της Ευαγγελίας Αραβανή (*)
Μπορεί να έχουμε συνηθίσει να αντιλαμβανόμαστε τον κόσμο μας σε χρονικές συνέχειες, όπου το ένα γεγονός ακολουθεί το επόμενο, όμως η μνήμη μας ποτέ δεν είναι γραμμική. Η μνήμη κάνει αναδρομές συνδυάζοντας μεταξύ τους ετερόκλητες εποχές και συμβάντα, θα λέγαμε ότι διαθλάται τόσο διαχρονικά όσο και σύγχρονα συνδυάζοντας γεγονότα και καταστάσεις παράλληλα. Αυτήν ακριβώς την πορεία της μνημονικής διάθλασης σκιαγραφεί και το σπονδυλωτό μυθιστόρημα της Αγλαΐας Μπλιούμη Αποχαιρέτα την τη Στουγγάρδη Αστυάνακτα,που στα 37 κεφάλαιά του μας ταξιδεύει σε οικογενειακές ιστορίες που εκτυλίσσονται στο πλαίσιο μεγάλων ιστορικών γεγονότων, όπως η Μικρασιατική καταστροφή, η γερμανική και βουλγαρική κατοχή, ο Εμφύλιος και η χούντα. Μας ταξιδεύει επίσης στις ελληνογερμανικές κοινωνικές σχέσεις από τη δεκαετία του 1960 έως σήμερα, στις συνάψεις ανάμεσα σε εκφάνσεις ελληνικού και γερμανικού πολιτισμού, εν ολίγοις στις ελληνογερμανικές σχέσεις που εκφράζουν την κοινή ευρωπαϊκή μοίρα. Κατά συνέπεια εστιάζοντας στον χώρο συνάντησης Ελλάδας και Γερμανίας παρακάμπτεται η ιδέα της ξεχωριστής εθνικής ιστορίας και προβάλλεται η πραγματικότητα της κοινής ευρωπαϊκής ιστορίας που έχει ως εφαλτήριο την σύγχρονη ιστορία της μετανάστευσης.
Ο τρόπος με τον οποίο η συγγραφέας αναπαριστά την κοινή ευρωπαϊκή ιστορία παρουσιάζεται ήδη με την εισαγωγή του έργου: «Γι’ αυτό το λόγο εξάλλου η πυξίδα σου, αγαπητέ αναγνώστη, θα σου δείχνει εφεξής συγκεκριμένο τόπο και χρόνο». Προκειμένου ο αναγνώστης να μπορέσει να παρακολουθήσει τη μνημονική διάθλαση στους διαφορετικούς χρόνους και τόπους, δίνεται πριν από κάθε κεφάλαιο συγκεκριμένος γεωγραφικός τόπος και χρόνος. Συνεπώς πλέκονται πολλές μεταβάσεις, Γερμανία, Ελλάδα, δεκαετίες του 1930 έως σήμερα, με ιδιαίτερη έμφαση στην κωμόπολη Λούντιβιγκσμπουργκ (κοντά στη Στουτγάρδη), καθώς και τις δεκαετίες του 1970 και 1980.
Πέρα από αυτήν τη λογοτεχνική αναπαράσταση του μηχανισμού της μνήμης, ιδιαίτερο ενδιαφέρον αποτελεί η οπτική γωνία μέσα από την οποία προσφέρεται η αφήγηση: η παιδική ματιά δεύτερης γενιάς μεταναστών παρουσιάζει τα γεγονότα αφιλτράριστα, όπως εισχωρούν στον ψυχισμό ενός παιδιού. Πρόκειται για ακριβώς εκείνα τα τραύματα της παιδικής ηλικίας που εμφιλοχωρούν αθόρυβα στις ψυχές των ενηλίκων και καθορίζουν τη μετέπειτα ζωή τους. Στο μυθιστόρημα τα τραύματα της ηρωίδας προκαλούνται από την εμπειρία της μετανάστευσης, από τη μη αποδοχή της διαφορετικότητας σε Γερμανία και Ελλάδα. Περιγράφοντας για παράδειγμα τις τακτικές της γερμανίδας δασκάλας αναφέρεται «Έβαλε [η δασκάλα] τον Τσουνέι, την Άιντα και την Αγλαΐα σε μια γωνιά στο τέλος, γωνιά και τέλος, ζουρνάς και απόληξη ουράς». Ενώ για την αντιμετώπιση της ηρωίδας στην Ελλάδα μετά την παλιννόστηση της οικογένειας, αποδίδονται σε ευθύ λόγο οι φράσεις του δασκάλου, όπως «Η δική σου οικογένεια έχει λεφτά από την καπιταλιστική Γερμανία» ή «Όταν οι Έλληνες είχαν έναν τέτοιο λαμπρό πολιτισμό, οι Γερμανοί ήταν ακόμη στα δέντρα».
