Αντώνης Ψάλτης (διήγημα).
Το σόι, από την πλευρά της μάνας μου, έφυγε από την Αλεξάνδρεια, κακήν κακώς, τότε με τον Νάσερ, κοντά στο εξήντα πέντε. Μόνο δύο δεν γύρισαν στην πατρίδα. Ο ένας μπαρκάρισε, ο άλλος Γιοχάνεσμπουργκ στα εργοστάσια. Οι λοιποί διασκορίστηκαν στην Ελλάδα τήδε κακείσε. Κάποιοι με δυό βαλίτσες στο χέρι, τα απαραίτητα δηλαδή. Κάποιοι, απ’ ότι ξέρω (δεν μου ‘χει πει και πολλά) μακρινοί συγγενείς της μητέρας μου, παρατώντας τεράστιες (και για μένα αποικιοκρατικές) περιουσίες. Όλοι τους βεβαίως απ’ την αρχή και για χρόνια μετέπειτα βλαστήμαγαν, κι ας πήγε το εξήντα επτά ο βασιλιάς (κι ας δήλωναν βασιλικοί μηδενός εξαιρουμένου) στον Νάσερ επίσημη επίσκεψη μπας και ηρεμήσει το πράγμα, μήπως βρεθεί και καμιά οικονομική φόρμουλα. Εγω πάλι άμα ακούω για βασιλιάδες κι εκκλησίες εκνευρίζομαι και μ’ ανεβαίνει το αίμα στο κεφάλι. Από μικρός, έτσι ενστικτωδώς, αλλά πολύ περισσότερο τώρα, που η ακροδεξιά, ο εθνικισμός και τα καθε λογής φασιστάκια παίρνουν πάλι στη Ελλάδα, μα και στην Ευρώπη, την ανιούσα. Εγώ είμαι αναρχικός, μαυροκόκκινος μέχρι τα μπούνια. Και στις συνελεύσεις παίρνω θέση, και στις καταλήψεις πρώτος, και στις πορείες κατεβαίνω, αλλά κυρίως είμαι θεωρητικός. Γράφω δοκίμια για την νέα αναρχία, όχι μόνο να βλέπουμε τους πρόγονους, να δούμε και τώρα πως θα πορευτεί ο χώρος. Συμμετέχω και στην έκδοση μιας αντιεξουσιαστικής φοιτητικής εφημερίδας (σπουδάζω στην Αθήνα στο Μετσόβιο αρχιτέκτονας) με πανελλήνια εμβέλεια, λέγεται “Αντίκρουση”. Εκεί κυρίως αρθογραφώ. Η “Αντίκρουση” ιδρύθηκε ως απάντηση του χώρου στην εφημερίδα “Κρούσις”. Για λόγους ευνόητους δεν θα αναφέρω τα αναγνωριστικά στοιχεία της. Η “Κρούσις” είναι, θα έλεγα, μια απ’ τις πλέον ακραίες και σωβινιστικές (με όλες τις ερμηνείες του όρου) εφημερίδες στην χώρα μας. Δεν πουλάει πολλά φύλλα, κάτι σαν επαρχιακή, αλλά το κακό που κάνει μέρα με την μέρα γίνεται όλο και πιο εμφανές. Τα βλέπουμε στις γειτονιές, τα βλέπουμε στην βουλή, που δεν την γουστάρω μεν, αλλά όχι κι έτσι. Με κάθε μέσο πρέπει να σταματήσει αυτή η κατάσταση. Εγώ, τουλάχιστον, παλεύω με τον λόγο μου, όπως κάθε φορά μπορώ. Γράφω και πολιτικά τραγούδια και ποιήματα, μα κυρίως μ’ αρέσουν τα διηγήματα. Πιστεύω στην δύναμη (πολιτική, κοινωνική, εκπαιδευτική, ανθρώπινη εντέλει) της τέχνης. Έχω ήδη εκδώσει δύο συλλογές διηγημάτων και για την ηλικία μου νομίζω τα πάω καλά. Οι γονείς μου με βοήθησαν πολύ σ’ αυτό, με παρότρυναν και δεν με χλεύασαν ποτέ, όπως με άλλους συνομήλικους που ξέρω.
