Στο κυνικό μυαλό των γάλλων αποικιοκρατών (της Κέλλυς Πάλλα)

0
297

 

της Κέλλυς Πάλλα (*)

 

Ο Eric Vuilliard, γεννημένος στη Λυών το 1968 και με τη  βαριά κληρονομία της πατρίδας του στην κατοχύρωση του δόγματος των ατομικών ελευθεριών και τη διεκδίκηση της κοινωνικής δικαιοσύνης, μας έχει δώσει ήδη πέντε αφηγήματα: «Ο πόλεμος των φτωχών», «14η Ιουλίου», «Κονγκό», «Ημερησία διάταξη», «Μια αξιοπρεπής έξοδος», που στα ελληνικά  κυκλοφορούν όλα από τις εκδόσεις «Πόλις». Σε καθένα από αυτά ο συγγραφέας επικεντρώνεται σε κομβικές στιγμές της παγκόσμιας πολιτικής ιστορίας (Μεταρρύθμιση- 16ος αιώνας, Άλωση της Βαστίλης-1789, Βελγικό Κονγκό- 19ος αιώνας, παραμονές της ανόδου του Ναζισμού στην εξουσία-1938 και Πόλεμος της Ινδοκίνας- 1946-1954 αντίστοιχα), για να φωτίσει όχι τόσο το προσκήνιο, όσο το παρασκήνιο τους.

Πιο συγκεκριμένα  στο τελευταίο έργο του καταπιάνεται με την εμπλοκή της Γαλλίας σε μια μακροχρόνια εμπόλεμη σύρραξη στη νοτιοανατολική Ασία προκειμένου να υπερασπιστεί τις εκεί κτήσεις της, τη σκληρότητα της τοπικής γαλλικής εταιρείας συλλογής και επεξεργασίας καουτσούκ, το γάντζωμα στην εξουσία των προσώπων που διαχειρίστηκαν την εξίσου μακροχρόνια πολιτική κρίση, τη μέχρι τελικής πτώσης διεκδίκηση των προνομίων τους και τη διαπλοκή των διακρατικών οικονομικών με τα στρατιωτικά συμφέροντα.

Ο Vuillard  δεν μένει μόνο στην επεξεργασία των ιστορικών πηγών του, αλλά διεισδύσει στο νευρωτικό στομάχι, τις πονεμένες αρθρώσεις, το αφυδατωμένο στόμα και πάνω απ’ όλα στο δαιμόνιο και κυνικό μυαλό όσων πρωταγωνίστησαν στα 18 χρόνια του πολέμου, για να καταδείξει ότι καμιά σύρραξη δεν είναι η αθώα υπεράσπιση ντόπιων καταπιεζόμενων πληθυσμών, ούτε ο αγώνας για το εθνικό γόητρο που διακυβεύεται κάπου μακριά από επίβουλους ξένους. Κάθε πόλεμος είναι σύγκρουση μεταξύ τραπεζικών κολοσσών, φιλόδοξων βουλευτών, υπουργών, στρατηγών και επιχειρηματιών, οι οποίοι μόλις διαπιστώσουν ότι θίγονται τα υπερκέρδη τους, πιέζουν τις κυβερνήσεις των χωρών με τα μεγαλύτερα συμφέροντα σε μια περιοχή, να ρίξουν στην αρένα τους στρατούς τους (στην Ινδοκίνα ο γαλλικός στρατός αποτελούνταν κυρίως από μισθοφόρους των αποικιών στην Αφρική!), για να μην διαταραχθεί το ευαίσθητο παγκόσμιο status quo. Συνδυάζοντας τη μικρο- με την μακρο- πολιτική, το ασήμαντο με το μνημειώδες, ο Vuillard δεν ξεχνά να βάλει στο κάδρο και τα διεθνή ΜΜΕ που εξαπολύουν συστηματική προπαγάνδα, με σκοπό να πεισθεί η κοινή γνώμη ότι ο πόλεμος στις αποικίες με το ιλιγγιώδες κόστος σε έμψυχο και άψυχο δυναμικό γίνεται, για να μη χαθεί το μεγαλείο της πατρίδας.

