της Βαρβάρας Ρούσσου
O πλέον μακροσκελής τίτλος ελληνικού μυθιστορήματος είναι ταυτόχρονα και ένας από τους πλέον αναγνωστικά προκλητικούς. Η ανάλυσή του θα μπορούσε ακόμη και να παραμείνει στην αρχική «συντομογραφία» του κυρίως τίτλου: «Στοχασμοί για την κοινότητα». Τίτλος και υπότιτλος αποτελούν το σημείο εκκίνησης που θέτει το κρίσιμο ειδολογικό αλλά και πρακτικά αναγνωστικό ερώτημα πώς στοχασμοί φαίνονται να συνιστούν τον κύριο κορμό σε μυθιστόρημα, πώς δηλαδή αφηγηματοποιούνται στρέφοντας, πάντα κατά τον τίτλο, το κύριο βάρος του είδους «μυθιστόρημα» στο στατικό χαρακτήρα των στοχασμών, ίσως μάλιστα αρμοστό με το είδος ποίησης. Ακόμη παραμένοντας στον κύριο τίτλο αυτόματα τίθεται το επόμενο ερώτημα: για ποια κοινότητα πρόκειται, τέτοια που το οριστικό άρθρο «την» παραπέμπει σε γνωστή συνομάδωση με όποια γνωρίσματα προϋποθέτει μια κοινότητα.
Ο επίσης μακροσκελής υπότιτλος δηλώνει το αντικείμενο των στοχασμών και τη συνθετότητα του εγχειρήματος: η Ζωή, η Ζωή μετά τη Ζωή, η Αγάπη και έως εδώ βρίσκουμε κάποιες από τις πλέον μη ελεγχόμενες έννοιες ως κλειστούς/ολικευτικούς ή ακόμη και πρόχειρους ορισμούς, και πάντως βρίσκει βάση η υπόνοια για μια χριστιανικού υπόβαθρου πραγμάτευση που προκύπτει από τη μεταθανάτια ζωή και την Αγάπη. Θα διαψευστούμε ωστόσο στην ανάγνωση αφού πρόκειται για στοχασμούς που οδηγούν πολύ πιο πέρα. Τα πράγματα συσκοτίζει το Άνοιγμα και το Δοχείο στο έδαφος σημειωτέον όλα τα ουσιαστικά, όπως και στο βιβλίο, με κεφαλαίο αρχικό.
Οι συστηματικοί αναγνώστες πεζογραφίας είναι εξοικειωμένοι με υβριδικά μυθιστορήματα ή μυθιστορήματα τεκμηρίου γενικά non fiction novel και στη μεταμυθοπλασία. Πόσο αυτό το μυθιστόρημα του Θωμά Συμεωνίδη είναι υβριδικό, είναι μετά-fiction; Οι απαντήσεις μας οδηγούν σε θεωρητικούς δαιδάλους και ερωτήματα. Αυτό το ίδιο το μυθιστόρημα αποτελεί ένα εργοτάξιο ερωτημάτων.
Ας επιχειρήσουμε να ξεκινήσουμε κλασικά: με τους χαρακτήρες και την πλοκή.
