του Γιάννη Μπασκόζου
Το νέο βιβλίο του Σάκη Παπαδημητρίου είναι ένα υβριδικό βιβλίο που συνταιριάζει την αγάπη του συγγραφέα για την τζαζ και ειδικά την αυτοσχεδιαζόμενη μουσική με την φιλαναγνωσία του. Το εύρος των γνώσεων του εντυπωσιάζει καθώς κινείται με άνεση ανάμεσα στους κλασικούς όσο και στους μοντέρνους συγγραφείς, στη φιλοσοφία, την κοινωνιολογία, τον κινηματογράφο και βέβαια τη μουσική. Ο συγγραφέας (και λογοτέχνης) δεν είναι η πρώτη φορά που σχολιάζει τη σχέση της μουσικής τζαζ με την λογοτεχνία. Είναι πρόσφατο το βιβλίο του Η ποίηση των δίσκων (Σαιξπηρικόν) ενώ υπάρχουν και τα παλιότερά του (Τζαζ ιστορίες και ανησυχίες, Απόπειρα κ.ά). Επίσης πολλά από τα κείμενα της συλλογής αυτής έχουν πρωτοδημοσιευτεί στο περιοδικό Jazz και Τζαζ ενώ αντίστοιχα κείμενα έχει κατά καιρούς δημοσιεύσει στο περιοδικό Ο Αναγνώστης.
Η ανάγνωση ενός βιβλίου, για τον Σάκη Παπαδημητρίου, ταιριάζει κατά την ρήση του Ζωρζ Περέκ με την αυτοσχεδιαστική τζαζ αφού «κάθε ανάγνωση δεν είναι δυνατόν να επαναληφθεί» γιατί όταν επαναλαμβάνεται η ανάγνωση, τίποτα δεν είναι πια το ίδιο με την πρώτη φορά, όπως κι όταν ακούμε τζαζ με αυτοσχεδιασμούς. Στα κείμενα του βιβλίου ο συγγραφέας αναζητά εκείνη τη στιγμή που διαποτίζει με ενέργεια το λογοτεχνικό κείμενο όπως και την ακρόαση ενός δίσκου τζαζ. Είναι «η στιγμή που περνά και χάνεται» για να επανέλθει με μια άλλη μορφή, παραλλαγμένη ή και εντελώς διαφορετική, να σε γεμίσει αισθήματα και σκέψεις, συνταυτίσεις και συσχετισμούς.
Ο Σάκης Παπαδημητρίου δεν επιλέγει τυχαία τους λογοτέχνες που συνυπάρχουν σε αυτό το τομίδιο με την τζαζ. Είναι λογοτέχνες με μεγάλη επίδραση στην εξέλιξη της λογοτεχνίας και οι συνδηλώσεις του έργου τους με τη μουσική τζαζ τονίζουν την πρωτοπορία και το πως οι εμπνευσμένοι λογοτέχνες και συνθέτες γίνονται πρωτότυποι και επιδραστικοί ακριβώς γιατί αναζητούν το κάτι παραπέρα, έξω από νόρμες, «τεχνικούς κανόνες» και προκαθορισμένες φόρμες.
Το βιβλίο ανοίγει με ένα κείμενο αρνητικό για την τζαζ αναφερόμενο στον Χέρμαν Έσσε και το πιο διάσημο ίσως έργο του τον Λύκο της Στέπας. Ο ήρωας του Χάρυ Χάλερ, alter ego του Έσσε, είναι ένας προφήτης του underground όπου ο Σ.Π. σημειώνει – όπως και ο Λουίς Ραθιονέρο (από το σημαντικό βιβλίο του Underground) – ότι ο Έσσε συνδέεται με αυτούς που εγκαταλείπουν το σύστημα επειδή θέτει το βασικό αίτημα που είχε θέσει ο Νίτσε και Ντοστογιέφσκι : την ανάγκη μιας νέας ηθικής. Γι αυτό όταν ο Έσσε πρωτακούει τζαζ τη συνδέει με την παρακμή έχοντας στο νου τη διάσταση σώματος και πνεύματος. Ο Σ.Π. αναφέρει όσους μουσικούς επηρεάστηκαν από τον Έσσε όπως το συγκρότημα Steppenwolf, την κινηματογραφική διασκευή του Λύκου της Στέπας και τη μουσική που τη συνοδεύει ενώ βρίσκει ευκαιρία να αναφερθεί και στις σκέψεις του Έσσε όπως τις διατυπώνει στα δοκίμια του, πολλές από αυτές απαισιόδοξες νιτσεϊκού χαρακτήρα: «στεκόμαστε πάνω στα ερείπια του δυτικού πολιτισμού μας πιθανόν ως μία από τις τελευταίες γενιές».
