Κατερίνα Γούλα.
«Έχετε προσέξει» ρώτησε ο Ταϊγιεμπέρν, «ότι σε κάθε εστιατόριο της Γαλλίας υπάρχει τουλάχιστον ένα τραπέζι όπου συζητούν για λογοτεχνία;»
«Αυτό είναι και το στοίχημά μας» είπε ο Βαν, «η πεποίθησή μας, η ελπίδα μας.»
Διανύουμε μία από τις πολλές εποχές της ιστορίας όπου το βιβλίο, και ειδικά το μυθιστόρημα (το καλό μυθιστόρημα!), καλείται να μας αποδείξει ότι ο κόσμος που κρύβει μέσα του και που θα ξεδιπλώσει μπροστά στα μάτια μας δεν στερείται καθόλου πραγματικότητας απέναντι στον δήθεν πραγματικό κόσμο… Αυτό πετυχαίνει άριστα κι ένα βιβλίο που δεν κυκλοφόρησε το φετινό καλοκαίρι αλλά πριν τέσσερα χρόνια. Αξίζει όμως να το ανακαλέσουμε και να αφεθούμε στην αγάπη του για το βιβλίο, στο πάθος του για τη λογοτεχνία, στην υπεράσπιση της ανάγνωσης που μας μεταφέρει σε άλλες χωροχρονικές συντεταγμένες. Πρόκειται για το βιβλίο «Στο καλό μυθιστόρημα» της Λωράνς Κοσέ που κυκλοφόρησε το 2011 από τις εκδόσεις Πόλις σε μετάφραση του Αχιλλέα Κυριακίδη. Αξίζει να σταθούμε επίσης στη μετάφραση του συγκεκριμένου βιβλίου μιας και πέφτει πράγματι σαν απαλό, ανάλαφρο, διάφανο πέπλο πάνω στο αρχικό κείμενο αφήνοντας να διαφαίνεται πίσω του αναλλοίωτη η γαλλική γλώσσα με τις ιδιοτροπίες και τις χάρες της.
Η ιστορία του βιβλίου έχει να κάνει με έναν βιβλιοπώλη, τον Βαν, και μια πλούσια διανοούμενη, τη Φραντσέσκα, που «θέλει να κάνει κάτι καλό», οι οποίοι αποφασίζουν να φτιάξουν στο Παρίσι το βιβλιοπωλείο των ονείρων τους, ένα βιβλιοπωλείο όπου θα πωλούνται μόνο «καλά» μυθιστορήματα, εξαρχής διαλεγμένα για τους εκλεκτούς αναγνώστες που θα γίνουν πελάτες και φίλοι τους και δεν θα είναι πια υποχρεωμένοι να ξεθάψουν ένα καλό βιβλίο κάτω από τόνους αδικογραμμένου χαρτιού. Για να αποκτήσουν τον κατάλογο των τίτλων τους, απευθύνονται σε οχτώ κορυφαίους μυθιστοριογράφους της Γαλλίας οι οποίοι καταρτίζουν μια λίστα με τα καλύτερα μυθιστορήματα απ’ όλο τον κόσμο. Γύρω από τα πρόσωπα της επιτροπής εξασφαλίζεται πλήρης εχεμύθεια και αρχικά το βιβλιοπωλείο ξεκινά θριαμβικά τις δουλειές του. Αποκτά φίλους σε όλο τον κόσμο και ο κόσμος της διανόησης χαιρετίζει το τόλμημά τους. Όμως αυτό το πέπλο μυστικότητας γρήγορα θα διαρρηχθεί και θα προκληθούν αντιδράσεις «εγκληματικές» κατά του βιβλιοφιλικού εγχειρήματός τους! Μέσα σε μια θάλασσα από ονόματα συγγραφέων και τίτλων βιβλίων (που σίγουρα ο αναγνώστης θα μπει στον πειρασμό να καταγράψει και να ανακαλύψει με τη σειρά του και ο ίδιος), μέσα σε ένα ασίγαστο πάθος για το θαύμα που συντελεί στην καθημερινότητά μας ένα καλό βιβλίο, η Λωράνς Κοσέ ξεδιπλώνει τις σκέψεις της για τα κριτήρια της ποιότητας ενός βιβλίου αλλά στήνει και μια αστυνομική πλοκή με θέμα το εγκληματικό μένος κατά της λογοτεχνίας που δεν εξυπηρετεί μόνο εμπορικά συμφέροντα!