Η αφήγηση ξεκινά το 1928 με την επίσκεψη των τριών γάλλων απεσταλμένων επιθεωρητών εργασίας στις φυτείες καουτσουκόδεντρων της εταιρείας Μισελέν στο Βιετνάμ. Εκεί με σύντομες σπαρακτικές εικόνες, χωρίς ίχνος μελοδραματισμού ή φτηνής συγκίνησης,  περιγράφεται η κατάσταση που αντιμετωπίζουν οι επισκέπτες. Αφορμή για το ταξίδι τους από τη μητρόπολη Γαλλία στις μακρινές της αποικίες είναι οι μαζικές αυτοκτονίες των κούληδων, ντόπιων καλλιεργητών γης, που βάζουν τέλος στη ζωή τους μη μπορώντας να αντέξουν τις σκληρές συνθήκες εργασίας. Οι Τολάνς, Ντελαμάρ και ο γραμματέας τους  βλέπουν με τα έκπληκτα μάτια τους την εξαθλίωση, τις φυλακίσεις, τα κελιά της απομόνωσης, τις αλυσίδες στα πόδια των εργατών και τον εξευτελισμό που υφίστανται από όλη την ιεραρχία της φυτείας, ουσιαστικά της μεγαλύτερης εταιρείας παραγωγής ελαστικών στον κόσμο, η οποία ρίχνει τις ευθύνες που την βαραίνουν διαδοχικά από πάνω προς τα κάτω.

Στη συνέχεια ο φακός μάς μεταφέρει στο 1950, στην περιβόητη αίθουσα συνεδριάσεων της 4ης Γαλλικής Δημοκρατίας και αναπαριστά τις ανούσιες πρωτολογίες και δευτερολογίες των πολιτικών αντιπάλων, τους ακολουθεί κατά τη διάρκεια των διαλειμμάτων στα παρακείμενα πολυτελή εστιατόρια, για να φωτίσει την αγωνία τους να μην απολέσουν τους θώκους τους- τα ίδια στελέχη εναλλάσσονται επί 12 χρόνια σε 22 διαφορετικές κυβερνήσεις – αλλά και τις ταυτόχρονες δεσμεύσεις τους έναντι της Τράπεζας της Ινδοκίνας, που εδρεύει δίπλα από το γαλλικό κοινοβούλιο. Γιατί το στοίχημα της τελευταίας πενταετίας στην πολιτική ζωή της Γαλλίας ήταν η εύρεση μιας αξιοπρεπούς εξόδου από τον πολεμικό κυκεώνα που ξεκίνησε το 1946 (και θα ολοκληρωθεί μόλις το 1954), δηλαδή η ανάκληση των γαλλικών στρατιωτικών δυνάμεων και η ταυτόχρονη οικονομική ικανοποίηση των επιχειρηματιών, χωρίς όμως κανένας από τους εμπλεκόμενους πολιτικούς να φορτωθεί τη ρετσινιά του εθνικού μειοδότη- ας μη ξεχνάμε ότι ο πετενισμός είναι πρόσφατος.

Ενδιάμεσα μεταφερόμαστε στο στούντιο του αμερικανικού NBC, όπου μια στημένη συνέντευξη χειραγωγεί δεκάδες εκατομμύρια θεατών και στη συνέχεια πίσω στη φλεγόμενη Ινδοκίνα, με τους γάλλους αρχιστρατήγους να αποσύρονται ο ένας μετά τον άλλο, αναλώσιμοι και συντετριμμένοι, χωρίς να επιφέρουν την πολυπόθητη απεμπλοκή από τον πόλεμο.