Σε επόμενο κείμενο για τον Σαρτρ και το επίσης πολύ γνωστό έργο του Η Ναυτία ο συγγραφέας αναζητά τις κοινές συνισταμένες ανάμεσα στην τζαζ και τον υπαρξισμό, τονίζοντας ότι ο Σαρτρ «είχε εντοπίσει την βαθύτερη ουσία της τζαζ». Στην τζαζ βρίσκονται στοιχεία υπαρξιστικού σαρτρτισμού καθώς αυτή η μουσική είναι μια κατάφαση συλλογικής ελευθερίας που συνταιριάζει με την άποψη του Σαρτρ ότι «ο άνθρωπος είναι καταδικασμένος να είναι ελεύθερος και ταυτόχρονα υπεύθυνος για ότι κάνει». Και ο Σ.Π. συμπληρώνει «μια ορχήστρα τζαζ που κάνει καλή καύση, που σουινγκάρει αποτελεί μια αυθόρμητη ομοσπονδία ελεύθερων ανθρώπων οι οποίοι στοχεύουν το ωραίο». Σχολιάζοντας τις μουσικές προτιμήσεις του Σαρτρ και του ήρωά του, ειδικά για το τραγούδι some of these days, θα συνομιλήσει συνειρμικά με τον Χεμινγουέι στο Παρίσι (Κινητή γιορτή), την μποέμικη ζωή, τις λέξεις που «εξαπολύονται σαν νότες της τζαζ».
Μια κατηγορία συγγραφέων που ανέπτυξαν στενή σχέση της τέχνης τους με την τζαζ είναι οι καταραμένοι και οι beat. Όπως ο Μάλκομ Λόουρυ και το περίφημο μυθιστόρημά του Κάτω από το Ηφαίστειο, στο οποίο μιλάει συχνά για την τζαζ. Θα σταθεί όμως και στο λιγότερο γνωστό έργο του Ουλτραμαρίν όπου ο 19χρονος ναύτης, προσωπείο και αυτό του Λόουρυ, έχει μανία με την τζαζ του ΄20, τον Bix Beiderbecke και τον Jelly Roll Morton. Για τον Λόουρυ ο Σ.Π. σημειώνει κάτι που και ο ίδιος ακολουθεί στα γραπτά του: «Ο Λόουρυ χρησιμοποιεί μια τεχνική της διάσπασης του αναγνώστη οδηγώντας σε παράδρομους της αφήγησης, τις οποίες παραλληλίζει ως «λογοτεχνικά ριφ» που παρεμβαίνουν όχι για να διαλύσουν τη συνέχεια αλλά για να δυναμώσουν το ενδιαφέρον και να ανεβάσουν την ένταση». Ακριβώς το ίδιο μοτίβο γραψίματος χρησιμοποιεί και ο Σ.Π., παρεμβαίνει στο κείμενο, ξεφεύγει προς έναν φιλόσοφο, πετάγεται σε έναν δίσκο, ξαναγυρνάει σε ρήσεις του λογοτέχνη, τον συσχετίζει με κάποιον άλλον, καταλογογραφεί τραγούδια και μουσικούς για να επανακάμψει, όπως η μελωδία σε ένα αυτοσχεδιαστικό κομμάτι, στην αρχική αγάπη του για τον λογοτέχνη και το έργο του.
