της Δέσποινας Παπαστάθη
Για τον γέρο που διδάσκει Ιστορία
στη ζωή μόνο το σπέρμα έχει αξία.
Κι εμείς ψάχνουμε γι’ αγάπη,
αλλά βρίσκουμε σατράπη
και καμιά μας δεν γνωρίζει την αιτία.[1]
[…]
Για τον γέρο που διδάσκει Ιστορία
η ζωή είναι γεμάτη δυσπραγία:
ο καθένας που θα ζήσει
δυσκολίες θα γνωρίσει
σίγουρα θα πολεμήσει
κανείς δεν θα βοηθήσει
η καρδιά του θα μισήσει
και ο νους θα αδιαφορήσει
μα κανείς μας δεν γνωρίζει την αιτία.[2]
αναφέρει με περιπαιχτική και αυτοσαρκαστική διάθεση ο Γουίλιαμ Φρέντερικ Κόλερ, «τακτικός, τακτικότατος καθηγητής πανεπιστημίου»[3] κάπου στις μεσοδυτικές πολιτείες των ΗΠΑ, συγγραφέας βιβλίου για το Τρίτο Ράιχ με τίτλο Ενοχή και Αθωότητα στη χιτλερική Γερμανία και πρωταγωνιστής του μεγαλειώδους μυθιστορήματος του Γουίλιαμ Χ. Γκας, Το Τούνελ. O Κόλερ μόλις έχει ολοκληρώσει το βιβλίο, έργο ζωής, και απομένει μια εισαγωγή. Ωστόσο, κάθε φορά που επιδιώκει να τη συνθέσει βρίσκεται μπροστά σε εσωτερικό αδιέξοδο, με αποτέλεσμα αντί για την πολυπόθητη εισαγωγή να γράψει ένα νέο βιβλίο, με θέμα τον ίδιο. Τη στιγμή που ξεκινά τη συγγραφή της προσωπικής του ιστορίας, αρχίζει να σκάβει στο υπόγειο του σπιτιού του ένα τούνελ.
Σε αυτές τις λίγες αράδες συνοψίζεται ο κεντρικός μίτος της αφήγησης του δαιδαλώδους βιβλίου του Γκας. Η φαινομενικά απλοϊκή αυτή ιστορία που αναπτύσσεται σε περισσότερες από εννιακόσιες σελίδες είναι ένα μυθιστόρημα συσχετίσεων, συνθέσεων, μακριά από κάθε μορφής συμβατικότητα ως προς τις ιδέες, τα συναισθήματα, αλλά και τις λέξεις που επιλέγει ο συγγραφέας, με χαρακτήρες απροσδιόριστους που έρχονται σε σύγκρουση με τη λογοκεντρική ερμηνεία και προσέγγιση της Ιστορίας, ένα μυθιστόρημα επιφανειακά χαοτικό, μιας και οργανώνεται συνειρμικά, ενώ μένει τελικά ανολοκλήρωτο.
Ο Γουίλιαμ Γκας (1924-2017), Αμερικανός συγγραφέας φημισμένος για το πειραματικό λογοτεχνικό ύφος και τα δοκίμιά του, διαμορφώνει το μυθιστόρημα αυτό για περίπου τριάντα χρόνια. Το ξεκινά στα μέσα της δεκαετίας του ’60 και το δημοσιεύει το 1995, ενώ έχουν προηγηθεί δημοσιεύσεις αποσπασμάτων σε διάφορα περιοδικά. Ο ίδιος σε συνέντευξή του το 1975 αναφέρει πως Το Τούνελ ήταν το πιο σημαντικό έργο του, καθώς όλα τα προηγούμενα συνιστούσαν απλώς ασκήσεις που τον προετοίμαζαν γι’ αυτό.
Η αφήγηση εξακτινώνεται σε δώδεκα εκτενείς ενότητες –Η ζωή σε μια καρέκλα, Ο Κο σφυρίζει και σηκώνει άνεμο, Δεν έχουμε ζήσει τη σωστή ζωή, Σήμερα άρχισα να σκάβω, Ο Τρελός Μεγκ, Γιατί είναι σημαντικά για μένα τα παράθυρα, Ο πρώτος χειμώνας του έγγαμου βίου μου, Η κατάρα των συναδέλφων, Πέρα δώθε στο σπίτι, Σουσού σε πλησιάζω στα όνειρά μου, Βόλτα στο ποτάμι, Εξόριστος στα όρη της καρδιάς– ενώ οι υπότιτλοι και τα ιδιαιτέρως ευρηματικά τυπογραφικά στοιχεία του κειμένου δημιουργούν πολυάριθμες υποενότητες.
