του Ηλία Καφάογλου
Μία μέρα μετά τον εμπρησμό του Ράιχσταγκ στις 27 Φεβρουαρίου 1933, ο Μπέρτολτ Μπρεχτ, μαζί με τη σύζυγό του, Έλεν Βάιγκελ και μερικούς φίλους, φεύγουν με τρένο για την Πράγα. Μετά από σύντομες στάσεις στη Βιέννη, στο Παρίσι και στην Ελβετία, οι πρόσφυγες εγκαθίστανται σε ένα αγρόκτημα στο Σβέντμποργκ στη Δανία και γρήγορα οι φυγάδες μετακινήθηκαν στη Φινλανδία, φιλοξενούμενοι της θεατρικής συγγραφέως Χέλλα Βονολιγιόκι, από θεατρικό έργο της οποίας ο συγγραφέας του Κύκλου με την κιμωλία εμπνεύστηκε τον Κύριο Πουντίλα και τον άνθρωπό του τον Μάττυ. Ο Μπρεχτ μετατρέπει σε γραφείο έναν αχυρώνα και εκεί γράφει, κατά το διάστημα 1933-1939, μερικά από τα πλέον εμβληματικά έργα του, όπως τη Μάνα κουράγιο και τα παιδιά της. Εκεί, μέχρι οι πρόσφυγες να αναχωρήσουν μέσω Μόσχας και Βλαδιβοστόκ για τις ΗΠΑ, για να εγκατασταθούν το 1942 στην Καλιφόρνια, στη Σάντα Μόνικα. Μέχρι να φύγει για τις ΗΠΑ στα μέσα Μαḯου 1941, ο Μπρεχτ είχε γράψει 15 από τους 19 Διαλόγους, στη Σάντα Μόνικα πρόσθεσε 4 νέους διαλόγους, επεξεργαζόμενος, παράλληλα, όλο το έργο, το οποίο εκδόθηκε μετά τον θάνατο του συγγραφέα το 1957-1958 και ολοκληρωμένο το 1961.
‘Ηδη από αυτό το ημερολόγιο εξορίας που αδρομερώς περιγράψαμε γίνεται αντιληπτό ότι ο Μπρεχτ ενοφθαλμίζει στους Διαλόγους του βιωματικό υλικό από την εν Ευρώπη οδοιπορία του, μέχρι –διωκόμενος από το ναζιστικό καθεστώς– να φτάσει στις ΗΠΑ. Στην πραγματικότητα, συγκροτεί μια άσκηση Διαλεκτικής, σχόλιο για την οποία, «το καλύτερο είναι η προσφυγιά», με τους πρόσφυγες να είναι «οι πλέον οξύνοες οπαδοί της Διαλεκτικής», αφού «από τη μικρότερη ένδειξη φτάνουν στα πιο σπουδαία γεγονότα, αρκεί βέβαια να είναι σε θέση να σκεφτούν», όπως διαβάζουμε στον Διάλογο ΧΙ.
Δύο πολιτικοί πρόσφυγες διαλέγονται καθισμένοι σε ένα τραπέζι εστιατορίου στον σιδηροδρομικό σταθμό του Ελσίνκι, Χελσινκφόρς, ο Κάλε και ο Τσίφελ. Συζητούν για τον υλισμό, τις αρετές, την πορνογραφία, τον πόλεμο, τον φασισμό, την έννοια του λαού, τον πατριωτισμό, τη δημοκρατία, τα πούρα και τον καφέ. Συζητούν και διαλέγονται φιλοσοφικώ τω τρόπω για το πώς κανείς μπορεί να επιβιώσει σε δύστηνες εποχές.