Αποθέωση της σχέση τζαζ με το λογοτεχνικό κείμενο βρίσκουμε στον Χούλιο Κορτάσαρ και στην μεγάλη αγάπη του τελευταίου για τον Τσάρλυ «Μπερντ» Πάρκερ (Bird/ πουλί, από εκεί και η ορνιθολογία όπως σκωπτικά θα σημειώσει ο συγγραφέας για όλους τους φαν του Πάρκερ). Η νουβέλα του Κορτάσαρ Ο κυνηγός, που αποτελεί έναν φόρο τιμής στον Τσάρλυ Πάρκερ, δίνει την αφορμή στον Σ.Π. να μιλήσει για τον μουσικό αυτό «εφευρέτη της αυτοκαταστροφής», για τον Μπάροουζ, «βιρτουόζο της αυτοκατάλυσης», ακόμα και για τον ποιητή Νίκο Αλέξη Ασλάνογλου με αυτήν την «παράξενη επιμονή να αυτοκαταναλωθούμε». Ο Πάρκερ, μια μεγάλη αξεπέραστη φυσιογνωμία της τζαζ ζούσε για τη στιγμή, το μότο του ήταν «αυτό το έχω κιόλας παίξει αύριο». Η μουσική του έπρεπε να ανανεώνεται συνεχώς: «πρέπει συνεχώς να εφευρίσκουμε κάτι καινούργιο. Όταν το βρούμε οι λευκοί θα μας το πάρουν και θα πρέπει να αρχίσουμε πάλι από την αρχή. Είναι σα να μας κυνηγούν». Ο Κορτάσαρ στο Κουτσο ακολουθεί την μεθοδολογία της τζαζ. Με την εισαγωγή του σου δίνει τη μελωδία ενώ με έναν δεύτερο τρόπο ανάγνωσης (αφού το βιβλίο είναι φτιαγμένο έτσι ώστε να μπορείς να το αρχίσεις από οποιαδήποτε σελίδα)σου δίνει τους πιθανούς αυτοσχεδιασμούς.
Οι σελίδες για τον Μπορίς Βιαν που ακολουθούν δεν είναι μόνο γιατί Κορτάσαρ και Βιαν έπαιζαν τρομπέτα (τρομπετίνα ο Βιαν) αλλά γιατί και οι δύο είχαν ταυτίσει την τζαζ με το δημιουργικό τους έργο. Ο Σ.Π. βρίσκει ευκαιρία να αναφερθεί στους ζαζού, τους νέους που λάτρεψαν την τζαζ και ειδικά το σουίνγκ και ξεχώριζαν για την εκκεντρικότητά τους στο ντύσιμο. Σημειώνει ότι το έργο του Βιαν «είχε μια αυθάδεια, νεανική και σχεδόν ανεξέλεγκτη» και αναφέρεται τόσο στο εμβληματικό μυθιστόρημά του Ο σκουληκοσκανδιαλάρης όσο και στους δίσκους που γύρισε με τον αδελφό του και άλλους τζαζίστες για να τονίσει πόσο στενά ήταν δεμένη η λογοτεχνική του δημιουργία με τις μουσικές του εμπνεύσεις. Στην ίδια χορεία των συγγραφέων ανήκει και ο Τζακ Κέρουακ όπου στο φιλμ The Subterraneans συνυπάρχει ο κινηματογράφος, η λογοτεχνία και η μουσική. To γράψιμο του Κέρουακ είναι «bop προσωδία» κατά τον Άλεν Γκίνσμπεργκ ή αυτοσχεδιασμοί πάνω στο θέμα «ζωή», σαν να είναι ο Κέρουακ σαξοφωνίστας και να παίζει τη δική του μουσική». Η ταινία δεν μπόρεσε να αποδώσει πιστά όσα ήθελε ο Κέρουακ αλλά είναι μια σημαντική στιγμή στην τζαζ φιλμογραφια.
Ο Σάκης Παπαδημητρίου θα ανατρέξει στη σχέση ποίησης και μουσικής στο έργο του κορυφαίου μπασίστα Τσαρλς Μίνγκους, ο οποίος έγραφε ποίηση αλλά και συνέθετε πάνω σε έργα άλλων ποιητών.