Ποια είναι τα πρόσωπα στο βιβλίο; Ο Νταζάιν, η αφηρημένη χαϊντεγκεριανή έννοια με ρίζες στον Χέγκελ που προσωποποιείται και σωματοποιείται αποκτώντας εκείνα του γνωρίσματα του σύγχρονου νέου άντρα επιφορτισμένου με ένα χρέος σχεδόν σωτηριολογικό, τη διάσωση της κοινότητας καθώς του ετάχθη από τον πατέρα του Νιλ πρώτο βασιλιά και σωτήρα-ειρηνοποιό, σχεδόν ιδρυτή της κοινότητας. Ο Νιλ δεν είναι πατέρας Θεός και ο Νταζάιν δεν είναι Ιησούς και ο βασικός πρωταγωνιστής του Χάιντεγκερ και των Στοχασμών, ο/το νταζάιν δε γνωρίζει, αφήνεται στην τύχη και το άγνωστο και ο Συμεωνίδης δεν ξαναγράφει την Καινή Διαθήκη αν και θα μπορούσε αυτό το βιβλίο να θεωρηθεί ένα είδος Διαθήκης ή μια σχεδόν προφητική εξιστόρηση του ή διερώτηση περί του μέλλοντος μας. “τα μέλη της κοινότητα τον βλέπουν να περιφέρεται γεμάτος αγωνία» (σ.15) και «Ο Νταζάιν αισθάνεται σε αναμονή.» διαβάζουμε σχεδόν στα μισά του βιβλίου (σ. 151) και «Μεγαλώνει ο Νταζάιν[…] Είναι ο μόνος που μεγαλώνει στην Κοινότητα; Ας πούμε πως ναι, ας πούμε ότι είναι πιο κοντά στον άνθρωπο από αυτή την άποψη». Ερώτημα λοιπόν: τι είναι ο Νταζάιν και τα λοιπά μέλη; Το αντιλαμβανόμαστε σταδιακά κατά την ανάγνωση αλλά και πάλι πόσο μπορούμε να είμαστε βέβαιες σε ένα ρευστό έδαφος το οποίο σκόπιμα υποβάλλεται στο βιβλίο; Χαρακτήρας του βιβλίου και η Γκρέις (η Χάρις) η σχέση του Νταζάιν που θα μπορούσε να τον προσγειώσει στα μέτρα ενός κοινού θνητού, ενός μέλους της κοινότητας αλλά δεν το καταφέρνει καθώς η ιδιοσυγκρασία του Νταζάιν οι σκέψεις του, δεν επιτρέπουν την προσαρμογή του «δεν μπορεί να δίνει περιεχόμενο στο κενό ο Νταζάιν» (σ. 152). Ο σχεδόν αντίποδας του Νταζάιν είναι ο Σουπρίμους, όμοιος με μοντέλο, ημίγυμνος «μια εικόνα της τελειότητας». Είναι επίσης ενσάρκωση ιδεών και θέσεων αυτή τη φορά του Καζιμίρ Μάλεβιτς. Για τον Σουπρίμους γίνεται εκτενής αναφορά γιατί σχετίζεται με τον/τους αλγόριθμους που ρυθμίζουν την κοινότητα. (σ. 57-58 και σ. 60-62). Ένα βασικό δομικό στοιχείο του βιβλίου εισάγεται εδώ και είναι η αντίθεση που εδώ θεματοποιείται στους δύο χαρακτήρες ως Πνεύμα-Σώμα. Ο Συμεωνίδης χρησιμοποιεί μια σειρά αντιθέσεων για τη σύνθεση της κατασκευής του, στο πλαίσιο μιας διαλεκτικής και τέτοιες άλλες αντιθέσεις θα αναφέρω παρακάτω.
Άλλοι ήρωες πάρα πολλοί περνούν χάνονται και επανέρχονται στο βιβλίο όλοι με ονόματα που σημαίνουν και η πλειονότητά τους με μια ιδιότητα επάγγελμα ή γνώρισμα του χαρακτήρα τους. Πόσο αυτή η ιδιότητα επηρεάζει την πορεία τους στην κοινότητα; Δε νομίζω ότι απαρέγκλιτα ακολουθούν αυτό το γνώρισμά τους που μπορεί να λειτουργεί και ειρωνικά. Η ονοματοδοσία φαίνεται άλλοτε τυπική δάνειο από την πραγματικότητα (ο Μποτ, ο Έρορ) άλλοτε ειρωνική (ο Φλουπ. ο Φλοπ) άλλοτε σημαίνει (ο Γιουθ). Η διαπλοκή μελών της Κοινότητας με μια σειρά προσώπων υπαρκτών καλλιτεχνών και λογοτεχνών δεν είναι πάντοτε εμφανής αλλά και όταν είναι σαφής και ρητή η σύνδεση τίθεται το ερώτημα: Ποιο είναι το σκεπτικό της διαπλοκής αυτής; Πάντως τρεις διαρκώς επανερχόμενοι χαρακτήρες είναι ο Φιλόσοφος Σοπ (Σοπενάουερ), ο αρχιτέκτονας Ρεμ (από τον αρχιτέκτονα Ρεμ Κουλχάας) και ο γιατρός Μορέλ (εδώ πιστεύω στα δικά μου πεδία από τον εμβληματικό Κασάρες και το βιβλίο του Η εφεύρεση του Μορέλ. Γιατί εδώ υποθέτω και μια μακρινή αρχική πηγή ή συγγένεια του βιβλίου του Συμεωνίδη αφού ο Κασάρες τοποθετεί τον ήρωα του σε ένα απομονωμένο νησί όπου όμως υπάρχει ήδη μια έτοιμη μικρο-κοινότητα από ολογράμματα-αν και οι χαρακτήρες των Στοχασμών δεν είναι ακριβώς μηχανικές ψηφιακές κατασκευές εφόσον έχουν προεξέχοντα συχνά ανθρώπινα στοιχεία). Μένω επίσης στην Νεολαία που σχεδόν εκπροσωπείται από τον Γιουθ, ο οποίος θα παίξει ρόλο αργότερα, μια ομάδα μελών με ιδιαίτερη δυναμική γύρω από την οποία ήδη τίθεται το διαρκές κομβικό ερώτημα που ξεπερνά το βιβλίο: «τι μπορεί να κάνει η νεότερη γενιά ή τι οφείλει, αν οφείλει να κάνει».