Από άποψη γλωσσικού ύφους, αν ο μεγαλύτερος κίνδυνος για έναν παντογνώστη αφηγητή είναι η χρήση επιθέτων και επιρρημάτων, ο Vuillard, πάρα τους συνεχείς σκωπτικούς χαρακτηρισμούς και τις ειρωνικές κρίσεις που διατυπώνει, καταφέρνει να μην προδώσει ποτέ τον αναγνώστη του, γιατί τα καλπάζοντα και σύντομα κεφάλαιά του με τον καταιγιστικό ρυθμό πείθουν για την ακρίβεια της ιστορικής έρευνας και την αντικειμενική σύνδεση αιτίας και αποτελέσματος της σκέψης του. Έτσι από τη μια ανασυστήνει πραγματικές σκηνές και ιστορικούς διαλόγους, από την άλλη επινοεί με καυστικό χιούμορ τις πιο μύχιες σκέψεις των πολιτικών και στρατιωτικών καριέρας, αλλά και των οικονομικών χαρτογιακάδων που διοικούν τον κόσμο από τα πολυτελή γραφεία των τραπεζών τους.

Το αφήγημα βασισμένο κατεξοχήν στις αντιθέσεις μετακινείται από τη μητρόπολη Γαλλία στις μακρινές αποικίες, για να αποτυπώσει τις εσωτερικές παλινωδίες όσων, εμφανών και αφανών, ευθύνονται για την τελική έκβαση του πολέμου. Ενδιάμεσα αφιερώνει μερικές από τις πιο σπαρακτικές του σελίδες στον Πατρίς Λαμούμπα και σε έναν εσωτερικό μονόλογο υψηλής γλωσσικής τεχνικής αποδίδει τη ροή της συνείδησής του κονκγολέζου  ηγέτη στα τελευταία λεπτά της ζωής του πριν την εκτέλεση.

Κατόπιν σταματά στο μυαλό του γάλλου στρατηγού Ναβάρ, καταγράφει την ψυχική του κατάρρευση λίγο πριν παραδεχτεί την ήττα του επί του πεδίου της μάχης και, με τις δηκτικές περιγραφές του χωρίς πουθενά να καταφεύγει στην ευκολία του άσπρου-μαύρου, αποκαλύπτει όλη την γκάμα των συναισθημάτων ενός φιλόδοξου στρατάρχη, ο οποίος έκλεισε την καριέρα του με τον πιο εξευτελιστικό τρόπο στα χαρακώματα που ο ίδιος χάραξε.

Στη συνέχεια μεταπηδά στην καρδιά του Παρισιού, για να ξεγυμνώσει τη βαρβαρότητα του καπιταλισμού σε μια έξοχη σκηνή που λαμβάνει χώρα στο υπερπολυτελές στρογγυλό τραπέζι συνάντησης των διοικητικών συμβούλων όχι μόνο της γαλλικής, αλλά και της παγκόσμιας οικονομικής ελίτ- αυτή έχει φροντίσει να εξασφαλίσει τα συμφέροντά της με συνεχείς επιγαμίες και να απλώσει τα πλοκάμια της σε κάθε οικονομική δραστηριότητα στον αναπτυσσόμενο κόσμο απομυζώντας κάθε πλουτοπαραγωγική πηγή του. Έτσι φωτογραφίζει το τι συμβαίνει στο μυαλό του Μινό, του προέδρου της Τράπεζας της Ινδοκίνας (οι διοικητές όλων των συνεργαζόμενων χρηματοπιστοτικών ιδρυμάτων έχουν ήδη αποσυρθεί από το Βιετνάμ αποκομίζοντας τα μεγαλύτερα κέρδη στην ιστορία τους), αποκαλύπτει την ωμότητα και το πολυμήχανο των ελιγμών, αλλά και τις φευγαλέες τύψεις που δηλητηριάζουν παροδικά την τρυφηλή ζωή του.

