της Δέσποινα Παπαστάθη
Η Marie Ndiaye (Μαρί Ντιάι, 1967, Pithiviers, Γαλλία) είναι από τις πλέον βραβευμένες (βραβείο Femina/2001, βραβείο Goncourt/2009, βραβείο Marguerite Youncenar/2020) και ταλαντούχες Γαλλίδες συγγραφείς, το έργο της οποίας –μυθιστορήματα, θεατρικά έργα, παιδικά βιβλία, κ.α.- οδήγησε στην ουσιαστική ανανέωση του γαλλικού μυθιστορήματος στο τελευταίο τέταρτο του 20ου αι. και εξής. Η κριτική έχει επισημάνει τη μοναδικότητα και ιδιαιτερότητα της γραφής της, η οποία στρέφεται συχνά σε θέματα κοινωνικού προβληματισμού με αφηγηματική δεξιοτεχνία. Η δεξιοτεχνία της έγκειται, ανάμεσα σε άλλα, στον ευφυή τρόπο με τον οποίο χειρίζεται τη γλώσσα, στοιχείο που καθιστά μεταφραστικό άθλο την απόδοση των κειμένων της σε άλλη γλώσσα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα συνιστά το δεύτερο μυθιστόρημά της με τίτλο Comedie classique, το οποίο αποτελεί ένα κείμενο 96 σελίδων, γραμμένο με τη μορφή μιας μακράς, πολύ μακράς περιόδου λόγου. Τα μυθιστορήματά της θεωρούνται υποδείγματα εντυπωσιακών ασκήσεων ύφους και προσωδίας, όπου περιλαμβάνονται ελλείψεις και περιλήψεις, πλεονασμοί, παρεκβάσεις, ανακόλουθα, προλήψεις και αναλήψεις, αντιθέσεις, πολλαπλές εστιάσεις και πληθώρα άλλων ρητορικών τρόπων. Η Ντιάι με την άκρως ενδιαφέρουσα ρητορική της πραγματεύεται κοινωνικά ζητήματα, στα οποία κυριαρχούν ακραίες και ανατρεπτικές για την εύρυθμη λειτουργία του κοινωνικού συνόλου πράξεις, απεικονίζοντας, έτσι, έναν κόσμο παραμορφωμένο και αναποδογυρισμένο, στον οποίο οι ηρωίδες της αναζητούν ασφαλή -ψυχικά, συναισθηματικά και σωματικά- διέξοδο.
Το μυθιστόρημα της Ντιάι Η εκδίκηση είναι δική μου (μτφρ.: Αλεξάνδρα Κωσταράκου, Πόλις, Αθήνα 2022. Τίτλος πρωτότυπου: La Vengeance m’appartient, Editions Gallimard, Paris, 2021) μας οδηγεί στον ταραγμένο -υπό το κράτος των κοινωνικών καταναγκασμών και πολλαπλών αντικρουόμενων ρόλων- ψυχισμό της σύγχρονης γυναίκας, όπου η μνήμη και η ηθελημένη λήθη εναλλάσσονται αδιάκοπα σε ένα επώδυνο παιχνίδι αυτογνωσίας και αναζήτησης ταυτότητας.
5 Ιανουαρίου 2019. Ο Ζιλ Πρενσιπό, ένας «διακριτικός, λεπτοκαμωμένος άνδρας, με το άχρωμο πρόσωπο και την αδιάφορη σιλουέτα»,[1] μπαίνει διστακτικά, σχεδόν φοβισμένα, στο δικηγορικό γραφείο της κυρίας Σιζάν. Την έχει επιλέξει για την υπεράσπιση της γυναίκας του, της Μαρλίν Πρενσιπό, η οποία κατηγορείται για τη στυγνή δολοφονία των τριών ανήλικων παιδιών τους, δύο αγοριών, έξι και τεσσάρων ετών, και ενός κοριτσιού σε βρεφική ηλικία, μόλις έξι μηνών. Η υπόθεση βρίσκεται στα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων και θα την αναλάμβαναν πρόθυμα όλα τα μεγάλα δικηγορικά γραφεία του Μπορντώ. Ωστόσο, ο κ. Πρενσιπό επιλέγει την μάλλον άσημη κυρία Σιζάν για να διεκπεραιώσει το δύσκολο αυτό έργο. Ο κ. Πρενσιπό ξυπνά παιδικές μνήμες στη δικηγόρο από ένα απόγευμα πριν από τριάντα χρόνια, που καθόρισε τη διαμόρφωση της προσωπικότητάς της και την εξέλιξη της ζωής της.