Σε μεγάλο βαθμό οι χαρακτήρες αποτελούν σωματοποίηση ιδεών και μετάβαση από το χώρο της σκέψης στο χώρο της πράξης δηλαδή της ανθρώπινης ζωής σε διαφορετικές διαστάσεις της. Εμφανέστερο παράδειγμα φυσικά ο Νταζάιν όπου η σύνδεση ρητή είναι πέρα από το τόσο χαρακτηριστικό όνομα στο κεφάλαιο με τις αναφορές στον Χάϊντεγκερ όταν ο αφηγητής ψυχογραφεί τον Νταζάιν τις επιθυμίες του και τις σκέψεις. «So much of philosophy is fiction» ξεκινά το βιβλίο του Philosophy and the form of fiction o William Gass.
Ας δούμε τώρα κάπως την πλοκή: Η εξαιρετικά σύνθετη μυθοπλασία ξεπερνά το γραμμικό ορθολογικό πλαίσιο, παρουσιάζει μια διαπερατότητα, ευκαμψία με έναν ανοιχτό κορμό που διακλαδίζεται διαρκώς και που σαφώς ανατρέπει τις προσδοκίες και τις κλασικές συμβάσεις του μυθιστορήματος. Έχει νόημα να σκεφτούμε τι είδους συμβάσεις τοποθετούν τους Στοχασμούς στον αντίποδα ενός μυθιστορήματος όπως το ξέρουμε. Μια αχρονική κοινότητα αποτελούμενη από μέλη με παράξενα ονόματα που παραπέμπουν σε υπαρκτά πρόσωπα ή καταστάσεις έχει ιδιότητες, οργάνωση, ζωή που άλλοτε γίνονται απόλυτα κατανοητά από τον αναγνώστη άλλοτε αφήνονται στη ρευστότητα και το άγνωστο. Σημειωτέον ότι η αναφορά στην «εποχή» στον τίτλο δε συνεπάγεται ιστορικοποίηση της αφήγησης. Τα στοιχεία της ιστορίας και της λειτουργίας της κοινότητας βρίσκονται διάσπαρτα. Η ουσία της αφήγησης δεν είναι η εξιστόρηση του παρελθόντος, που σαφώς αποδεικνύεται ότι έχει τη βαρύτητά του. Το ειδικό βάρος δίνεται στο μέλλον των χαρακτήρων και της κοινότητας χωρίς να υπάρχει ένα οριστικό κλείσιμο/τέλος αλλά όλα αυτά ενσωματώνουν, συμπυκνώνουν βασικά ερωτήματα της ανθρώπινης κοινωνίας. Ουτοπία, ευτοπία ή δυστοπία η κοινότητα που πλάθει ο Συμεωνίδης; Ποια σχέση μπορεί να έχει με το υποδειγματικό πλατωνικό exemplum η μυθοπλαστική αυτή κοινότητα που ωστόσο δεν είναι η ιδανική πολιτεία; Για ποιο λόγο κοινότητα και όχι πολιτεία; Η αλλαγή του κέντρου βάρους αλλάζει την υφή των στοχασμών που παράγονται; Το ότι δεν είναι τέλεια και υπάρχουν συγκρούσεις διαφορετικών ποιοτήτων είναι προφανές. Γιατί δεν υπάρχει ελπίδα προόδου ή αλλαγής αν δεν υπάρξουν διαμάχες. Ποια πρόοδο οραματίζεται ο αφηγητής για την κοινότητά του ποια τα μέλη και τι τελικά συμβαίνει; Η κοινότητα των Στοχασμών άλλοτε παρουσιάζεται ασφυκτική ανακαλώντας φανταστικές παρόμοιες πόλεις – την κοινότητα της Μπουραζοπούλου στη Γυναίκα του Λωτ αλλά και η το Η ενοχή της αθωότητας με την παρουσία του καλλιτέχνη και του διανοούμενου-. Άλλοτε την αίσθηση οικειότητας με τα μέλη της κοινότητας που αποκτάται στην ανάγνωση τη διαδέχεται η ανοικειότητα εισάγοντας μια ακόμη αντίθεση.