Πολύ ενδιαφέρον για τη σχέση αυτοσχεδιαστικής μουσικής και έθνικ μουσικής είναι το κεφάλαιο για τον Μίλαν Κούντερα, ο οποίος αντιπαθούσε την κανονικότητα δηλαδή την επιβολή σιδερένιων νόμων στη μουσική σύνθεση και αντιπαρέθετε την δημιουργία που αψηφά τους κανόνες. Το ίδιο υποστήριζε και στο μυθιστόρημα καθώς δεν ήθελε να δει ένα πεζογράφημα να γράφεται από ηλεκτρονικό υπολογιστή με βάση «τεχνικές συμβάσεις». Ειδικότερα ο Κούντερα είχε συλλάβει την ιδέα της ενσωμάτωσης εθνικών χαρακτηριστικών στην μουσική, μια πρόβλεψη για την word/ethnic μουσική που θα ακολουθούσε μερικά χρόνια αργότερα.
Ανάμεσα στις άλλες αναφορές του Σ.Π. υπάρχει και μία σε ένα cult βιβλίο το Ο χειμώνας στη Λισαβώνα του Αντόνιο Μουνιόθ Μολίνα, ένα μυθιστόρημα φόρος τιμής στο νουάρ και την τζαζ. Οι ήρωες είναι μουσικοί ενώ δεσπόζει παντού το κλίμα που είναι γνωστό από αυτού του είδους τα αστυνομικά: βρώμικα ξενοδοχεία, κακόφημες γειτονιές, παράνομα στέκια, φωτεινές επιγραφές που αναβοσβήνουν προδίδοντας κρυμμένες παρουσίες, πρόσωπα σκοτεινά και μία διαρκής απειλή να επικρέμεται σε όλη την αφήγηση. Αλλά και σκοτεινά τζαζ μπαρ, πιάνα που «μουρμουρίζουν» μελωδίες, εξώφυλλά δίσκων, μοναχικοί μουσικοί, τραγουδίστριες χωρίς αύριο , και όλα σε ένα ομιχλώδες ημίφως.
Παρόμοιο και το κλίμα στο νουάρ του Ζαν Πατρίκ Μανσέτ Το μελαγχολικό κομμάτι της δυτικής ακτής, όπου οι δύο βασικοί ήρωες συγκρούονται και μουσικά, ο ένας ακούει μανιωδώς κλασική μουσική και ο άλλος ακούει όλη μέρα τζαζ της δυτικής ακτής, την West coast jazz της δεκαετίας ΄50.
***
Όπως θα διαπιστώσει ο αναγνώστης και στα υπόλοιπα κομμάτια του βιβλίου – σε αυτά που δεν αναφέρθηκα – ο Σάκης Παπαδημητρίου διεμβολίζει τη λογοτεχνία με τζαζ σκέψεις ή πλουτίζει την τζαζ με λογοτεχνικές αναφορές. Πουθενά δεν μένει στην επιφανειακή σχέση της απλής αναφοράς στην μουσική μέσα σε ένα λογοτεχνικό κείμενο. Κυρίως διερευνά τη σχέση σημαντικών συγγραφέων με την τεχνοτροπία της τζαζ ως φιλοσοφική σύνθεση, ως άποψη για την κοινωνία, ως μοτίβο μιας πρωτοπορίας που χάραξε δρόμους καλλιτεχνικούς και ανεπανάληπτους. Αφήνεται στο κείμενό του, σχολιάζει, παραπέμπει, αναθυμάται, τσιτάρει, κοπιάρει συνεντεύξεις, παραθέτει κείμενα άλλων, επιστρέφει στον ρόλο της αυτοσχεδιαστικής μουσικής, πλανάρει πάνω από το θέμα του και ξαφνικά βουτάει και αρπάζει την πεμπτουσία του, αυτό το «κάτι» που διασώσει την τέχνη του λογοτέχνη και μουσικού Σάκη Παπαδημητρίου.
Σάκης Παπαδημητρίου, Η τζαζ της λογοτεχνάις, Σαιξπηρικόν
Ζήτησέ το εδώ