Στιγμιότυπα και όψεις της μοναξιάς (του Βαγγέλη Δημητριάδη)

0
510

του Βαγγέλη Δημητριάδη

 

«Μήνας περνά και φέρνει άλλον μήνα»

Κ. Καβάφης

 

 

Ο κεντρικός στόχος των διηγημάτων στα Τοπία εντός θα μπορούσε να αποδοθεί συνοπτικά με ένα απόσπασμα από το έργο του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη: «Χειμών βαρύς, οικία καταρρέουσα, καρδία ρημασμένη. Μοναξία, ανία, κόσμος βαρύς, κακός, ανάλγητος. Υγεία κατεστραμμένη… Δεν ημπορούσε πλέον να ζήση να αισθανθεί, να χαρή». Διότι η Γεωργία Μαμά στην τρίτη πεζογραφική της απόπειρα εισδύει εντός της ψυχής για να ανιχνεύσει τα μύχια της ανθρώπινης ύπαρξης, η οποία αγωνίζεται να επιβιώσει ανάμεσα σε ποικίλες ψυχοπνευματικές, ενίοτε και σωματικές αντιξοότητες, βυθισμένη στην αδιάφορη κοινωνία της εποχής μας.

Οι χαρακτήρες των διηγημάτων της κινούνται ή ακινητούν σχεδόν ανώνυμοι στο πλήθος της μεγαλούπολης. Είναι απομονωμένοι, εσωστρεφείς, μελαγχολικοί, παρατημένοι. Η σκέψη τους αγωνίζεται να ορθοποδήσει, ανατρέχοντας σε χαρούμενες μέρες, σε περιστατικά και πρόσωπα οριστικά χαμένα στο παρελθόν. Γι’ αυτούς η αντίστιξη του πριν με το τώρα δεν επιτρέπει κάποια αντικειμενική σύγκριση του παρόντος με τα περασμένα. Σε όλες τις περιπτώσεις οι μοναχικοί μεσοαστοί, γυναίκες και άντρες, επιβιώνουν με δυσκολία, αντλώντας ενισχυτές από συμπιεσμένες εμπειρίες, που από τα κατάβαθα της μνήμης τους αναβλύζουν κατά κύματα στην επιφάνεια της συνείδησης, για να υποστηρίξουν τον επισφαλή βηματισμό τους, χωρίς ωστόσο στην ουσία να το καταφέρνουν, αφού οι ίδιες αυτές μνήμες συνιστούν τις αιτίες που τους έχουν ωθήσει στις μη φυσιολογικές στάσεις και συμπεριφορές: στην πνευματική υπερκόπωση, στην επικοινωνιακή αρρυθμία, στους ψυχαναγκασμούς, στην αγοραφοβία, στις προ-ψυχωτικές καταστάσεις, στον αυτισμό.

Οι άνθρωποι στα διηγήματα της Μαμά νιώθουν απροστάτευτοι. Φεύγουν από τη ζωή «αθόρυβα και απροσδόκητα, όπως έζησαν». Τα πολύχρωμα φώτα, οι λάμψεις, οι μυρουδιές δεν καλύπτουν την ψυχική ανωριμότητα, την ανασφάλειά τους. Εστιάζουν το απλανές βλέμμα τους στο άπειρο και ανεξερεύνητο κενό της ψυχής. Η ανία για όσα συμβαίνουν κατ’ επανάληψη, η αδιαφορία για τον επίσης αδιάφορο, ξένο ή διπλανό συνάδελφο ή συμπολίτη, η τυπική σχέση, οι παθογένειες της μονογονεϊκής οικογένειας, οι αυτιστικές κινήσεις με ένα κλαδάκι ή μερικά φυλλαράκια δεντρολίβανο στα δάχτυλα, συνθλίβουν όλες τις αντιστάσεις τους… Τις γιορτινές μέρες η μοναξιά τους γιγαντώνεται επικίνδυνα, λες και περιμένει σαδιστικά τον κατάλληλο χρόνο να σημαδέψει με την παγωνιά της τη ζωή, τους ανθρώπους, οι οποίοι κατά βάθος είναι ο ίδιος απομονωμένος, περιπλανώμενος Κάιν, χωρίς φύλο, ηλικία, προοπτικές, ανελέητα κυνηγημένος από τον ηττημένο εαυτό του.

Γι’ αυτούς τους λόγους δεν προκαλεί εντύπωση που η παιδική ηλικία λειτουργεί σαν καταφυγή της μνήμης, σαν επίγειος παράδεισος, έστω μη υπαρκτός και εμφανίζεται σαν μια σκιώδης ανάμνηση όπως ο απρόσιτος Παράδεισος των Γραφών. Με θετικές αναμνήσεις η αναδρομή στα παιδικά χρόνια υποστυλώνει την κλονισμένη αυτοπεποίθηση και ωθεί εποικοδομητικά τους ανθρώπους στην επόμενη μέρα. Σε αυτό το ενδεχόμενο, το «κάποτε, όταν ήμουν παιδί» αποβαίνει συνδετικός κρίκος με την κανονικότητα, την ψυχοσωματική υγεία. Ωστόσο, υπάρχει και η αντίστροφη εκδοχή, όταν οι παιδικές αναμνήσεις ανακαλούν ενοχές, δυσάρεστα γεγονότα και αρνητικές καταστάσεις. Τότε επιχειρείται εσκεμμένη απώθηση των αναμνήσεων της δύσκολης παιδικής ηλικίας, έτσι ώστε να απαλλαγεί το άτομο από την οδύνη και τα τραύματα της ψυχής του. Αυτές οι αντικρουόμενες όψεις των απωθήσεων και ανακλήσεων οδηγούν στην εσωστρέφεια, στην εθελούσια απομόνωση του πολίτη της μεγαλούπολης και τον καθιστούν ξένο σώμα στο οικείο ή ευρύτερο περιβάλλον του.

