Στις όχθες του Ιλισσού (διήγημα του Γιάννη Πατσώνη)

0
707
Ιλισσός ποταμός σε παλιότερη απεικόνιση

 

Γιάννης Πατσώνης (*)

 

 

-Παλιόπαιδο! Νόθο! Δεν φτάνει που κλέβεις στους αστραγάλους[1] και στις αμάδες το παιδί μας, μα του βάζεις και τρικλοποδιές να πέφτει κάτω, σερνικιά αρκούδα!

Έτσι φώναζε η γριά παραμάνα η Τελευτώ, τον πεντάχρονο γιό ενός Σκύθη δούλου. Αυτός με την γυναίκα του, την Χελιδόνα, είχανε αποκτήσει δύο παιδιά: την Φιλομήλα και τον Καλλία, που είχε το παρανόμι Αρκτούρος –καθώς ήταν γεροδεμένο και αναμαλλιασμένο, κυνηγούσε άφοβα πουλάκια με τη σφεντόνα, πάλευε και κυλιόνταν

με τ’ άλλα παιδιά, σκαρφάλωνε σαν τον λύγκα ξεπερνώντας κάθε εμπόδιο.

Η γριά οικονόμος του σπιτιού, δεν καλοέβλεπε τα παιχνίδια του μικρού τους κυρίου του Αετίωνα, μ’ αυτό το αγρίμι.

Η οικοδέσποινα όμως, η μητέρα του Αετίωνα, πίστευε πως του έφταναν πια τόσα χαϊδέματα στον γυναικωνίτη. Έχοντας παρέα στα παιχνίδια του άλλα δουλάκια, ίσως να έπαιρνε κάτι από την τόλμη και αφροντισιά τους… «ε, και σε δύο χρονάκια, όταν θα κλείσει τα εφτά, θα πάει ο δικός μας σχολείο, ενώ τα άλλα θα ραβδίζουν ελιές και θα ρίχνουν κοπριές στα δέντρα να καρπίσουν. Γιατί αυτά τα σκλαβάκια, είναι σαν αγριόδεντρα. Όσο πιο απότιστα, πετάγονται ψηλά για να ρουφήξουν τον ήλιο, ενώ τα δικά μας, τα καλοθρεμμένα, γίνονται ράθυμα κι άβουλα».

Τον πατέρα του μικρού Καλλία, τον είχαν αγοράσει μετά τον πόλεμο, όταν χιλιάδες αιχμάλωτοι κατέφθασαν στην Αθήνα με τα χέρια πισθάγκωνα δεμένα. Οι δουλέμποροι τους ανέβαζαν στην εξέδρα «στον λίθο πωλήσεως» και φώναζαν «σώματα –σώματα για όλες τις δουλειές».

Και πράγματι, τους έστελναν στα χωράφια να ζεύουν βόδια στο αλέτρι, στα αμπέλια, στα εργαστήρια, να βαράν τα πυρωμένα σίδερα στο αμόνι, στον μύλο να γυρνάν μυλόπετρες. Πολλοί τραβούσανε κουπί στα πλοία.

Έτσι αγόρασαν και τον Σκύθη δούλο. Μ’ αυτός μια βραδιά δραπέτευσε, κι όταν τον πιάσανε, τον ξαπόστειλαν στα ορυχεία του Λαυρίου. Εκεί θά ’λυωνε μέσα στις μουχλιασμένες στοές – αν δεν είχε κιόλας πεθάνει, πεταμένος σε κοινό τάφο έξω από τα Τείχη.

Η γυναίκα του, σκυφτή στον αργαλειό όλη μέρα, ούτε στεναγμό, ούτε παράπονο, καθώς τον έβλεπε, φυγάδα, να τον μαστιγώνουν κρεμασμένο ανάποδα. Η κόρη τους η Φιλομήλα, με το παρανόμι «Ελαφίνα», είχε πολλά προικιά από τις Μούσες: ιδίως την παράστεκε η Τερψιχόρη στον χορό, όταν με χάρη θεία και αρμονία, έκλεβε τα βλέμματα όλων των συνδαιτημόνων στα δείπνα του κυρίου της.

Όμως παρ’ όλα τα «εύγε» παρέμενε μουγγή. Μόνο κάτι σκληρά σύμφωνα έβγαιναν απ’ το στόμα της, στη γλώσσα της ερήμου, όπου είχε μεγαλώσει. Μια Σφίγγα, πεντάμορφη!

Σαν ένα πιστό σκυλί, η γριά παραμάνα, αφοσιωμένη στα αφεντικά, πίστευε πως «το πόσο είναι ίδια και απαράλλαχτη η ιστορία, μας το λέει η ζωή η ίδια…και αν δεν είσαι με τους νικητές -κι ας ήσουνα κάποτε και συ θύμα- με την μεριά του θύτη πάντα να πηγαίνεις. Βασάνιζε όσο πιο έγκαιρα μπορείς,αυτούς που βρίσκονται σε χαμηλότερα σκαλιά από σένα, βάζοντας διαβάλματα στην κυρία, σπέρνοντας συκοφαντίες, για να μην βγάλουνε παραφυάδες τα ζιζάνια –δηλαδή οι δούλοι. Αυτούς να τους ταΪζεις τόσο, όσο για να μην πέφτουν εξαντλημένοι από την πείνα, με σύκα ξερά, κάστανα, σκόρδα, κριθαρόσουπες, ώστε να μην έχουν την δύναμη (γιατί την πονηριά πάντα θα την έχουν) για ξεσηκωμούς. Σα δούλοι που είναι, την ταπείνωση που νιώθουν, τον φθόνο και το μίσος θα φανερώσουν αργά η γρήγορα με αχαριστία και αίμα. Όλους να τους αφήνεις με κοντό χιτώνα και στα κοντοκομμένα μαλλιά τους επάνω, ένα σκούφο από δέρμα σκύλου. Βάρβαροι είναι και όχι πολίτες».