Είναι η κοινότητα ο ουσιαστικός πρωταγωνιστής του βιβλίου; Κοινότητα μέσα στην κοινότητα, αντικείμενα και πρόσωπα που υπάρχουν και δεν υπάρχουν που έχουν σταθερά γνωρίσματα αλλά ασταθή υπόσταση (ακόμη μια αντίθεση), που έχουν πεθαίνουν αλλά ξαναβρίσκονται στη ζωή της κοινότητας και πιθανόν με τη λήθη του παρελθόντος και του θανάτου τους (σ. 139 ο Επιχειρηματίας Τζώρτζ) οπότε μια άλλη αντίθεση αναφαίνεται ζωή-θάνατος. Έτσι συμβαίνει με τον Νταζάιν(2) που επανέρχεται (σ. 267). Επανέρχονται όμως και άλλα σημαντικά πρόσωπα του μυθιστορήματος δημιουργώντας συναισθήματα που εντέλει συμπυκνώνονται στην κίνηση της αγάπης (με πλάγια γραφή). Πρόκειται εδώ για μια έννοια που, χωρίς να το αναμένουμε ξεκινώντας να διαβάζουμε το βιβλίο, αποδεικνύεται κομβική στο τέλος του.
Η απορία, γιατί το βιβλίο διαβάζεται απορηματικά με την έννοια τόσο της άγνοιας όσο και του υποστρώματος που οδηγεί στους στοχασμούς, η πολυπλοκότητα η συνδυαστικότητα της σύνθεσης είναι βασικά γνωρίσματα του βιβλίου. Πρόκειται για ένα εγχείρημα που μου έδωσε στη διάρκεια της ανάγνωσης την αίσθηση μιας μουσικής σύνθεσης όπου τα όργανα και οι φωνές διαπλέκονται στη βάση ενός σχεδίου. Η λέξη ας εκληφθεί με τη διπλή σημασία της ως προσχέδιο, προετοιμασία, σκέψη εκ των προτέρων και ως απεικόνιση στο χαρτί, όχι όμως ως αναπαράσταση. Εν προκειμένω το σχέδιο με τη σημασία της σχεδίασης είναι παρόν στην αρχή του βιβλίου και θέτει το πλαίσιο τόσο για την κοινότητα που σχεδιάζει ο συγγραφέας και για τους στοχασμούς του τίτλου όσο και για την ανάγνωση. Συνεπώς το σχέδιο είναι ένα νήμα ή αλλιώς μια έννοια που συνδέει συγγραφέα βιβλίο αναγνώστη.
Δομικά το βιβλίο χωρίζεται σε δύο άνισα μέρη: στο πρώτο η κοινότητα διάγει παρά τις διαμάχες των μελών της περίοδο ειρήνης μετά τον αρχικό της κλυδωνισμό. Στο δεύτερο έρχεται η κορύφωση της σύγκρουσης με την εμφάνιση του Ζακ/Τζακ Πρίμπορ και τη δυναμικότερη παρουσία τώρα του Σουπρίμους στην πλοκή. Η κοινότητα οδηγείται σε καταστροφή και ανασύσταση. Οι συσχετισμοί και οι προτεραιότητες μοιάζουν να αλλάζουν. Τι έχει μεταφερθεί από την παλιά ζωή; Τι πρέπει να διατηρηθεί, εάν πρέπει.
Τρία διακριτούς βασικούς τρόπους αφήγησης αντιλαμβάνομαι στο βιβλίο που ωστόσο γίνονται ορατοί αφού προχωρήσει η ανάγνωση οπότε και εντοπίζονται οι τεχνικές συγγραφής, οι ραφές του βιβλίου.