Οι περισσότεροι χαρακτήρες των διηγημάτων είναι ασθενείς στο νοσοκομείο ή υπάλληλοι, εργαζόμενοι γενικώς στο δημόσιο ή στον ιδιωτικό τομέα μέσα στην πνιγηρή ατμόσφαιρα των απρόσωπων γραφείων. Η συμβολική επινόηση της μοβ γλάστρας που συνοδεύει χρωματικά την γκρίζα άχρωμη ζωή ενός έντιμου παλιού υπαλλήλου δίνει το στίγμα της αβεβαιότητας, του πένθιμου περιβάλλοντος και του τέλματος που βυθίζεται κάθε υγιής ύπαρξη από τη ρουτίνα της επανάληψης. Η διαβίωση σε τέσσερις τοίχους ενός διαμερίσματος είναι αβάσταχτη ακόμα και για ένα λουλούδι, έστω και αν μεταφέρεται με αγάπη σαν κατοικίδιο τα βράδια στο νεροχύτη μέχρι να μαραθεί, προφανώς από τον εγκλεισμό. Η απομόνωση των Τοπίων εντός έχει συντροφιά τα αμίλητα λουλούδια, κατά προτίμηση τα άοσμα γεράνια.

Οι ματαιώσεις στρέφουν το βλέμμα στον ουρανό, η αδιαφορία είναι ο χειρότερος εχθρός, γιατί είναι απροσδιόριστος και τα χαρακτηριστικά της κρύβονται πίσω από μάσκα. Η μοναξιά γέννημα και αποτέλεσμα του καραδοκούντος θανάτου αλλά και ο θάνατος γέννημα και αποτέλεσμα της μοναξιάς, ταυτίζονται και συνυπάρχουν. Μοιάζει με ίσκιο που προϋποθέτει το σώμα αλλά και σώμα που δεν μπορεί να θεωρηθεί ζωντανό δίχως τον ίσκιο του.

Το ψυχογραφικό διάγραμμα του περιπλανώμενου ήρωα των διηγημάτων μπορεί να σχηματισθεί με φόντο την ανωνυμία της πόλης και συστατικά του τη ψυχολογική ανωριμότητα, την κενότητα, τη λύπη και τον άδειο χρόνο εφτά –με όσα ο αριθμός συμβολίζει– σταματημένων ρολογιών. Ενός χρόνου ανήμπορου να καλύψει τις ζωτικές ανάγκες των εργαζομένων, να τους διαθέσει στιγμές ηρεμίας και ανάπαυσης, ενός χρόνου που πηγαινοέρχεται στο προσκήνιο ανάλογα με τη δική του βούληση για να οριοθετήσει τις εξελίξεις…

Τα 23 διηγήματα της Μαμά οικοδομούνται με τεχνικές οξύμωρων αντιφάσεων, συμβολισμούς, τριτοπρόσωπες και πρωτοπρόσωπες αφηγήσεις με αναλογία δύο προς ένα, ουσιαστικό λόγο, ενεστώσα δράση. Είναι σύντομα, μερικά εκτάσεως «μπονζάι». Η συντομία τους έγκειται στο γεγονός ότι είναι θραύσματα ιστοριών, στιγμιότυπα από εκτεταμένες περιπέτειες βασανισμένων ανθρώπων που ονειρεύονται την ευτυχία κρυμμένη πίσω από μια ανύπαρκτη θύρα, χωρίς να υπάρχει τρόπος να την προσεγγίσουν ούτε με θαύμα. Μένουν απροστάτευτοι, επιδιώκουν την κηδεμονία, την υποστήριξη, τη συμπαράσταση και ενίοτε μεταφέρουν το πρόβλημά τους σε μικροαπολαύσεις και εθισμούς.

Το ερώτημα που παραμένει μετέωρο στο τέλος είναι από πού προέρχεται η μοναξιά του ανθρώπου: από τον εαυτό του ή από τους άλλους και το περιβάλλον του; Από την αγάπη ή από το μίσος; Από την αδιαφορία ή την εξάρτηση; Από τον φόβο για ζωή ή από τον φόβο για τον θάνατο; Η Μαμά μάς παρουσιάζει εντέχνως διάφορες εκδοχές για διερεύνηση και συζήτηση στο μείζον πολυδιάστατο κοινωνικό θέμα, που σε διαφορετικό χρόνο προσυπογράφει ανεπιφύλακτα και ο Γιώργος Μαρκόπουλος με τους στίχους του «Στη μάντρα του ασύλου»: «Καραβάνι περνούσαν οι άνθρωποι/…/ Και στο τέλος εσύ. Μόνη./ Με το ραβδί ανιχνεύοντας το δρόμο, όπως οι τυφλοί».

info: Γεωργία Μαμά, Τοπία εντός, διηγήματα, εκδόσεις Θράκα, Αθήνα 2019

Προηγούμενο άρθροRoderick Beaton : H ιστορία κινείται πάλι σε παλιές ροές(συνέντευξη στην Αλεξάνδρα Σαμοθράκη) 
Επόμενο άρθρο“Άνθρωπος” για τις ιδέες και τον πολιτισμό (του Βαγγέλη Χατζηβασιλείου)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