Ο αφηγητής παρακολουθεί σαν από απόσταση την κυρία Σιζάν, το όνομα της οποίας θα παραμείνει άγνωστο μέχρι το τέλος του μυθιστορήματος, στην επικοινωνία με την πελάτισσά της, στις σχέσεις της με τους γονείς, τον πρώην εραστή της και την κόρη του, καθώς και με την παράνομη μετανάστρια οικιακή βοηθό της, Σαρόν. Κυρίως, όμως, ακολουθεί την κυρία Σιζάν μέσα στα μονοπάτια του ταραγμένου συχνά ψυχισμού της, στα κανάλια των αναδρομικών αφηγήσεων που αποκαλύπτουν έναν παιδικό κόσμο, όπου θα μπορούσαν πράγματι να έχουν συμβεί τα πιο εφιαλτικά σενάρια.
«Τι ήταν γι’ αυτήν ο Ζιλ Πρενσιπό;», αναρωτιέται συνεχώς η κυρία Σιζάν. Τι είχε συμβεί πριν τριάντα χρόνια στο κλειστό δωμάτιο του νεαρού αγοριού, όσο η μητέρα της σιδέρωνε τα ρούχα της οικογένειας στην οποία εργάστηκε περιστασιακά ως οικιακή βοηθός; Είχε δίκιο να επιμένει σε πείσμα όλων πως εκείνο το μακρινό απόγευμα ήταν το πιο χαρούμενο, το καλύτερο της ζωής της; Μήπως η ανυποψίαστη μητέρα, η αφελής μητέρα της, έχοντας συνείδηση της ανεπάρκειάς της, θέλησε η κόρη τους να ξεφύγει από τη δική τους ζωή και την ώθησε στην πιο τραυματική εμπειρία της ζωής της; Γιατί η Μαρλίν έπνιξε στη μπανιέρα τα τρία παιδιά της; Γιατί ο κ. Πρενσιπό δεν φαίνεται και τόσο λυπημένος;
Πληθώρα ερωτημάτων κατακλύζουν την αφήγηση, η οποία άλλοτε πραγματώνεται στο τρίτο πρόσωπο και άλλοτε στο πρώτο θέτοντας στο αφηγηματικό προσκήνιο με αμεσότητα τις σκέψεις και τα συναισθήματα της κεντρικής ηρωίδας, της κυρίας Σιζάν. Ο αναγνώστης σε όλο το μυθιστόρημα αφουγκράζεται τη φωνή της κυρίας Σιζάν είτε στον ελεύθερο πλάγιο λόγο, είτε στους εσωτερικούς μονολόγους, αλλά και στον διάλογο, ενώ συχνότατη είναι η συσσωρευτική χρήση των ερωτηματικών προτάσεων, τις περισσότερες φορές ρητορικών, συνθέτοντας έναν αφηγηματικό κόσμο όπου κυριαρχεί η διάσπαση, η παραίσθηση, η ροή της συνείδησης. Οι τεχνικές αυτές δίνουν μορφή σε ένα από τα βασικότερα θέματα που προβληματίζουν τη συγγραφέα στα μυθιστορήματά της: στην εναγώνια προσπάθεια των ηρωίδων της να συνθέσουν το διαλυμένο παζλ της ζωής τους, εσωτερικής και εξωτερικής, να ενώσουν τους σπασμένους αρμούς του παρελθόντος με το παρόν. Κι αυτό γιατί στα μυθιστορήματα της Ντιάι τα πράγματα ποτέ δεν είναι ακριβώς έτσι όπως δείχνουν ή φαίνονται. Έτσι, η μητέρα αντί να προστατεύει και να φροντίζει τα παιδιά της, άλλοτε τα οδηγεί στην πορνεία, άλλοτε κλείνει τα μάτια στην κακοποίησή τους, ή ακόμη περισσότερο …τα δολοφονεί.
Στο κέντρο του προβληματισμού της Ντιάι, και σε αυτό το μυθιστόρημά της, είναι οι προβληματικές οικογενειακές σχέσεις κυρίως των ηρωίδων της, μιας και η συγγραφέας κινεί τα νήματα της αφήγησης κεντρομόλα και φυγόκεντρα πάντα σε σχέση με την έσω και έξω ζωή της γυναίκας. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον στον τρόπο με τον οποίο χειρίζεται τη γλώσσα είναι η σχεδόν εμμονική χρήση από τη συγγραφέα κάποιου κάθε φορά συνδέσμου που ενισχύει εμφατικά το νόημα των λεγομένων και των πράξεων των ηρωίδων. Διαβάζοντας τη σκηνή της ομολογίας του ειδεχθούς εγκλήματος από τη Μαρλίν ο αναγνώστης χωρίς δυσκολία εντοπίζει την επαναληπτική χρήση του «αλλά».