(1)Επεισόδια μεταξύ των ηρώων της κοινότητας, (2) παρεκβάσεις που εκκινούν από τα επεισόδια ή τα προεκτείνουν, (3) στοχασμοί για βασικά θέματα, όπου μπορεί και να εμφανιστεί σε ένα είδος autofiction ο ίδιος ο αφηγητής αν θέλετε ο ίδιος ο Συμεωνίδης. Γιατί ο τρόπος που εκτίθενται κάποια μέρη φέρνουν στην επιφάνεια στοιχεία του συγγραφέα που σχεδόν επιδιώκει να ταυτιστεί με τον αφηγητή και μάλιστα μας παρέχει στοιχεία του σχεδιασμού όταν το βιβλίο είναι ακόμη εργοτάξιο: «Ρώτα, κοίτα» σημειώνει σε μια προτροπή για στοχασμό. Και εδώ αποκαλύπτει τις αρχικές ραφές, ίχνη της πράξης της σύνθεσης-γραφής. Η υψηλού βαθμού πληροφοριακότητα που εντάσσεται στο βιβλίο, το πραγματολογικό υλικό που ακροβατεί σε μια ισορροπία δύσκολη που συχνά θα υποχρεώσει τον αναγνώστη να καταφύγει στο γκουγκλάρισμα είναι μια από τις καταστατικές αρχές του βιβλίου. Ο τρόπος που ενσωματώνεται η πληροφορία και το είδος της δεν καταλήγουν ξένο σώμα αν και δίνουν την εντύπωση παρεκβάσεων που εμβολίζουν την πλοκή τη στιγμή που πάει να εκδιπλωθεί δίνοντας χώρο -χρησιμοποιώ κυριολεκτικά και μεταφορικά τη λέξη- στο άγνωστο. Όλα αυτά εντείνουν αφενός την πολυπλοκότητα του βιβλίου, καταστατική αρχή, αφετέρου υποσημειώνουν την έννοια του άγνωστου και της έλλειψης γνώσης, «περί της τυφλότητας που συνεπάγεται η μη γνώση» σε μια διαρκή διελκυστίνδα σταθερότητας (οι κλασικές συμβάσεις, η γνωστή κοινότητα, πρόσωπα/χαρακτήρες) και αποσταθεροποίησης (όλα τα παραπάνω μπορούν να αμφισβητηθούν), ακόμη μια αντίθεση. Διαρκώς τίθεται λοιπόν το ερώτημα για το «μεταμυθοπλαστικό παράδοξο».
Θα δώσω παραδείγματα για τις τεχνικές που προανέφερα:
-για τα επεισόδια που συχνά αφορούν σε ερωτικές σχέσεις (π.χ. σ. 67)
-για τις παρεκβάσεις αναφέρομαι στις σελίδες 147-151 διότι αποτελούν χαρακτηριστικό παράδειγμα. Η αναφορά στην υπόθεση του τάφου του Μάλεβιτς επιτρέπει την ενσωμάτωση τεκμηρίων που εδώ είναι εκτενής αλλά συμβαίνει και σε άλλες περιπτώσεις όπως στη «μονομαχία Φαρενάϊτ-Σουπρίμους», οι αναφορές του Όρπεν, απεσταλμένου καλλιτέχνη στον Α΄ Παγκόσμιο.
-για τους στοχασμούς όπου αποκαλύπτεται ο αφηγητής με απεύθυνση στον εαυτό του σε β΄ ενικό. «Μέσα σε όλα αυτά μια δική σου ανάμνηση» (σ. 250): η επίσκεψη στο κοιμητήριο για να βρει τον τάφο της φωτογράφου και συγγραφέως Αλίξ Κλεό Ρουμπώ. Σημαντική και αγαπημένη για μένα- η ενότητα «Είδες το Μαύρο Τετράγωνο για πρώτη και μοναδική φορά στη ζωή σου» (σ. 262). Εδώ επαναλαμβάνεται η χωρικότητα με στοιχεία τοπογραφίας του Παρισιού επαναλαμβάνοντας την αντίθεση συγκεκριμένο/πραγματικό-αόριστο/μη φανταστικό όπου το δεύτερο παραπέμπει στην κοινότητα.