Το βράδυ, ο μικρός δούλος, όταν έσβησαν τα λυχνάρια, που τα άναβαν με το πιο φτηνό λάδι, το ίδιο που έβαζαν και στο φαγητό τους, ρώτησε δακρυσμένο στη μάνα του, «τι θα πεί νόθος;»  Μπορεί να ήταν ατρόμητο, μα δεν ήταν αναίσθητο παιδί. «Εσένα δεν σε βρήκανε σε βρεφοδόχο, είσαι δικό μας», του είπε εκείνη –και γύρισε το κεφάλι της στον τοίχο.

Την άλλη μέρα, ξεκίνησαν με τον παιδαγωγό τον Φανοστράτη, με την ράβδο του την γυριστή, να πάνε επίσκεψη στο εργαστήριο του αγγειοπλάστη Φωκίωνα. Ο Αετίων παρακάλεσε να πάρουν μαζί τους και τον φίλο του- η παραμάνα σκύλιασε όταν το έμαθε.

Περάσανε την αγορά και φτάσανε στις όχθες του Ιλισσού, όπου σε έναν παράδρομο, είχε το εργαστήριό του ο αγγειοπλάστης.

Τα παδιά θαύμαζαν την μορφή της θεάς Αθηνάς, που την χάραζε με ένα καλάμι μυτερό ο αγγειογράφος. «Αιθέρια ομορφιά», έλεγε ο παιδαγωγός… «κάτι σαν να της λείπει», έλεγε ο καλλιτέχνης και αρχίσανε μια συζήτηση βαρετή.

Μα δίχως να το πάρουν είδηση, τους ξέφυγε ο Αετίων και βγήκε στον δρόμο, γιατί καθώς ερχόνταν, είχε προσέξει κάτι παιδιά που τσαλαβουτούσανε στο ποτάμι για να πιάσουν χέλια. Σα μαγνητισμένο έτρεξε προς τα εκεί, μα σκύβοντας στην όχθη γλύστρησε, έπεσε και άρχισε να τον τραβάει μια εδώ-μια εκεί, το ρεύμα. Δίχως άλλη σκέψη ο μικρός Καλλίας πέφτει στο νερό, και πιάνοντάς τον από τα μαλλιά, τον έσυρε απαλά στην ακροποταμιά.

– Δέστε τί κουράγιο ένα μικρό παιδί!

– Μπορεί η ράτσα μας να έχει γνωρίσει ήττες και εξευτελισμούς, μα έμαθε να ορμά στον κίνδυνο, να μην κάνει πίσω όταν το καλεί η ανάγκη, έλεγε χαμηλόφωνα ο παιδαγωγός – δούλος και αυτός από την Φρυγία.

Το ίδιο βράδυ, καλέσανε στο δείπνο τους για πρώτη φορά, και τον μικρό δούλο, και του δώσανε το πιο μεγάλο κομμάτι από τον μυλωτό (πίτα με μέλι, τυρί) και το στήθος από μια ροδοψημένη πέρδικα. Η Φιλομήλα στόλιζε με στεφάνια μυρτιάς τα κεφάλια των καλεσμένων, αμίλητη όπως πάντα, ενώ ο κύριος βεβαίωνε, πως σε λίγα χρόνια θα απελευθέρωνε τον σωτήρα του γιού του, και, «τότε σίγουρα θα γίνει ένας χρήσιμος μέτοικος[2] για την πόλη της Παλλάδας».

Κι αυτά, τα έλεγε, δίχως κανένα ίχνος μεταμέλειας, για το ότι είχε μεταπουλήσει τον πατέρα του μικρού αυτού στα ορυχεία -εκεί όπου, για όλους όσους έσκαβαν μέσα στο υπόγεια πηγάδια, στα έγκατα της γης σίγουρος ήταν ο αφανισμός.

Όμως γιατί να φορτώνεται με έγνοιες περιττές; Τι είναι μήπως οι δούλοι; «Έμψυχα εργαλεία, πιο τέλεια από όλα τα άλλα», όπως έλεγε και ένας σοφός[3].

 

(*) Ο Γιάννης Πατσώνης είναι συγγραφέας. Τελευταία του συλλογή “Ανεμοδείχτες στην επτάλοφο“, Καστανιώτης

Μικρές σημειώσεις

[1]Οι αστράγαλοι, τα γνωστά κότσια, είναι ένα από τα πιο αγαπημένα παιχνίδια των παιδιών από την αρχαιότητα μέχρι και τις μέρες μας. Τους συγκέντρωναν από τα οστά των πίσω ποδιών της γίδας ή του αρνιού και μπορούσαν με αυτά να παίξουν ποικίλα παιχνίδια.

[2] Μέτοικοι: ξένοι που ήρθαν από άλλες χώρες ή πόλεις για να κατοικήσουν στην Αθήνα, καθώς και οι                 απελευθερωμένοι δούλοι.

[3] Αριστοτέλης

Προηγούμενο άρθρο“Κι οι Λυγερές σπέρνουν δροσιά. Κι όλους τους συγχωρνάνε..”(της Βαρβάρας Ρούσσου) 
Επόμενο άρθροΤων αφανών ανθρώπων διηγήματα (του Γιάννη Ν.Μπασκόζου)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