Της Αλεξάνδρας Σαμοθράκη.
«Η πιο συγκλονιστική ανακάλυψη για τους λάτρεις της λογοτεχνίας», κατά τον Ian McEwan, «το must μυθιστόρημα για φέτος», κατά τον Julian Barnes,«βιβλίο της χρονιάς 2013» σύμφωνα με την αλυσίδα βιβλιοπωλείων Waterstones, συνεχής παρουσία στις αγγλικές και γαλλικές λίστες ευπώλητων και όμως ο συγγραφέας του Stoner, Τζον Γουίλιαμς, που απεβίωσε πριν από 20 χρόνια, παραμένει σχεδόν άγνωστος- δοκιμάστε να πληκτρολογήσετε το όνομα του στο Google και θα σταματήσει να κάνει το έξυπνο.
Ακούγεται σαν την πιο κρυφή ονείρωξη του Τζ. Ντ. Σάλιτζερ, είναι όμως πέρα για πέρα πραγματικότητα.
Το Stoner πρωτοεκδόθηκε και εξαντλήθηκε στην Αμερική το 1965 και επανακυκλοφόρησε το 2003 από τις εκδόσεις Vintage. Αν και από το 2003 μέχρι το 2012 σημείωσε πωλήσεις μόλις 4.863 αντιτύπων, παρά το γεγονός ότι επανεκδόθηκε και ως κλασσικό το 2006 από τα Νew York Review Books (NYRB), δικαίως χαρακτηρίστηκε ως ‘βραδυφλεγές best-seller’ αφού το 2013 στην Αγγλία οι πωλήσεις ξεπέρασαν τα 164.000 αντίτυπα, στην Ολλανδία τα 200.000 και στην Ιταλία 80.000 ενώ τα δικαιώματα έχουν ήδη πωληθεί σε 21 γλώσσες.
Ο συγγραφέας, Τζον Γουίλιαμς, όπως και ο ήρωας του βιβλίου, Μπιλ Στόνερ, έζησαν μια ήσυχη ζωή σπουδάζοντας και διδάσκοντας, σχεδόν από σπόντα, Αγγλική Φιλολογία. Το μυθιστόρημα αν και δεν είναι ακριβώς αυτοβιογραφικό ( ο Στόνερ εργάζεται στο Πανεπιστήμιο του Missouri όπου ο Γουίλιαμς έκανε το διδακτορικό του πριν επιστρέψει στο Πανεπιστήμιο του Denver, ο Στόνερ απέφυγε να καταταγεί στο Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο ενώ ο Γουίλιαμς όχι, ο Στόνερ μετά θάνατον ξεχάστηκε ενώ ο Γουίλιαμς μάλλον το αντίθετο), περιγράφει τις λίγες χαρές και τις πολλές πίκρες της ακαδημαϊκής ζωής.
Η ζωή του Στόνερ είναι μια διαδοχή από απογοητεύσεις- πράγμα εκπληκτικό δεδομένου ότι ο ήρωας είναι τόσο χαμηλών τόνων και οι στόχοι του απλοί και ανέφικτοι: η ακαδημαϊκή του σταδιοδρομία απειλείται από ενδοτμηματικούς ανταγωνισμούς που ο Στόνερ ούτε προκαλεί ούτε τροφοδοτεί, ο γάμος του με μια αριστοκρατική παγοκολόνα που θα μπορούσε να έχει ξεπηδήσει από έργο του Τενεσί Γουίλιαμς παραπαίει πριν καλά – καλά ξεκινήσει, η σχέση του με την κόρη του γίνεται όπλο στα χέρια της απόμακρης συζύγου του, η κατά πολύ νεώτερη ερωμένη στην οποία βρίσκει κάποια πρόσκαιρη παρηγοριά δεν του προσφέρει παρά ένα δειγματολόγιο μιας υποθετικής ευτυχίας. Ο έρωτας του με τη λογοτεχνία είναι ίσως η μεγαλύτερη και μόνη παρηγοριά του, ένας έρωτας που ξεκίνησε κεραυνοβόλα όταν δευτεροετής φοιτητής ρωτήθηκε από τον καθηγητή του τι σημαίνει το σονέτο 73 του Σαίξπηρ. Εκείνη τη στιγμή, αλλά και σε όλη την υπόλοιπη ζωή του, ο Στόνερ δεν κατάφερε να απαντήσει.
Σε συνέντευξη του το 1985 ο Γουίλιαμς παραπονιέται πως ‘ένα ποίημα ή ένα μυθιστόρημα έχει καταντήσει κάτι που πρέπει να μελετηθεί ή να κατανοηθεί αντί για κάτι που πρέπει να βιωθεί’, συμπληρώνοντας πως το συγκεκριμένο μυθιστόρημα αποτελεί ‘απόδραση στην πραγματικότητα’ και πως το ‘να διαβάζεις χωρίς να το απολαμβάνεις είναι τρισμέγιστη ηλιθιότητα’.
Αφεθείτε λοιπόν στην “ηλιθιότητα αυτή”: το Stoner αναμοχλεύει διαρκώς μια μόνιμη θλίψη, όχι κάποια υπαρξιακή, διανοουμενίστικη θλίψη ή το ηρωικό ψυχικό δράμα των αρχαιοελληνικών τραγωδιών αλλά ‘την αληθινή, ήπια θλίψη της καθημερινής ζωής’ (Julian Barnes, the Guardian). Ο ίδιος ο Γουίλιαμς δε θεωρούσε τον Stoner δυστυχισμένο, αλλά ‘κάποιον που έζησε μια πολύ καλή ζωή…. με σημαντικές αξίες …..και ένιωθε πληρότητα από τη δουλειά του’. Ίσως εκεί να οφείλεται η επιτυχία του βιβλίου στην Ευρώπη και οι μέτριες πωλήσεις του στην Αμερική: η απάντηση στο αμερικάνικο όνειρο να βρίσκεται στην ευτυχία και όχι στην πάση θυσία επιδίωξη της.