Ο αφηγητής όχι μόνο σε αυτές τις παρεκβάσεις αλλά και αλλού δεν είναι κρυμμένος και απρόσωπος αντίθετα αποκαλύπτει το ρόλο του ως τέτοιου και συχνά εμφανίζεται λέγοντας είπαμε, αναφέρθηκε κλπ. Δυναμικότερη παρουσία όταν μεταστρέφει την πλοκή με την επαναφορά του Νταζάιν λέγοντας: «Ναι, είναι ο Νταζάιν(2), για αυτό μην έχετε καμία αμφιβολία, είναι μια δική μου σχεδιαστική επιλογή, σύμφωνη με την πλοκή, σύμφωνη με τους στοχασμούς που είναι αυτό εδώ το μυθιστόρημα». (σ. 267).
Μένω ακόμη σε, κατά τη γνώμη μου, κρίσιμες ενότητες: ο λόγος για το Άνοιγμα συμπλέκεται με λόγο περί επιθυμίας σε μια ενότητα εκπληκτικού στοχαστικού λυρισμού που θέτει όχι το ερώτημα για τους λόγους περί επιθυμίας αλλά για αυτούσια θα έλεγα αρχετυπική μορφή της. Κεφάλαιο περί αγάπης: μια πυρηνική έννοια με της οποίας την αίσθηση ουσιαστικά τελειώνει το βιβλίο. «Αυτή είναι η φωνή ενός μέλους της κοινότητας»: όπου η δομή και στοιχεία λειτουργίας της κοινότητας δίνονται εκ των έσω. Σε αυτή την ενότητα ο Συμεωνίδης παραχωρεί τη φωνή του αφηγητή στο μέλος έχοντας ετοιμάσει το έδαφος: «τι σήμαινε τελικά αυτό το απλά;» διερωτάται στην προηγούμενη ενότητα και ως συνέχεια δίνει την αφηγηματική σκυτάλη στο απλό μέλος. Αποδεικνύει εδώ όπως και σε άλλα σημεία όταν αφηγείται επεισόδια της ζωής των μελών την ικανότητα να προσαρμόζει τη φωνή επενδύοντας με αληθοφάνεια την αφήγηση. Στα σημεία πάλι αυτό-μυθοπλασίας ή αν προτιμάμε προσωπικών σημειώσεων ο χαμηλός σχεδόν εσωτερικός τόνος αποκαλύπτει την τεχνική ικανότητα του συγγραφέα στο να πλάσει και να μεταπλάσει λογοτεχνικά τις ιδέες. Γιατί θεωρώ ότι ένας από τους στόχους του βιβλίου είναι και αυτός: το πώς η θεωρία/θεωρίες γίνονται ή και όχι πράξη/πράξεις και αν ναι ποιο αποτέλεσμα είναι δυνατόν να υπάρξει.
Γιατί υβριδικό μυθιστόρημα λοιπόν οι Στοχασμοί έγινε ήδη αντιληπτό αλλά δεν είναι μόνο οι τεχνικές αφήγησης που τον εντάσσουν στα υβριδικά. Υπάρχει μια συναρμογή αρχιτεκτονικής, εικαστικών τεχνών, και λιγότερο ποίησης (Μίλτον) και βέβαια φιλοσοφίας. Ο τρόπος που τα γνωστά στον Συμεωνίδη αυτά πεδία εντάσσονται στο βιβλίο συντελεί όχι μόνο στην ενίσχυση του υβριδικού του χαρακτήρα αλλά και στην αίσθηση της αρχιτεκτονικής κατασκευής, παρότι ίσως ο συγγραφέας να έχει επιδιώξει εμπρόθετα δηλαδή την αναρχιτεκτονική κατασκευή.