Μια φορά μου είπε η μητέρα μου, ξέρεις είχα κι εγώ εναν θείο, όχι πρώτος, δευτεροθείο που λέμε, λογοτέχνη, ακαδημαϊκό. Το ακαδημαϊκός το τόνισε με περηφάνια, τώρα ήταν δεν ήταν δεν γνωρίζω. Δεν μου τον είχε αναφέρει πρωτύτερα ποτέ, και μάλλον είχε από την Αλεξάνδρεια να τον δει. Νικόλας Αναγνώστου. Καλά της λέω γω. Της φάνηκα αδιάφορος, σαν να μην είχα δώσει σημασία, μα χάρηκα ενδόμυχα. Μέχρι που ανακάλυψα μία μικρή νουβελίτσα του (ένα από τα αρκετά του πονήματα) στα κλασικά σεντούκια των γονιών με ξεχασμένα αντικείμενα. Τίτλος: “Ελ Αλαμέϊν”, έκδοση Αλεξάνδρεια 1961, συνεπώς αυτοέκδοση. Υπήρχε μάλιστα στην σελίδα του ψευδότιτλου ενυπόγραφη καλλιγραφική (σίγουρα με πένα και μελάνι) αφιέρωση στην μητέρα μου: “στην λατρευτή ανηψιά μου…” και τα σχετικά. Έριξα μια γρήγορη ματιά, αναμνήσεις απ’ τον πόλεμο και τα λοιπά. Άλλη γραφή, περασμένων αντιλήψεων, κομψευάμενη τρόπον τινά. Νυγείς απ’ το κεντρί της περιέργειας αποφάσισα να ψάξω πληροφορίες περί του θείου Ανανγνώστου. Η πρώτη κίνηση, εύκολη και αυτοματοποιημένη, ήταν να αναζητήσω το όνομά του στο διαδίκτυο. Η πρώτη ανάρτηση που είδα (ένα μονόστηλο εφημερίδας του δύο χιλιάδες δεκατέσσερα) ήταν μια επιμνημόσυνη δέηση στην εφημερίδα “Κρούσις”:
“Συμπληρώνονται σήμερα δύο χρόνια από το θάνατο ενός γνωστού ευπατρίδη, λογοτέχνη, ποιητή και εκλεκτού συνεργάτη της εφημερίδας “Κρούσις” Νικολάου Αναγνώστου. Η τακτική επιφυλλίδα του “Κρούσις Ιδεών” ήταν τόσο αγαπητή από τους αναγνώστες της εφημερίδας και με τη βαθιά πνευματικότητά του θα μένει πάντα στη μνήμη όσων ευτήχησαν να τον γνωρίσουν ή να τον διαβάσουν, σαν μια φυσιογνωμία με απέραντη ευαισθησία, απλότητα σεμνότητα και ανθρωπιά. Έδινε με τα κείμενά του αγώνα, χωρίς να χαρίζεται σε κανέναν, για την διάδοση και διάσωση όλων των κοινών και ομοούσιων ιδεωδών που μας συνδέουν από χιλιετίες σαν Έλληνες. [Το “σαν Έλληνες”, σημειώνω, είναι τραγικό εκφραστικό λάθος, δείγμα αγράμματων και ημιμαθών, αλλά από την “Κρούση” τι να περιμένεις…]. Η μεγάλη ευαισθησία του, ο πατριωτισμός του, η άκαμπτη αγάπη του για τις δύο πατρίδες του, πρώτα την Ελλάδα και μετά την Αλεξάνδρεια και τον ελληνισμό της, ήταν εμφανείς σε όλο του το έργο……..”.
Το κεντρί με είχε δηλητηριάσει. Αναζήτησα την μητέρα μου (δημοκρατική κι έξω από τα βρώμικα παιχνίδια της πολιτικής και της εκκλησίας) στο τηλέφωνο. Το και το της λέω. Δεν νομίζω, μου απαντά κάπως σφιγμένα, ήταν καλός άνθρωπος, τι να πώ…
Μήνες αργότερα, κι ενώ είχα ξεχάσει τα περί θείου, τα καθημερινά γεγονότα, άλλωστε τρέχουν ραγδαίως και η επαγρύπνηση απαιτεί δυνάμεις και προσοχή στο άπληστο παρόν, συνέβη ο θάνατος του υπέργηρου παππού μου, πατέρα της μητρός μου. Στην κηδεία παρευρέθησαν αρκετοί από το σόι. Κάποια στιγμή, στον επικήδειο καφέ, με πλησιάζει η μητέρα μου συνοδευόμενη από μια κοπέλα. Έμοιαζε κάπου στην ηλικία μου, συμπαθητική. Η τάδε, μου λέει, ανηψιά του θείου Νικόλα που σου χω πει. Τρέχα γύρευε μακρινότατη συγγενής εξ αγχιστείας, ουσιαστικά διόλου συγγενής και παντελώς άγνωστη. Μάλιστα κάνω γω, τείνω χειραψία, τυπική, παγωμένη κι επιφυλακτική. Αντιθέτως η κοπέλα με προσεγγίζει εγκάρδια, χαίρομαι πολύ που σε γνωρίζω, μου λέει, με φιλάει θερμά και σταυρωτά, αρκετά κοντά στον κανθό των χειλέων (αν μπορώ έτσι να το πω). Έχω διαβάσει τα βιβλία σου, συνεχίζει, και τ’ άρθρα σου, μ’ αρέσουν πολύ, και σαν να μου ΄κλεισε το μάτι, να βγούμε, συνεχίζει, να τα συζητήσουμε, και μου πασάρει σ’ ένα μπιλιετάκι τον αριθμό του τηλεφώνου της.
………………………………………….
2016