Στο ειδέναι της ύπαρξης (της Χρύσας Φάντη)

0
387

 

 

της Χρύσας Φάντη

 

Στην πρόσφατη ποιητική συλλογή του Κώστα Καναβούρη, «ΑΜΝΟΣ- Ένα ποίημα στον καθρέφτη» που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πόλις, ο ποιητής εξυφαίνει τις πολύπτυχες όψεις της πραγματικότητας, με λόγο κατ’ εξοχήν αμφίσημο και επιγραμματικό. Πρόκειται για  εικοσιτέσσερα θεατρογενή ποιήματα, έναν πρόλογο κι έναν επίλογο,  ο οποίος, εκτός από τα αμιγώς ποιητικά του μέρη εμπεριέχει κι ένα   ανέκδοτο γράμμα με ημερομηνία 5/2/49, σταλμένο από την μητέρα του ποιητή από τη φυλακή, όπου κρατείτο για την πολιτική της δράση  ─  γράμμα ορόσημο και για τη δική του ζωή.

Ποίηση δυναμική και ταυτόχρονα ώριμη, που γράφεται και αποκαλύπτεται πριν ακόμη γραφεί, στην επιφάνεια ενός λευκού χαρτιού και την προσχηματική αλαλία μιας εισέτι άγραφης κόλας∙  γραφή ρηξικέλευθη, ο ρυθμός  της οποίας  άλλοτε ενισχύεται κι άλλοτε  εμφατικά ανακόπτεται από σημαίνοντα επαναλαμβανόμενα μοτίβα, σχηματίζοντας ένα ελλειπτικό, μεταμοντέρνο σύνθεμα ─ αντικατοπτρισμό της κατακερματισμένης μορφής του σύγχρονου ανθρώπου.

 

«Το ποίημα είναι ικρίωμα.

Ο δήμιος περιμένει τον ποιητή.

Ο ποιητής περιμένει τον δήμιο.» (Πρόλογος, σελ. 11)

 

Λευκό χαρτί: Είσαι το σκοτεινό λευκό

που γράφει τη ζωή μου

με όξος και χολή

νερό κι αλάτι.» (VII, σελ. 26)

 

Για τον Κ. Καναβούρη, ποίηση είναι το αποστασιοποιημένο πρόταγμα─κοίταγμα του εαυτού στον καθρέφτη, αυτό το περίπλοκο «ειδέναι» της ύπαρξης, η «όραση των λέξεων» αλλά και «κάτι πέρα από τις λέξεις». Είναι η ίδια η ζωή και η πτώση της,  το «υπόγειο λευκό της γενειάδας του Γιαννούλη Χαλεπά» μέχρι την άλικη λευκότητα της τέφρας, αφού «από νίκη σε νίκη φτάνει κανείς στην ήττα του».

Είναι ικρίωμα αλλά και σκαλωσιά, είναι η θηλυκή ανεμόσκαλα απ’ όπου μπορεί να ανεβεί ψηλότερα «η αντάρτισσα των Σαντινίστας την ημέρα που έμπαινε στη Μανάγκουα με το τουφέκι περασμένο στον ώμο της ενώ από το γυμνό ρωγοβύζι της βύζαινε και κοιμόταν μακάριο το μωρό της» είναι «οι γυναίκες με τα άγνωστα ονόματα των συγκρατούμενων γυναικών της μητέρας του, που ανήμερα της Αγίας Παρασκευής τις εκτέλεσαν, ονόματα γυναικών που δεν γνώρισε αλλά και ονόματα από θείες, γιαγιάδες, ξαδέλφες που δεν υπάρχουν πια.»

 

«Λευκό χαρτί: Είσαι ικρίωμα.

Λευκό χαρτί: Αντεστραμμένη ελευθερία.

Λευκό χαρτί: Οπισθοχώρηση.

Πιο πίσω δεν έχει

Πιο πίσω υπάρχουν μονάχα ποιητές

Δεν έχουν ποιον να ρωτήσουν

Και ζούνε καταπίνοντας ποιήματα.»

 

[…]

 

«Λευκό χαρτί: Η μάνα μου τραυλίζοντας.

«Γιατί τραυλίζεις;» της λέω.

«Γιατί πέθανα», μου λέει.

Η μάνα μου είκοσι χρόνια πεθαμένη

και ίσως περισσότερο

είχε πεθάνει πριν γεννηθώ εγώ

ακόμη πριν γεννηθεί και η ίδια.» ((Eπίλογος, σελ. 55).

 

Ο «Αμνός»  αποτελεί σύνθεση ποιητικής αλλά όχι μόνο, αφού ούτως ή αλλιώς η ποιητική ματιά ενυπάρχει σε κάθε άνθρωπο, ο κάθε άνθρωπος από τη φύση του είναι ένας δημιουργός, κι αφού «τα ποιήματα δεν γράφονται στη γλώσσα σου/γράφονται στη γλώσσα τους».