— αρχιτεκτονική -ήδη ανέφερα το σχέδιο- που ενσαρκώνεται από τον αρχιτέκτονα Ρεμ και μια σειρά παράλληλες αναφορές στην αρχιτεκτονική και σε εμβληματικούς αρχιτέκτονες. Παραπέμπω επίσης στις σκέψεις της φωνής εκφοράς για την αρχιτεκτονική της κοινότητας που εντέλει χαρακτηρίζει το όλο οικοδόμημα του βιβλίου και χρησιμοποιώ εσκεμμένα τη λέξη: από την πραγματική δόμηση της κοινότητας έως την παρουσία, σκέψη, δράση των χαρακτήρων. Δεν είναι απόλυτο ότι αυτό χαρακτηρίζει κάθε μυθιστόρημα στο βαθμό που αναγνωρίζεται στους Στοχασμούς για την κοινότητα. Η φανταστική κατασκευή λοιπόν τεκμηριώνεται αρχιτεκτονικά. Προηγείται της ανάγνωσης και συνδέεται άρρηκτα μαζί της το σχέδιο του Συμεωνίδη που εισάγει τη χωρικότητα της κοινότητας στην οποία οφείλουμε να ανατρέχουμε διαβάζοντας το βιβλίο. Ωστόσο, η κοινότητα, μας το υπενθυμίζει αυτό συχνά ο Συμεωνίδης, διοικείται πέρα από την Αρχή και από αλγόριθμους στοιχείο και αυτό από το χώρο του φανταστικού στη λογοτεχνία αλλά και από τους στοχασμούς για την αλγοριθμοποίηση της ζωής μας.
Η αρχιτεκτονική αυτής της κοινότητας παράγει έναν κόσμο αναφοράς ώστε να συγκεκριμενοποιηθούν γενικές έννοιες, οπότε περνάμε στο χώρο της φιλοσοφίας.
–Η φιλοσοφία είναι παρούσα ρητά και υπόρρητα. Από το όνομα του κύριου χαρακτήρα Νταζάιν τη φιλοσοφική έννοια που ανάγεται στον Χέγκελ, έως την ίδια την κοινότητα που είναι μια πολιτεία που παραπέμπει στον Πλάτωνα.
Μέλος της κοινότητας είναι και ο φιλόσοφος Σοπ μια μορφή που αποδίδεται ειρωνικά και μαζί τρυφερά και συμπυκνώνει εκείνα τα γνωρίσματα που αποδίδουμε μάλλον στερεοτυπικά σε ένα φιλόσοφο. Η φιλοσοφία ωστόσο δε σταματά εδώ επειδή πολιτική και αισθητική ως μέρη της διασταυρώνονται διαρκώς με την καθαρή πλοκή. Οπότε, στη δική μου ανάγνωση το βιβλίο συνιστά και την αρχιτεκτονική του μυθιστορήματος, όχι όμως ελέγχοντας ως φιλολογική μελέτη το είδος αλλά ανατρέποντάς το. Με τον υβριδικό χαρακτήρα, με τον καταιγισμό ερωτημάτων που τίθενται χωρίς να τίθενται καθαρά όπως σε ένα μελέτημα αλλά πότε μέσω δράσης των χαρακτήρων και πλοκής πότε μέσω στοχασμών. Σε αυτό το σημείο ανατρέχουμε και πάλι στον Γκας και στο βιβλίο του.
Αξίζει να ανατρέξουμε, στις πρώτες σελίδες κιόλας του βιβλίου, στην ιστορία της δημιουργίας της κοινότητας που προέκυψε από μια άλλη κοινότητα σχεδόν εξω-ανθρώπινη. Ο σχεδιασμός της έγινε από τον φιλόσοφο Τίνγκερ με στόχο τη δημιουργία ενός Θεού που όμως αποτυγχάνει. Στην περίπτωση ματαίωσης των σχεδίων του το ποιο στοιχείο θα μείνει ζωντανό έχει ιδιαίτερη σημασία διότι μεταστρέφει την μορφή της κοινότητας: Εντέλει κυβερνομηχανές και έννοιες αφηρημένες ανθρωποποιούνται και άτομα απρόσωπα αποκτούν πρόσωπο. Ποιος είναι ο Θεός και πού είναι; Τι κάνει ο φιλόσοφος που σώθηκε και τι κάνει η μηχανή; (αυτό το τελευταίο λειτούργησε σχεδόν προφητικά και επικαιροποίησε το μυθιστόρημα που μεταξύ άλλων πραγματεύεται και ένα ερώτημα σημερινό). Η αυτονόμηση της ΤΝ Σουπρίμους βάσει του σχεδίου του φιλοσόφου Τίνγκερ και η κατατρόπωσή του από το ανθρώπινο μέρος της κοινότητας από τον βασιλιά της κοινότητας Νιλ, πατέρα του Νταζάιν, που επιλέγει να θυσιαστεί απαντά στο ερώτημα πώς ο άνθρωπος διαχειρίζεται το κρίσιμο ερώτημα του σήμερα για την ΤΝ. Η ΤΝ Σουπρίμους υποτάσσεται. Τον πόλεμο αυτό διαδέχεται η τέχνη στην ειρήνη για να επανέλθει, στο δεύτερο μέρος του βιβλίου και πάλι ο πόλεμος. Οπότε ένα νέο δεδομένο εμπλέκεται στην πλοκή. Τέχνη και αισθητική.