«Το βιβλίο, έγραψα, είναι σαν τράπουλα από παράθυρα: κάθε σελίδα αντιλαμβάνεται έναν κόσμο και λέει μια μοίρα∙ κάθε σελίδα αντικατοπτρίζει, έστω και αχνά, το πρόσωπο του αναγνώστη της και τον κρίνει∙ κάθε σελίδα είναι φτιαγμένη από νου και είναι ο ίδιος νους που αντιλαμβάνεται τον κόσμο απέξω, και είναι ο ίδιος νους που αντικατοπτρίζει έναν κόσμο μέσα, και είναι ο ίδιος νους που στέκεται διάφανα ανάμεσα στην αντίληψη και στην αντανάκλαση, στην ενοποίηση και στον διαχωρισμό, παίζοντας διπλό παιχνίδι».[4]
Πράγματι οι κύριες ενότητες του μυθιστορήματος θυμίζουν παράθυρα με θέα την Ιστορία της Γερμανίας και της Αμερικής κατά τον 20ο αι., έργα της παγκόσμιας λογοτεχνίας και διανόησης, αλλά και τα άδυτα της ανθρώπινης ψυχής. Ο ήρωας του Γκας, ο Κόλερ, γράφοντας την ιστορία του Τρίτου Ράιχ και την αυτοβιογραφία του επιδιώκει να κατανοήσει το τραύμα ενός πολέμου και συνάμα το τραύμα των επιθυμιών, των ηδονών και των πόνων βιωμένων από την παιδική ηλικία έως την ενηλικίωσή του. Θέτοντας σε κίνηση τα γρανάζια της μνήμης, ο Κόλερ αναμοχλεύει γεγονότα και καταστάσεις της παιδικής του ηλικίας που συνέβαλαν καθοριστικά στη διαμόρφωση της προσωπικότητας και της στάσης του έναντι στην πραγματικότητα. Η αλκοολική μητέρα, ο αυταρχικός πατέρας, η αρρώστια, ο θάνατος, η καταπιεσμένη σεξουαλική επιθυμία, η αγωνιώδης αναζήτηση διεξόδου στην αποπνικτική οικογενειακή καθημερινότητα συνθέτουν το πορτρέτο του αφηγητή-ήρωα. Οι μνήμες του Κόλερ από την οικογένεια του θα μπορούσαν να συνοψιστούν στην περιγραφή του οικογενειακού φωτογραφικού άλμπουμ ως τον ταφικό χώρο όσων θυμάται με οδύνη.
«Όταν ήμουν παιδί άπλωνα μια κουβέρτα από το κεφαλάρι του κρεβατιού μου και παρίστανα ότι το σκοτάδι της με προστάτευε από κάθε άλλο σκοτάδι: από το σκοτάδι που υπήρχε σε ντουλάπες, συρτάρια, τσέπες, δάση, υπόγεια, νυχτερινούς ουρανούς, σπηλιές. Τώρα έχω τραβήξει αυτά τα σεντόνια γύρω μου σαν να φοβάμαι τον μπαμπούλα. Και εδώ φτιάχνω την κινηματογραφική ταινία του κορμιού σου, ανάσα την ανάσα. […]
Το χάος θα μπορούσε να είναι μια κουκούλα φωτογραφικής μηχανής, το κενό διάστημα που αντίκριζε ο Θεός, ένα επικαλυμμένο χαρτί, και η Δημιουργία απλά, κλικ.
