Γράφει ο Μάριος Μιχαηλίδης(*)
Από το έτος 1987 ο Στάθης Κουτσούνης διανύει μία εξελικτική και πολλαπλώς σημαίνουσα πορεία με κοινό χαρακτηριστικό γνώρισμα τη χαμηλόφωνη διακονία του ποιητικού λόγου. Μακριά από δάνεια φώτα και προβολείς που ορισμένοι αναζητούν εναγωνίως και πασχίζουν να φωτίσουν δρόμους και διαδρόμους, υποβασταζόμενοι, υπηρετεί με υψηλό ήθος την ποίηση. Αυτόν τον αθόρυβο δρόμο ακολουθεί ο Στάθης Κουτσούνης, όπως φυσικά και άλλοι λογοτέχνες που αφήνουν το έργο τους να μιλήσει γι’ αυτούς.
Έχοντας υπόψη τις πέντε προηγούμενες ποιητικές του συλλογές, φρονώ ότι τα Στιγμιότυπα του σώματος αναδεικνύουν έναν πολύ ώριμο ποιητικό λόγο, που ορισμένοι πολύ εύστοχα είχαν ήδη ανιχνεύσει στις συλλογές Η τρομοκρατία της ομορφιάς (Μεταίχμιο 2004) και Έντομα στην εντατική (Μεταίχμιο 2008). Ήδη, η πρόσφατη συλλογή, που φέρει τα εύσημα μιας άριστης εκδοτικής φροντίδας, διεκδικεί την αρμόζουσα γι’ αυτήν θέση στο καθ’ ημάς ποιητικό σύμπαν.
Η προμετωπίδα πάντα τα μεν του σώματος ποταμός [Μάρκος Αυρήλιος, Εις εαυτόν, ΙΙ 17], προϊδεάζει ότι τα ποιήματα της συλλογής κινούνται, όπως ακριβώς και η ίδια η ζωή, σε ένα ρευστό και διαρκώς μεταβαλλόμενο περιβάλλον, γιατί τέτοιο είναι το ανθρώπινο σώμα στο οποίο ενοικεί η ψυχή. Ποταμός, λοιπόν το ανθρώπινο σώμα, ποτάμια και η ψυχή και τα όσα εκπορεύονται από αυτήν εξ ονόματος του ανθρωπίνου πνεύματος που πασχίζει να βρει στέρεο έδαφος για να διασχίσει το ποτάμι του Ηράκλειτου.
Εναρκτήριος λόγος στη συλλογή, η ερωτική συνάφεια του ποιητή με το ποίημα την ώρα της ηδονικής κυοφορίας και κοντά σ’ αυτήν, η αγωνία του ποιήματος μήπως δεν συναντήσει αναγνώστες/ και μείνει αγέννητο (μεταφυσική, σελ. 9). Γιατί το ποίημα ανα-γεννάται μέσα από τις αναγνώσεις, ενώ την ίδια στιγμή ρίχνει τη δική του σπορά στην ψυχή και μέσα από αυτήν την καθόλα αθώα συναλλαγή, ποιητής, ποίημα και αναγνώστης συνεργούντες, γίνονται συμμέτοχοι ενός ένθεου τόκου.
Μετά από την κατάθεση της αγωνίας ακολουθεί η ονειρική γέννηση του ποιητή που προετοιμάζεται, να διαπορευθεί μέσα από τις άγνωστες ατραπούς του ποιητικού κόσμου. (Εδώ, ηθελημένα ή όχι, ο ποιητής αφήνει τον αναγνώστη να αφουγκραστεί τον εξαίσιο απόηχο, ειδικότερα του Γ΄ Ύμνου της Γενέσεως του πρώτου από τα τρία μέρη που συνθέτουν την ποιητική σύνθεση Το Άξιον Εστί του Οδυσσέα Ελύτη.) Την ώρα εκείνη δέχεται τα επισκεπτήρια του αγνού ποιητικού τοπίου που τον καλωσορίζει, φορώντας μάσκα για να μην πνίγεται απ’ το λούστρο. Γιατί κάποιοι φροντίσανε, οι ανίδεοι, να φορτώσουν το πρόσωπο της ποίησης με μαλάματα, για να θυμηθούμε τον Γιώργο Σεφέρη. Το τοπίο, όμως, καθώς βλέπει τ’ αδέρφια του αγνώριστα/ φριχτά ταριχευμένα –δηλονότι, τους ποιητές– αντί για οποιαδήποτε άλλη κίνηση, με γενναιοδωρία τους αφήνει ένα μπουκέτο/ ευωδιές απ’ την πατρίδα (σπονδή, σελ. 11) και τους υπενθυμίζει έτσι το καθήκον που επωμίζονται απέναντι στην ποίηση. Πρώτα η έγνοια για τη γλώσσα που δυστυχώς βιάζεται και διαρκώς κακοπαθαίνει, και ταυτόχρονα, η ποιητική παράδοση με τους προπάτορες και τους σύγχρονους δασκάλους.
Αν, όμως, σε άλλες εποχές υπήρχε ακόμη ένα προκλητικά αγεώργητο ποιητικό τοπίο, σήμερα εκείνο που αντικρίζει κανείς είναι μια μαύρη τρύπα/ αρχή και τέλος. Η αγωνία του ποιητή αποτυπώνεται στη φούγκα (σελ. 13), όπου η απόπειρα για την ποιητική μετάληψη, από αίσθηση ρευστότητας (Ποτάμι το σώμα/ κι ένας αόρατος φωτογράφος/ τραβάει στιγμιότυπα της ροής) μεταβάλλεται σε αίσθημα πνιγμού (Καθηλωμένος σε πυθμένα πηγαδιού/ κι η στάθμη του νερού ανεβαίνει/ ανεβαίνει ολοένα).