Η Μαρλίν μέσα στη φυλακή μιλά στην κυρία Σιζάν:
«Μα ναι, αλλά είμαι καλά εδώ που βρίσκομαι, αλλά τώρα όλοι είναι ευγενικοί μαζί μου. Αλλά δεν ήταν έτσι στην αρχή αλλά το καταλαβαίνω αλλά δεν κατηγορώ κανέναν για τίποτε αλλά τώρα με αποδέχονται όπως είμαι, μ’ αυτό που έχω κάνει, παρόλο που είναι δύσκολο για μερικές από τις γυναίκες που με περιβάλλουν αλλά τώρα με αποδέχονται, ναι. Αλλά δεν είμαστε εδώ για ν’ αγαπάμε στον εαυτό μας. Αλλά για ν’ αγαπάμε ο ένας τον άλλο, θέλω να πω. […] Αλλά τώρα που σας μιλάω δεν θα ήθελα να βρίσκομαι πουθενά αλλού παρά μόνο σ’ αυτή τη φυλακή. Αλλά δεν έχω πια δικό μου σπίτι, αλλά τόσο το καλύτερο. Αλλά, όχι, το σπίτι μας στο Μπουσκά, αλλά δεν μου άρεσε, αλλά είχα φτάσει στο σημείο να το απεχθάνομαι. […]Αλλά η πράξη μου δεν εισχωρεί εδώ. […] Αλλά κανένας δεν εξαρτάται από μένα. Αλλά δεν χρειάζεται να σκέφτομαι την ικανοποίηση κανενός. […] Αλλά ρωτήστε τον αν του λείπουν τα παιδιά. Αλλά νομίζω ότι τα παιδιά δεν του λείπουν, αλλά νομίζω ότι μόνος στο σπίτι του στο Μπουσκά, υποφέρει και στενάζει αλλά του αρέσει η μοναξιά του και δεν νοσταλγεί καθόλου την πραγματική παρουσία των παιδιών. […] Αλλά αν τα παιδιά μου λείπουν εμένα; Αλλά δεν ξέρω. Προτιμώ να μη μιλάω γι’ αυτό. […] Αλλά έκλαψα τη ζωή τους, αλλά δεν ήθελαν να πεθάνουν. Αλλά ο Τζέισον πάλεψε. Αλλά πάλεψα μαζί του αλλά δεν τον πήρε ο άγγελος αλλά εγώ, αλλά η στοργική του μητέρα. […] Αλλά δώσαμε μάχη. Αλλά νομίζω ότι φώναξε ή ότι προσπάθησε να φωνάξει, αλλά δεν θυμάμαι πια και τόσο καλά. Αλλά έκλεισα τα μάτια. […]».[2]
Αλλά, αλλά, αλλά… Πλήθος από αλλά συνθέτουν την ταραγμένη ψυχοσύνθεση της παιδοκτόνου μητέρας, του αδιάφορου και απόμακρου πατέρα, της διχασμένης -ανάμεσα στο καθήκον και το μίσος που προκαλεί το έγκλημα, ανάμεσα στο θολό παρελθόν και το αβέβαιο παρόν- κυρίας Σιζάν, αλλά και των υπόλοιπων ηρώων του κοινωνικού αυτού μυθιστορήματος. Διαχρονικά ζητήματα για τη θέση της γυναίκας που εγκλωβίζεται σε πολλαπλούς ρόλους, τις ποικίλες και αντικρουόμενες όψεις της γυναικείας προσωπικότητας, τη συχνά εξουσιαστική και κάποτε χειριστική συμπεριφορά του άνδρα τίθενται για άλλη μια φορά στον πυρήνα του προβληματισμού της Ντιάι, η οποία φέρνει τον αναγνώστη αντιμέτωπο με τις πιο σκοτεινές όψεις της γυναικείας ψυχής, καθώς διερευνά το αποτρόπαιο και πέρα από κάθε λογική έγκλημα της παιδοκτονίας. Ποια μπορεί να είναι η φύση αυτού του εγκλήματος, αναρωτιέται η κυρία Σιζάν. Η Ντιάι αποκαλύπτει και συνάμα αποκρύπτει την απάντηση, αφήνοντας μας να βρούμε τη δική μας βασανιστική αλήθεια.
Σημειώσεις:
[1] Marie Ndiaye, Η εκδίκηση είναι δική μου, μτφρ.: Αλεξάνδρα Κωσταράκου, Πόλις, Αθήνα 2022, σ. 8.
[2] Στο ίδιο, σ. 124-130.
Marie Ndiaye, Η εκδίκηση είναι δική μου,μτφρ.: Αλεξάνδρα Κωσταράκου, Πόλις, Αθήνα 2022.
Βρες το εδώ