Κλικ. Νιώθω ότι έχει τραβηχτεί η φωτογραφία του τελευταίου προσώπου μου».[5]
Το παρελθόν προδιαγράφει και καθορίζει το παρόν. Έτσι, στο παρόν της αφήγησης ο πενηντάχρονος Κόλερ κρίνει τον εαυτό του, τους συναδέλφους, τις ερωμένες φοιτήτριες, τη γυναίκα του Μάρθα, τα παιδιά του, συχνά πρόσωπα καρικατούρες, και κυρίως το έργο του, με περίσσιο σαρκασμό και ειρωνική διάθεση:«Τα προβλήματα του επαγγέλματός μου (κυκλώστε τις κατάλληλες απαντήσεις): (1) να ευαρεστώ τους Εβραίους, (2) να καλμάρω τον Καλπ, (3) να αποφεύγω οποιαδήποτε νύξη για τους Ναζί, (4) να μανουβράρω τη Μάρθα και να ιππεύω την Ιστορία, (5) να εκθειάζω τους εθνικούς, (6) να σαγηνεύω σπουδάστριες, (7) να καταμετρώ το κόστος, (8) να υποφέρω τη φιλανθρωπία».[6]
Το Τούνελ του Γουίλιαμ Γκας είναι μια μνημειώδης μεταφορά μιας νέας αντιλογοκρατικής αντίληψης και σύλληψης του κόσμου. Ο ήρωας σκάβοντας το τούνελ στο υπόγειό του και μεταφέροντας το χώμα στο εσωτερικό του σπιτιού του, είναι σαν να σκάβει εντός του, χωρίς να μπορεί να απομακρυνθεί από τον εαυτό του και όλα όσα τον βασανίζουν:«Όχι, φίλε μου, σκάβω∙ κατεβαίνω στα βάθη του εαυτού μου και χαζολογώ σε μυστικές τρύπες και βγάζω κρυφά το χώμα με το καροτσάκι∙ έχω μετακινήσει τις μεγάλες τρύπες και σκαλίσει μερικά μέτρα γης κι έχω αρχίσει να διαμορφώνω στρατηγική: Θεέ μου, πόσο περίπλοκη είναι η μοναχική ζωή».[7]
Ο Κόλερ σκάβοντας αναζητά απαντήσεις όχι μόνο για τα βάθη του εαυτού του, αλλά και για τα όρια της αλήθειας της Ιστορίας και της Ποίησης:«Παράτησα την Ποίηση στα νιάτα μου για χάρη της Ιστορίας. Τρομερή στροφή. Δεν έχω δικαιολογία. Θα έπρεπε να έχω επιμείνει. Να έχω βάλει την πένα πάνω στο χαρτί με μεγαλύτερη αποφασιστικότητα. Ίσως, τότε, κάποιο ποίημα να είχε βρει τον σκαλιστό του δρόμο και να είχε γραφτεί στην επόμενη σελίδα».[8]
Άλλωστε, το Τούνελ στηρίζεται σε ένα δίκτυο διακειμενικών αναφορών σε έργα φιλοσόφων, ποιητών, ιστορικών, που συνθέτουν ένα πολύχρωμο, και πολύπλοκο μωσαϊκό ιδεών και αισθητικών αντιλήψεων. Η έλλειψη αφηγηματικής οργάνωσης αντί να λειτουργεί απαγορευτικά ή και απογοητευτικά για τον αναγνώστη, ενισχύει τη γοητεία των λεκτικών, θεματικών, ποιητικών πειραματισμών του Γκας. Τα καλλιγράμματα, που παρεμβάλλονται συχνά μέσα στο κείμενο και οι ιδιαίτερες τυπογραφικές απαιτήσεις του βιβλίου σε συνδυασμό με τη γλαφυρή και ουσιαστική για την αναγνωστική απόλαυση μετάφραση του Γιώργου Κυριαζή καθιστούν τον ανά χείρας τόμο ένα βιβλίο κόσμημα που αποδεικνύει πως «η Ποίηση ήταν το μέσα της Ιστορίας, ήταν το εσωτερικό του κειμένου, ήταν το παρόν ζωντανό μέσα σε ό,τι είχε παρέλθει, ήταν αυτό που διατηρούνταν αναλλοίωτο σε κάθε αλλαγή χρόνου».[9]
Σημειώσεις:
[1] Γουίλιαμ Χ. Γκας, Το Τούνελ, μτφρ.: Γιώργος Κυριαζής, Καστανιώτης, Αθήνα 20212, σ. 755.
[2] Στο ίδιο, σ. 756-757.
[3] Στο ίδιο, σ. 757.
[4] Στο ίδιο, σ. 427.
[5] Στο ίδιο, σ. 502.
[6] Στο ίδιο, σ. 761.
[7] Στο ίδιο, σ. 379.
[8] Στο ίδιο, σ. 895.
[9] Στο ίδιο, σ. 905.
Γουίλιαμ Χ. Γκας, Το Τούνελ, μτφρ.: Γιώργος Κυριαζής, Καστανιώτης
Βρες το εδώ