Το μυθιστόρημα, καθόσον γνωρίζω, είναι το μοναδικό δείγμα ελληνικής μεταναστευτικής λογοτεχνίας που αναφέρεται σε ζητήματα της δεύτερης γενιάς μεταναστών και κατά συνέπεια δίνει συνέχεια στη σύγχρονή μας μεταναστευτική λογοτεχνία.
Η αναμόχλευση του παρελθόντος όμως δε μένει μόνο στον εντοπισμό των μύχιων τραυμάτων στον ψυχισμό ενός ανθρώπου, παρά όλη η έκβαση της αφήγησης οδηγεί στην ανάδειξη διαφόρων τρόπων αντιμετώπισής τους, όπως η συγχώρεση, η αποδοχή της διαφορετικότητας και των ψυχικών τραυμάτων, η ανάπτυξη υβριδικών ταυτοτήτων μέσω της διγλωσσίας και της διαπολιτισμικότητας. Πρόκειται για διάφορους μηχανισμούς αντιμετώπισης τους παρελθόντος που οδηγούν τελικά την ηρωίδα «να βλέπει την πραγματικότητα μέσα από τον αριστερό οφθαλμό ενός παιδιού που θυμάται και μέσα από τον δεξιό ενός ενήλικα που ωριμάζει με τροφό τη Μνημοσύνη».
Το γεγονός ότι δίδεται με την προβληματική της δεύτερης γενιάς μεταναστών συνέχεια στη σύγχρονη ελληνική μεταναστευτική λογοτεχνία επιφέρει θεματολογικά αρκετές καινοτομίες. Για παράδειγμα η μετάφραση και η διγλωσσία αποτελούν λογοτεχνικό θέμα σε διάφορα σημεία του έργου. Στο κεφάλαιο «Ξύλινες νότες χωρίς μετάφραση» καυτηριάζεται η ανυπαρξία πολιτισμικής μετάφρασης, ενώ στο τελευταίο κεφάλαιο η μετάφραση προσλαμβάνει υπαρξιακό χαρακτήρα σκιαγραφώντας την ταυτότητα της δεύτερης γενιάς μεταναστών «Η μετάφραση είναι πάντα καινούργια και βγάζει καινούργιο δέρμα. Γδύνει και δίνει. Ανάμεσα στο σημαίνον και στο σημαινόμενο η μετάφραση του ”εγώ” βγάζει φτερά και χάνει τα πούπουλά της».
Συζητώντας για τη διγλωσσία ως λογοτεχνικό θέμα δεν γίνεται να μην κάνουμε μνεία και στη μορφή του έργου. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός ότι αρκετές φράσεις αποδίδονται μεν στα γερμανικά, αλλά με τέτοιο τρόπο που να γίνονται αντιληπτές στον έλληνα αναγνώστη, ενώ ένα ολόκληρο κεφάλαιο έχει αποδοθεί στα γερμανικά. Είναι ξεκάθαρη η πετυχημένη προσπάθεια να υπάρξει διάδραση μορφής και περιεχομένου, εφόσον το θέμα της διγλωσσίας υποστηρίζεται και σε επίπεδο μορφής.
Καταλήγοντας θα πρέπει να επισημάνουμε ότι πρόκειται για ένα πολυεπίπεδο έργο που ανταποκρίνεται τόσο σε ένα απλό όσο και σε ένα πιο απαιτητικό κοινό. Η συγγραφέας καταφέρνει μέσα από απλές ιστορίες υπό το πρίσμα ενός παιδιού να θέσει βαθύτερα θέματα υβριδικής ταυτότητας, υπερπήδησης ψυχικών τραυμάτων και κοινής ευρωπαϊκής μνήμης. Σίγουρο είναι ότι οι θεματολογικές αυτές καινοτομίες οφείλονται στην προβληματική της δεύτερης γενιάς μεταναστών. Το μυθιστόρημα της Μπλιούμη αναμφισβήτητα καταφέρνει να δώσει συνέχεια στη μεταναστευτική μας λογοτεχνία και να μας χαρίσει ένα λογοτεχνικό δείγμα ευρωπαϊκής γραφής.
(*) Η Ευαγγελία Αραβανή είναι καθηγήτρια στο ΕΑΠ
Αγλαϊα Μπλιούμη, Αποχαιρέτα την τη Στουγγάρδη Αστυάνακτα, Κέδρος