Ο Vuillard, παρά το βιτριολικό χιούμορ και τις καταγγελτικές του διατυπώσεις, πουθενά δεν κινδυνεύει να κατηγορηθεί για υπερβολή, μεροληψία ή εμπάθεια. Αντίθετα διοχετεύει το πάθος του στο χαρτί, χωρίς να στοχεύει σε επιπόλαια δάκρυα, αλλά με σπάνια οξύνοια, γλωσσική και αφηγηματική δεινότητα αποτυπώνει έναν γερά οικοδομημένο κόσμο που, με το πρόσχημα της δημοκρατίας και της διατήρησης της διεθνούς οικονομικής ευημερίας, στηρίζει την απληστία της στο άδικο, την ίντριγκα και τον θάνατο.

Στις τελευταίες σελίδες με ένα αφηγηματικό άλμα καταγράφεται όσα ακολούθησαν την απόσυρση των γαλλικών στρατιωτικών δυνάμεων από τις κτήσεις της στην νοτιοανατολική Ασία και μας είναι ήδη γνωστά: η σκυτάλη πέρασε στις τότε υπερδυνάμεις, οι οποίες λόγω του Ψυχρού Πολέμου δίσταζαν αναμετρηθούν άμεσα στο πεδίο της μάχης. Ο πόλεμος έκλεισε οριστικά μόνο το 1975, ύστερα από εκατέρωθεν εκατόμβες νεκρών και τις ΗΠΑ πολλαπλά πληγωμένες, χωρίς ούτε αυτές να καταφέρουν να εξασφαλίσουν μια αξιοπρεπή έξοδο.

Η έξοχη μετάφραση από τα Γαλλικά είναι του Μανώλη Πιμπλή και παρόλο που, ειδικά για τον έλληνα αναγνώστη, κρύβει πολλές πραγματολογικές δυσκολίες -ποιος μπορεί να γνωρίζει όλη την πολιτική, στρατιωτική και οικονομική ιστορία της Γαλλίας και όλα τα ονοματεπώνυμα του παρελαύνουν;- αυτές δεν αποτελούν εμπόδιο στην απόλαυση ενός ευφυούς, χειμαρρώδους και πυκνογραμμένου κειμένου. Ο Vuillard συνδυάζει την εικοπλαστική δύναμη ενός κινηματογραφιστή (έχει ήδη σκηνοθετήσει δύο ταινίες), τη συνθετική ικανότητα ενός ιστορικού, το βάθος σκέψης ενός γεω-στρατηγικού αναλυτή, την παρατηρητικότητα ενός πολεμικού ανταποκριτή και τις γλωσσικές ικανότητες ενός λογοτέχνη, που θα ζήλευαν πολλοί ομότεχνοι του.

Το αφήγημα «Μια αξιοπρεπής έξοδος», κυκλοφόρησε στη χώρα μας τον Μάιο του 2024, ισορροπεί γερά μεταξύ δοκιμίου και μυθιστορήματος χωρίς να υποκύπτει σε κανένα είδος, κινητοποιεί τόσο τη λογική όσο και το συναίσθημα του αναγνώστη και τον κατατοπίζει ιστορικά χωρίς να αναχαιτίζει την ψυχική εμπλοκή που εγείρουν τα σύνθετα πολιτικά, στρατιωτικά, οικονομικά και διπλωματικά τεκταινόμενα, που εκτυλίσσονται στις σελίδες του.

(*)Η Κέλλυ Πάλλα είναι συγγραφέας, φιλόλογος και συντονίστρια Λεσχών Ανάγνωσης

 

Eric Vuillard, Μία αξιοπρεπής έξοδος, Πόλις, 2024

Προηγούμενο άρθροΠέθανε ο ποιητής και πεζογράφος Πρόδρομος Μάρκογλου
Επόμενο άρθροΤι θα δούμε το χειμώνα (3): 8 χρόνια θέατρο «Σταθμός», 20 χρόνια παραγωγές «Λυκόφως» (της Όλγας Σελλά)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