Στων λέξεων την παλίρροια (του Γιώργου Κατραούρα)

0
569

του Γιώργου Κατραούρα

Από τον πακτωλό του έργου του Βασίλη Βασιλικού έλειπαν έως τώρα τα ποιήματά του. Τα οποία ήταν παραπάνω από μια δεκαετία εξαντλημένα. Αυτό το κενό κάλυψε η νέα έκδοση του Ιωλκού. Ένα ανθολόγιο, από το πρωτογενές υλικό της ποίησής του. Το έφτιαξε και το επιμελήθηκε ο ακάματος Θανάσης Νιάρχος, σε μια αξιοζήλευτη αισθητικά έκδοση από αυτές που παλιά ήταν ο κανόνας και τώρα αποτελούν η εξαίρεση – έκπληξη του εκδοτικού κανόνα.   

Η ποιητική φλέβα του Βασιλικού έχει φανεί καθαρά μέσα από τον πεζό λόγο που άσκησε. Ήδη με την «Διήγηση του Ιάσωνα» το πρώτο του βιβλίο, δίνει ένα έργο το οποίο ναι μεν γράφεται με τη φόρμα του πεζού αλλά το περιεχόμενό του είναι φλέβα χρυσού από ποίηση, η οποία ρέουσα αφήνει τη γλώσσα να ανασάνει. Και αυτό, εν μέσω μιας ρυτιδιασμένης λογοτεχνίας που προσπαθεί να βρει τον εαυτό της το μακρινό 1953. Αυτή η φλέβα δεν στέρεψε ούτε έσπασε εκεί. Τα πολύτιμα πετράδια που βγάζει, στολίζουν ή άλλες φορές αποτελούν θεμέλιο λίθο στα επόμενα που γράφει.

Στο «Φύλλο» από την θρυλική τριλογία και για πολλούς το καλύτερό του βιβλίο, εκεί για παράδειγμα, η εικονοποιία που δημιούργησε, όταν οι ένοικοι εισέβαλλαν στο διαμέρισμα ανακαλύπτοντας τον κήπο του νεαρού ήρωα. Το κομμάτι αυτό απηχεί μια διάσταση ποιητική που διατρέχει όλο το θέμα του βιβλίου: έναν νέο που καθώς δεν βρίσκει την ποίηση στους ανθρώπους και στο λόγο, στρέφει τις αισθήσεις του, σε ΄να φύλλο το οποίο ως άλλο, alter ego του ήρωα πραγματώνει ό,τι κατά βάθος θέλει εκείνος μα δεν μπορεί ή δεν ξέρει το πώς. Η φύση κυρίαρχη, με αφοπλιστικό τρόπο παρούσα δείχνει πως σοφά ποιημένη δύναται να σώσει μα και να καταστρέψει όσα χρειάζεται. Ό,τι ακριβώς προσπαθεί και ο ίδιος ο άνθρωπος να επιτελέσει εναγωνίως στρεφόμενος με τον κλασικό τρόπο προς αυτήν: γράφοντας και εκδίδοντας ποιήματα, ή να την κακοποιήσει (αυτό βέβαια μπορεί να το κάνει εν αγνοία του) ή να της προσδώσει κάτι προσωπικό και σπουδαίο για να κερδίσει όμως ο ίδιος.

Μην παραβλέπουμε λοιπόν έναν ποιητή επειδή έγραψε πολλή πεζογραφία. Εννοώ πως είναι κάπως ρευστό το τι πραγματικά είναι ποίηση. Στην περίπτωση Βασιλικός, η ποίηση δεν συμπληρώνει το έργο του αλλά το ολοκληρώνει. Του προσφέρει μια ραφινάτη όψη έτοιμη να σου ανοίξει αναγνωστικά ή πολύ περισσότερο αν είσαι μέσα στο κουρμπέτι ως δόκιμος της γραφής, νέους δρόμους – κόσμους. Δηλαδή ας σκεφτούμε ενδεικτικά και τυχαία, ο Αντώνης Σαμαράκης, ο Κώστας Ταχτσής, ο Ε.Χ. Γονατάς, η Νατάσα Κεσμέτη, ο Μήτσος Κασόλας και τόσοι άλλοι, δεν θα ήταν άδικο να έρθει αορασία για το ποιητικό έργο τους; Θα ήταν. Ένα πεζογράφημα μπορεί να έχει πολύ περισσότερη ποίηση από μια ποιητική συλλογή. Και ένας πεζογράφος μπορεί να έχει πολλή καλύτερη ποίηση από κατεξοχήν, καθαρόαιμους ποιητές. Πολλές φορές δεν καθορίζει το μέσο ή ο τρόπος το περιεχόμενο. Το περιεχόμενο στέκεται γερά στα πόδια του, αν έχει γεννηθεί εύρωστο και υγιές και οδηγεί αυτό στον τρόπο σχεδόν τον υπαγορεύει.