Χαρακτηριστική είναι η άνεση μα και η τόλμη με την οποία ο Στάθης Κουτσούνης χρησιμοποιεί τον πυρήνα της ποιητικής έκφρασης, τη μεταφορά. Στο ποίημα το πρώτο δώρο (σελ. 14) η προβαλλόμενη ταυτόχρονη γέννηση του ποιητικού υποκειμένου με ένα θήλυ “εσύ”, κινείται στις παρυφές μιας λανθάνουσας, ωστόσο εύκολα προσλήψιμης ερωτικής σχέσης. Κάτω από τον διάφανο φλοιό της αφήγησης και των εικόνων, ο υποψιασμένος αναγνώστης αναγνωρίζει ότι πρόκειται για την ταυτόσημη γέννηση του ποιητή και της ποίησης: Την ίδια στιγμή γεννηθήκαμε/ απ’ την ίδια μαμή που σ’ ακούμπησε/ πάνω στο σώμα μου δώρο/ (…) σαν να σε κληρονόμησα/ με υποχρέωση ισόβιου δεσμού
Η σωματογραφία ί (σελ. 15) κορυφώνει αυτόν το δεσμό με ένα λόγο που κινείται στα όρια του ερωτικού αισθητισμού:
Το κορμί σου στα χέρια μου ζύμη/ φτιάχνω τρύπες και χάνομαι μέσα τους *Σε κάθε τρύπα/ καρτέρι μού στήνουν οι μέλισσες (…) Τα δάχτυλά μου αλκοολικά/ μονορούφι το σώμα σου πίνουν * Χώνομαι ολόκληρος στο σώμα σου/ όπως το χέλι μες στη λάσπη
Ωστόσο, η συλλογή δεν αυτοαναλώνεται στο μοτίβο μιας ερωτικής μονοτροπίας. Όπως στη ζωή καραδοκεί το αναπόφευκτο του θανάτου έτσι και στη ποίηση του Στάθη Κουτσούνη ενυπάρχει η υποψία και ο φόβος του τέλους. Έτσι, το συναμφότερον έρως και θάνατος έρχεται να επιβεβαιώσει ότι η ίδια η ζωή, διαρκώς εξυψώνεται, καταβυθίζεται και αναδύεται με τη συνέργεια μιας σωματικής και συνάμα πνευματικής παλινδρόμησης. Χαρακτηριστικό είναι το σκηνοθετικό εύρημα του Κουτσούνη στο εύληπτο ποίημα το είδωλο (σελ.16), όπου η ομιλούσα φωνή ενδύεται το σώμα της παιδικής αθωότητας και εκτελεί εντολή του καθηγητή της ανθρωπολογίας. Όμως, καθώς αντικρίζει στο υπόγειο τα εποπτικά όργανα, συγκλονίζεται και άπραγος επιστρέφει στην τάξη: (…) φοβάμαι, επιστρέφω στην τάξη σκελετός ο δάσκαλος αγγίζει με τον χάρακα τα οστά μου φοβάμαι τα παιδιά ξεκαρδίζονται λένε αστεία είμαι άσαρκος (…) οι συμμαθητές μου ακόμη γελάνε
Αδυνατώντας οι νήπιοι να διακρίνουν/ στο κάτοπτρο του χρόνου το είδωλό τους
Ωστόσο, ο ασκημένος στη δοκιμασία της επικίνδυνης παλινδρόμησης ποιητής σαρκώνει τον τρόμο του αμετάκλητου σε ποιητικό λόγο. Αυτό καθαίρει την ψυχή και δραστικά την επαναφέρει στη εξαίσια στιγμή, όπου όλα στην αναμονή τους είναι μια ποίηση. Το ποίημα εν αναμονή (σελ.17) αποτελεί επιβεβαίωση των τελευταίων ερμηνευτικών προσεγγίσεων: Από τώρα καλλωπίζομαι/ γιατί το ξέρω/ αιφνίδια θα έρθεις// λούζομαι και ξυρίζομαι καθημερινά/ αρωματίζομαι φοράω ρούχα καθαρά// κάνω ακόμα και γυμναστική/ και πασχίζω ανά πάσα στιγμή/ να ’μαι έτοιμος// να καθρεφτίσω τον τρόμο μου/ στη στίλβη της άδηλης όψης σου
Εκείνο που πρέπει να υπογραμμιστεί είναι ότι τα ποιήματα της συλλογής Στιγμιότυπα του σώματος, όχι μόνον αυτά στα οποία αναφέρεται το παρόν κείμενο, αλλά και όλα τα υπόλοιπα, δημιουργούν την αίσθηση, αν όχι τη βεβαιότητα ότι συνθέτουν ένα εν εξελίξει ποίημα. Προσωπική, ασφαλώς, η ματιά. Υποστηρίζω όμως ότι όλα τα προηγούμενα συνιστούν πειστικό τεκμήριο.
INFO: Στάθης Κουτσούνης, Στιγμιότυπα του σώματος, εκδ. ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ 2014
(*)Ο Μάριος Μιχαηλίδης είναι ποιητής, πεζογράφος, μέλος της Εταιρείας Συγγραφέων. Τελευταίο του βιβλίο, το αφήγημα Ανατολικά της Αττάλειας-Βόρειας της Λευκωσίας, κυκλοφορεί από τις εκδόσεις MOMENTUM.