–Από τη στιγμή που αισθητικά αντικείμενα εισάγονται στην κοινότητα εισάγεται η τέχνη και η αισθητική. Η εκκίνηση από τον Μάλεβιτς και τον άξονα του Μάλεβιτς που αποτελεί την αφορμή να γίνει λόγος για το μαύρο τετράγωνο, αντικείμενο πολλαπλά σημαντικό στο βιβλίο. Η αισθητική αποβαίνει συνάρτηση της πολιτικής στην κατασκευή της κοινότητας και δεν είναι απλώς ο κλάδος της φιλοσοφίας σε θεωρητικό επίπεδο αλλά κατάσταση της ύπαρξης και συνεπώς εισάγεται στο μυθιστόρημα ως ενεργό στοιχείο. Η τέχνη εισέρχεται επαναληπτικά στην αφήγηση όπως και οι προβληματισμοί για την τέχνη: στην ενότητα όπου για τον Ρίχτερ και ιδίως οι στοχασμοί για το αυθεντικό, το πρωτότυπο και το αντίγραφο (σ. 253). Συνεπώς, η αυθεντικότητα και η πρωτοτυπία είναι επίσης ένας προβληματισμός που τίθεται όπως και η έννοια των παρεκβάσεων ή ενθέσεων. Το ζήτημα αυθεντικότητας περνά και αυτό στην αναφορά στον Χάιντεγκερ συνδεδεμένο με την έννοια του φυσικού θανάτου. Το γεγονός ότι ο Νταζάιν δε γνωρίζει εάν έχει πεθάνει, όπως δεν το γνωρίζουμε κι εμείς, εισάγει την έννοια του ά-γνωστου.
Η φαντασία στο βιβλίο του Συμεωνίδη μου φαίνεται ότι λειτουργεί κάπως μπενγιαμινικά: το λογικό-εννοιακό εμπλουτίζεται προκειμένου να προσεγγίζει επαρκέστερα τα πράγματα χωρίς ωστόσο να απορροφά το φαντασιακό απόθεμα εγκλωβίζοντας το σε ολοένα επαρκέστερες εννοιακές κατασκευές. Έτσι με αυτό το στοιχείο η κατασκευή του μυθιστορήματος αποτελεί το ειδικό δηλώνει εκφράζει δίνει ένα περιεχόμενο γνώσης για τα πράγματα προσβλέποντας στο γενικό.
Αυτό που νομίζω ότι φάνηκε από τα παραπάνω είναι ότι ο Συμεωνίδης θέτει ως συνιστώσες του πεζογραφικού λόγου πραγματωμένου σε μυθιστόρημα την αισθητική πολιτική και ηθική διάσταση με έναν ιδιαίτερο, προσωπικό τρόπο διαφορετικό απ’ ό,τι τον γνωρίζουμε ακόμη και στο μοντερνιστικό μυθιστόρημα που δίνει στους Στοχασμούς όχι την υβριδικότητα μόνο αλλά και τον έντονα πειραματικό χαρακτήρα.
Τελικά με τρόπο καθαρό ο Συμεωνίδης δίνει την πολυπλοκότητα/συνθετότητα αλλά και τη σύγχυση του σήμερα. Απορηματικά χωρίς απολυτότητες θέτει το κρίσιμο ερώτημα: οι αλγόριθμοι, η καταστροφή, η πολυμορφία της εξουσίας τα συναισθήματα ποια συνέχεια ή ποιο τέλος μπορεί να έχουν; Τι αξίζει να διαιωνιστεί; Αυτό νομίζω το απαντά: ο καλύτερος εαυτός με συμφιλίωση, φροντιστικότητα, αγάπη. Σε μια κοινωνία που φαίνεται μηχανιστική και δυστοπική η αγάπη και η αλληλοβοήθεια αντί να εκπίπτουν αναδύονται ως κεντρικές έννοιες της ανθρώπινης ζωής.