Προφανή αυτά που γράφω; 

Διαβάστε λοιπόν για να δείτε την πρακτική εφαρμογή των θεωρητικών αυτών αράδων από τον ίδιο τον συγγραφέα, τα εξής: Ο Άνθρωπος με το άδειο, το γράμμα της Αγάπης, Τ’ Αγγέλιασμα, τον Ασβό, την Ατέλειωτη επιστολή, το Βραχιόλι και φυσικά Τη Διήγηση του Ιάσωνα, αυτά τα ολίγα για ξεκίνημα.

Τα ποιήματα αυτά, δεν έχουν γεράσει το μόνο που μας θυμίζει την ηλικία τους και περισσότερο σε αυτά της δεύτερης περιόδου Ποιήματα της Αυτοεξορίας [1967-1973] είναι το πολιτικό στοιχείο. Που όμως δεν εμποδίζει να βγουν στίχοι όπως αυτοί:

              19

Γι’ αυτό θα έρθω.

Σύνθημα: η Aγάπη.

Παρασύνθημα: η Ειρήνη.

Αλλά για να σε φτάσω

θα πρέπει 

να σκοτώσω το φρουρό.

Δείγμα λοιπόν που δείχνει άψογα να εναρμονίζεται στον συμφυρμό του, το κοινωνικοπολιτικό στοιχείο με το κομμάτι του έρωτα. Ωστόσο τα καλύτερα είναι τα πρώτα. Πιο λυρικά, πιο ζέοντα, ακόμα και σήμερα έχουν μια αυτοτέλεια αξιοζήλευτη. Αυτά τα ποιήματα θα τα λιμπίζονταν και οι φτασμένοι ποιητές. Κι όμως ένα εφηβάκι, ένα παιδί που ήταν άσπρος καμβάς στα δεκατέσσερά του μόλις, γράφει:

Κι ας μη νομίζουμε πως είμαστε μεγάλοι,

τρανοί, υπερκόσμιοι κι αθάνατοι ποιητές.

Περνούμε εμείς έρχονται πίσω άλλοι

κι όλοι μας είμαστε φτωχοί τραγουδιστές.

Ένα απόσπασμα, η πρώτη στροφή από το εναρκτήριο ποίημα, Εισαγωγή γραμμένο το 1948.

Ενδιαφέρον όμως έχει το ποίημα Επίλογος, από την πλακέτα Συνάντηση με τον ήλιο, εκδόσεις 8½, 1972

Κι ωστόσο δεν υπάρχει ποίηση

εκεί που δεν υπάρχει ελπίδα.

Όλοι οι μεγάλοι ποιητές

ήταν μεγάλοι αισιόδοξοι

που γνώριζαν επακριβώς

το μήκος κάθε τούνελ,

το μήκος κάθε μοναξιάς.

Δεν είναι ποιήματα του Ρίτσου της πεζογραφίας ή ποιήματα με τη βούλα του brand name «Βασίλης Βασιλικός» αυτά θα ήταν εύκολα λόγια. Είναι ποίηση ειλικρινής που αγωνιά μέσα σε κόσμο που αλλάζει επικίνδυνα τότε όπως και τώρα να βρει μανιωδώς αυτός που την γράφει, την αλήθεια αλλά και αποδέκτες κι ας διαπιστώνει:

                     

                  20

Κι είναι πια τα ποιήματα 

δίχως αποδέκτες,

καθώς πειρατικός σταθμός

που για ν’ αποφύγει

τη σήμανση της ραδιονομίας

χάνει, και τους λίγους που είχε,

ακροατές.

Εβδομήντα συν ένα χρόνια από το 1949, που στην εφημερίδα Μακεδονία δημοσίευσε «το χιονισμένο γιασεμί»,[1] αυτό το γιασεμί έχει κρατήσει (πραγματικά περίεργο), την ευωδιά, το έντονο άρωμά του μέχρι σήμερα. Και ευτυχώς, ευτυχώς για μας, δεν έχει ακόμα μαραθε

               

                Στο χαρτί μου…

Στο χαρτί μου σχεδιασμένο ένα καράβι

όλο λέει να ταξιδέψει.

Μα πνιγμένο μέσ’ στων λέξεων την παλίρροια

πώς μπορεί;   

(μικρό διαμάντι της πρώτης περιόδου, που δεν ανθολογήθηκε)

[1]: πληροφορία αντλημένη από την σελίδα 21 του βιβλίου Γιώργος Γιάνναρης, Βιβλιογραφία Βασίλη Βασιλικού 1949 -1982, Δωρικός, 1984

Προηγούμενο άρθροVita Nova (του Θανάση Μήνα)
Επόμενο άρθροΤο αλυσοδεμένο φάντασμα (του Γιώργου Μ. Χατζηστεργίου)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