του Κογκρέσου). Και βλέπει τις σημερινές διώξεις, τις σχετικές με την καταστροφή της Γάζας, να ξεκινούν από ένα μικρό κομμάτι της κοινωνίας (παρόλο που αμέσως κάποιοι πολιτικοί, στο Κογκρέσο κι αλλού, επωφελήθηκαν της ευκαιρίας και μπήκαν και αυτοί στο παιχνίδι). Κι επίσης, βλέπει ο νους την ειρωνεία στο όλο θέμα. Δηλαδή, ενώ εκείνοι που υπέφεραν περισσότερο την μήνιν του Μακάρθυ ήταν Αμερικανοεβραίοι στα γράμματα, στις τέχνες, και στις επιστήμες, αυτοί που ξεκινούν τους διωγμούς στην Αμερική σήμερα προέρχονται από μια άλλη προνομιούχα τάξη Αμερικανοεβραίων. Βεβαίως, μια μεγάλη μερίδα των Εβραίων της Αμερικής στον τομέα της διανόησης (συγγραφείς, επιστήμονες, καλλιτέχνες και ακαδημαϊκοί) έχουν ταχθεί ανεπιφυλάκτως και ενεργώς κατά αυτών των μεθόδων εκφοβισμού προς αποσιώπηση κάθε κριτικής.
Κάτι τέτοιες βόλτες έκοβε ο νους μου. Κι όταν απόκαμε να θωρεί τις ασχήμιες της πολιτικής υστεροβουλίας, ξαναγύρισε στην ιστορία της Λη Γκραν που μέσα στην ευτυχία της, στο πάρτι προς τιμήν της, αναφώνησε ‘Για μένα, αυτό εδώ είναι σαν όνειρο!’ Όμως ο νους μου κατέληγε σε αντίθετο συμπέρασμα. Πως οι διωγμοί αυτοί, στα νέα της ημέρας, δηλαδή, ήταν ένας εφιάλτης! Και κάπου εκεί άκουσα τον εαυτό μου να μονολογεί. ‘Μα αυτού του είδους οι τακτικές – οι εκφοβισμοί, οι διωγμοί – νόμιζα ότι είχαν πεθάνει από καιρό στην κοινωνία μας!’