Η άποψη για τον φαύλο κύκλο της παραγωγής εμπορικών βιβλίων στηλιτεύεται χωρίς περιστροφές στο βιβλίο. Ένα από τα μέλη της επιτροπής λέει χαρακτηριστικά: «Μιλάω για τον τρόπο με τον οποίο ζουν σήμερα οι συγγραφείς: τόσο ανταγωνιστικά, ώστε, απ’ ό,τι μου λένε, να φτάνουν στο σημείο να γράφουν μόνο και μόνο για να συντρίψουν τους αντιπάλους τους. Μεγάλο μερίδιο ευθύνης σ’ αυτό φέρουν τα λογοτεχνικά βραβεία. Να γράφεις για να νικήσεις τους άλλους: τι φτωχή φιλοδοξία!»
Άλλο μεγάλο ερώτημα είναι όμως και η θεμιτότητα διάκρισης των βιβλίων σε καλά και κακά. Ένα αριστούργημα που είναι ακαταλαβίστικο και δεν μιλάει στην ψυχή του αναγνώστη είναι απαραίτητα καλύτερο από ένα πιο προχειρογραμμένο βιβλίο που όμως πετυχαίνει τον συγκινησιακό στόχο του; Ποιος θέτει τα κριτήρια και ποιος είναι άξιος να ανακηρυχθεί σε θεράποντα της λογοτεχνίας; Από την άλλη, γιατί να μην υπάρχουν κάπου συγκεντρωμένα μόνο τα «καλά» βιβλία αφού τα υπόλοιπα μπορούμε να τα βρούμε πια παντού, ακόμη και στα σούπερ μάρκετ;
Ας κρατήσουμε από αυτό το πολύ πρωτότυπο μυθιστόρημα την εικόνα που μας χαρίζει η Φραντσέσκα για το ιδανικό βιβλιοπωλείο της και ας δανειστούμε λίγη από την ονειροπόλησή της τώρα που διαλέγουμε τα βιβλία των διακοπών μας: «Όλες τις φορές που πέρασε από το Au Bon Roman, το βρήκε γεμάτο και περίπου σύμφωνα με την εικόνα που είχε σχηματίσει στο μυαλό της τις πιο προσωπικές της ώρες: με τους απορροφημένους αναγνώστες του, ικανούς να μείνουν ακίνητοι τη μισή μέρα, βυθισμένους στην ανάγνωσή τους, δίπλα δίπλα, σιωπηλούς, συχνά όρθιους —συνειδητά, γιατί όλα στο Au Bon Roman ήταν φτιαγμένα έτσι ώστε να μπορούν να κάθονται, εκτός κι αν ήταν από αφηρημάδα— και που μόνο το ελαφρώς τρελό τους βλέμμα, χαρακτηριστικό της εξάρτησης, πρόδιδε την ευφορία όταν, πριν φύγουν, διασταυρωνόταν με το βλέμμα ενός από τους υπευθύνους του καταστήματος, είτε με τα χέρια φορτωμένα βιβλία είτε μη κρατώντας τίποτα και προσπαθώντας, με το που έβγαιναν στο δρόμο, να συγκρατηθούν και να μη χορέψουν.»
[…] Κατερίνα Γούλα. «Έχετε προσέξει» ρώτησε ο Ταϊγιεμπέρν, «ότι σε κάθε εστιατόριο της Γαλλίας υπάρχει τουλάχιστον ένα τραπέζι όπου συζητούν για λογοτεχνία; […]