Ο Κάλε, του οποίου το όνομα παραπέμπει στον Καρλ Μαρξ, και ο οποίος ως θεατρική περσόνα εμφανίζεται και στον Κύριο Πουντίλα, είναι βιοπαλαιστής, ο Τσίφελ αστός, χημικός στο χειρόγραφο, που γίνεται μηχανικός στο δακτυλόγραφο του κειμένου. Ό,τι πολυτιμότερο και δύο διαθέτουν είναι τα διαβατήριά τους, όπως εξαρχής το επισημαίνει ο Μπρεχτ. «ένας άνθρωπος μπορεί να παέι οπουδήποτε στον κόσμο, με τον πιο απερίσκεπτο τρόπο και χωρίς να συντρέχει ιδιαίτερος λόγος, δεν γίνεται όμως το ίδιο μ΄ ένα διαβατήριο. Αν λοιπόν είναι καλό, η ισχύς του θ΄αναγνωριστεί, ενώ όσο καλός και να είναι ένας άνθρωπος, η αξία του μπορεί να μην αναγνωριστεί ποτέ», μας ειδοποιεί σχετικά ο «κοντόχοντρος», ο Καλέ, με «χέρια μεταλλεργάτη». Προσφυγιά τότε, και τώρα, σημαίνει ανωνυμία, απώλεια ταυτότητας, σημασιολογεί την έκλειψη επαγγελματικής υπόστασης, σηματοδοτεί τη διαρκή μετακίνηση, το ξερίζωμα, την συμπερίληψη του ανθρώπου σε περιβάλλον, με τα συστατικά του διαρκώς υπό αναίρεση. Ο πρόσφυγας είναι ο μονίμως περιπαλανώμενος και πλάνης, σε αναζήτηση ριζώματος, ταυτότητας. Έτσι, συχνά πυκνά χαμηλόφωνα συζητά, υπαινικτικά, αφού αισθάνεται μονίμως καταδιωκόμενος, διαλέγεται, «απο-οικειοπείται», αποστασιοπείται από τα ίδια τα αντικείμενα του διαλόγου του, οιονεί αποκομμένος από τον κοινωνικό περίγυρο, συχνά αφιλόξενος. Η προσφυγιά είναι ένας «λανθάνων αναχωριτισμός». Λένε οι πολιτικοί πρόσφυγες, ιδίως σε δημόσιο χώρο, «όλα όσα θέλουν να πουν, αλλά με τέτοιον τρόπο ώστε να ακούγονται τουλάχιστον αμφίσημα», όπως για τους ήρωές του ο ίδιος ο Μπρεχτ επισημαίνει και η Δέσποινα Σκούρτη στο Επίμετρο της κατορθωμένης μετάφρασης του ανά χείρας βιβλίου παραθέτει.
Έτσι συζητούν ο Κάλε και ο Τσίφελ, περσόνες συγχρόνως αλληλοσυμπληρούμενες και αμοιβαία παρεκκλίνουσες. Διαλεκτικά προσπαθούν να κατανοήσουν τη δική του πραγματικότητα, ύστερα από τότε που στη Δημοκρατία της Βαïμάρης, «ούτε καλή ούτε κακή […], εν πολλοίς καλή, μιας και φρόντιζε μονάχα για τις δικές της υποθέσεις, λόγου χάριν για το μοίρασμα των οφιτσίων, αφήνοντας λίγο πολύ στην ησυχία τους όσους δεν είχαν και πολλά πάρε δώσε μαζί της, δηλαδή τον λαό», την εκτίναξη της ανεργίας, τη «γενικότερη φτωχοποίηση», την οποία ο Τσίφελ, στα Απομνημονεύματά του που διαβάζει στον Κάλε, «και αν μπορούσε, δεν είχε σκοπό να παρουσιάσει». Δεν είναι σε θέση, γράφει και διαβάζει, να επισημάνει τους λόγους «που μας έφτασαν ως εκεί» και τους λόγους για τους οποίους «ξαφνικά, όλος ο κόσμος μιλούσε για τον Πωστονλένε», τον Χίτλερ, που μόνον δύο φορές στους 19 Διαλόγους αναφέρεται με το επώνυμό του, χωρίς, βεβαίως, να είναι διόλου απρόσωπος, αλλά να εκπροσωπεί, ως «Πωστονλένε» όλους όσοι εκείνη την εποχή, και σήμερα, δεν κυριαρχούν μόνο με τις απόψεις τους, αλλά και αν ελέγχει τη σκέψη του «λαού», λέξη «ιδιότυπης». Πράγματι, για τον Κάλε έχει δύο διαφορετικές σημασίες, «μία για εσωτερική και μία για εξωτερική». Στο εξωτερικό, συνεχίζει ο Κάλε, «όταν έχουμε να κάνουμε με άλλους λαούς, οι μεγαλοβιομήχανοι, οι τσιφλικάδες, οι υψηλόβαθμοι δημόσιοι υπάλληλοι, οι στρατηγοί, οι επίσκοποι κ.λπ. φυσικά ανήκουν στον γερμανικό λαό και σε κανέναν άλλο. Αλλά στο εσωτερικό, όταν πρόκειται δηλαδή για την εξουσία, τότε θα ακούσετε αυτούς τους κυρίους να αναφέρονται στον λαό με φράσεις όπως ‘’η μάζα΄΄ , ΄΄η πλέμπα΄΄. Οι ίδιοι δεν αποτελούν μέρος του». Κι αν οι κύριοι αυτοί δεν συγκαταλέγονται στις γραμμές του «λαού», και ο «λαός» το αντιλαμβάνεται, οπότε η δημοκρατική λαïκή κυριαρχία γυρίζει σε λαïκή δικτατορία, όταν, μάλιστα, η ιδέα της φυλής έρχεται στο προσκήνιο. «Εμείς οι Γερμανοί […] εξασφαλίζουμε με αυτόν τον τρόπο έως και ένα είδους ιστορίας», λέει ο Τσίφελ στον συνομιλητή του. «Μιας και ποτέ δεν υπήρξαμε έθνος, μπορούμε τώρα να υπάρχουμε τουλάχιστον σαν φυλή» – η ιδέα της φυλής «είναι η προσπάθεια του μικροαστού να γίνει ευγενής», κατά τον τρόπο του Τσίφελ και του Μπρεχτ, βεβαίως, που έπλεος χιούμορ σε όλο το κείμενο των διαλόγων, με εμφανείς τις οφειλές στον Ντιντερό, τον Ραμπελαί, αλλά και ρητά στον Τσάπλιν, αποδίδει φόρο τιμής στον Χέγκελ.
Ο Χέγκελ «είχε τέτοια αίσθηση του χιούμορ, που αδυνατούσε για παράδειγμα να φανταστεί την τάξη χωρίς την αταξία, και μάλιστα δεν σταμάτησε σε αυτό, αλλά είπε κιόλας πως βρίσκονταν στο ένα και το αυτό μέρος! […] Όπως όλοι όσοι διαθέτουν χιούμορ, έτσι κι εκείνος ενδιαφερόταν κυρίως για το αποτέλεσμα της μετάλλαξης των πραγμάτων […] Εκεί που όλα δείχνουν να κυλούν ήρεμα και ράθυμα, […] ξαφνικά έρχεται η ρήξη», με τα λόγια του Τσίφελ. Στον Χέγκελ οι έννοιες λικνίζονται ακατάπαυστα στον θρόνο τους, συνεχίζει ο Μπρεχτ διά στόματος Τσίφελ, «πράγμα που αρχικά τους αρέσει πολύ, μέχρι τη στιγμή που ο θρόνος γκρεμίζεται», εν αταξία, που κυοφορεί την άλλη τάξη. Κι αυτό είναι η Διαλεκτική. «Ας πιούμε στην υγειά της!»
Bertolt Brecht, Διάλογοι προσφύγων, Μετάφραση-Επίμετρο: Δέσποινα Σκούρτη, Κριτική, 2022.
Βρες το εδώ