 

«Αμνός» ή «Ερίφιο»; «Δήμιος» ή «Άγγελος»; «Θύτης» ή «Θήραμα»; Μέσ’ απ’ το καθρέφτισμά τους, μέσ’ από την άλλη πλευρά, την αθέατη πλευρά του ειδώλου τους, ο ποιητής ακολουθεί τον άνθρωπο σε όλο το ιστορικό και υπαρξιακό του φάσμα, από τη γέννηση στην φθορά και στον θάνατο. «Στη Νεκρά Θάλασσα,/ στο Γράμμο και στο Βίτσι,/στη Μαδρίτη, στην πλατεία του Μαγιού,/στα βουλεβάρτα των ερώτων, της πείνας,/της ροής,» νιώθει το τραύμα, ψηλαφεί πόντο πόντο την πληγή που δεν επουλώνεται, τη ρωγμή και  το χάσμα που δεν γεφυρώνεται με την είσοδο του στον κόσμο∙  έναν κόσμο που μάχεται και ποτέ δεν ομονοεί.

 

Λευκό χαρτί: Λευκό σκοτάδι. Δεν έχουμε να πάμε.

Εδώ θα μείνουμε.

Λευκό χαρτί: Μέχρις εσχάτων.

Λευκό χαρτί: Τίποτα πιο κόκκινο από το λευκό. (VIII, σελ. 27)

 

Στην απελπισία ο ποιητής αντλεί την ελπίδα, γίνεται η γη που βρίσκεται όσο ποτέ πριν πλησιέστερα στην καταστροφή, αλλά και η ανθρωπότητα που στο κάθε λεπτό που περνά συνεχίζει να παράγει γνώση, να χορεύει και να τραγουδά. Από «το ποίημα είναι μια μοτοσυκλέτα/που έρχεται διαρκώς από τον Πύργο» (σελ. 11) (αναφορά στον γνωστό στίχο του Σινόπουλου  από το «Νυχτολόγιο», αλλά και σαφής υπομνηματισμός στον «Πύργο» του Κάφκα), μέχρι τον Λένιν, τον Ραμόν Μερκαντέρ και τον Γιαννούλη Χαλεπά ─ από τον Μινώταυρο και «την ωραία κόρη που γέρασε», μέχρι τον Έλιοτ, το 1917, και τον Έσδρα Πάουντ ─ από τη σιωπή της Ταναγραίας μέχρι την Κροστάνδη, τον Τρότσκι και τον πρίγκιπα Μίσκιν, κι από τον Μπένγιαμιν, τον Πρίμο Λέβι και τον Τσέζαρε Παβέζε, μέχρι την Ήρα των λυγμών και την Άκρα Μινώα, μια πόρτα ανοίγεται στον Άλλο και το επέκεινα.

Μπροστά στον καθρέφτη του, πίσω από την επιφάνεια του εσωτερικού κατόπτρου του, στις ρευστές και θολές αντανακλάσεις των κρυστάλλων και τις κυκλοτερές, σπειροειδείς επαναλήψεις των κυματισμών τους, στις στιλπνές, γυάλινες επιφάνειες που αντανακλούν, αναπαράγουν και πολλαπλασιάζουν ιδέες από όλα τα μήκη και πλάτη του ιστορικού και φιλοσοφικού του χωροχρόνου, ο ποιητής βρίσκεται σε μόνιμη εγρήγορση, βλέπει βαθύτερα όσα τον καθορίζουν.

 

«Λευκό χαρτί: Είσαι ο φόβος.

Λευκό χαρτί: Είσαι το παιδί που ρώτησε τους μεγάλους:

Ιησού ή Βαραβά;

Κανείς δεν απάντησε.

Η ιστορία συνεχίζεται.

Ακόμα.» (XIII, σελ. 36)

 

Τα «μεροκάματα» του Κ. Καναβούρη στις λέξεις είναι πολλά και μακρόχρονα. Στο ποιητικό έργο του, ποίηση και πολιτική συναντώνται. Η σχέση τους, διαρκής, πολύτροπη και εξακολουθητική, είναι ανάλογη με την εναλλασσόμενη και αντιφατική πορεία της Ιστορίας («Τέλος της Ιστορίας θα πει ομαδικός τάφος της ανθρωπότητας», όπως λέει χαρακτηριστικά σε πρόσφατη συνέντευξή του*) ─ πορεία που συνεχίζεται και θα συνεχίζεται, χάρη στο ένστικτο επιβίωσης και την ικανότητα του ανθρώπου να μαθαίνει, να ξεμαθαίνει και να ξαναμαθαίνει, σε μια Σισύφεια εναλλαγή πτήσης και πτώσης, κτήσης και απώλειας.

 

*Κώστας Καναβούρης: «Ο δικός μου θεός είναι ο άνθρωπος». Συνέντευξη στον Διονύση Μαρίνο, Andro.gr, 27.11.2021.

 

Κώστας Καναβούρης, ΑΜΝΟΣ, Ένα ποίημα στον καθρέφτη, εκδόσεις Πόλις, 2021.

Βρες το εδώ

 

Προηγούμενο άρθροΥπάρχουν κι άλλα ασήκωτα (του Ευάγγελου Αυδίκου)
Επόμενο άρθροΘεατρική ελληνική άνοιξη (της Όλγας Σελλά)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