Του Μένου Δελιοτζάκη.
Οδηγώ στο μικρό, πολυκαιρισμένο, λευκό μου seicento κι ακούω στο ραδιόφωνο της φωνή του Παπάζογλου να φωτίζει τους στίχους του Ρασούλη. Κάτι σαν ξίδι και χολή προγονική σαυτή την άδεια πόλη….
Φτάνω στον ισόγειο χώρο της Γκαλερί Αργώ, στη Νεοφύτου Δούκα στο Κολωνάκι, για να επισκεφτώ τη νέα σύνθετη έκθεση φωτογραφίας / video art, της Μαρίας Στέφωση και της Ιωάννας Σπηλιοπούλου, σε επιμέλεια του Γιώργου Μυλωνά. Δυο χρόνια πριν στον ίδιο χώρο είχαμε παρακολουθήσει την προηγούμενη δουλειά τους, πάνω στον Καβάφη και την Αλεξάνδρειά του. Τίτλος της φετινής τους εργασίας “…για χρόνια πλάγιαζα νωρίς…”, άμεση αναφορά στον Προυστ. Με τον υπότιτλο – σχόλιο “συνεικόνες”. Συνεικόνες, διότι συν-υπάρχουν δυο τέχνες. Αυτές της φωτογραφίας και του video art. Αλλά και διότι συν-υπάρχουν στο ίδιο κάδρο της Στέφωση, δυο ή και περισσότερες φωτογραφίες. Μια θαυμάσια δουλεμένη δημιουργικά τεχνική.
Εικόνες μνήμης. Εικόνες φαντασίας. Εικόνες ονείρου. Εικόνες πραγματικές. Η αχλή του χρόνου, με τη μορφή απλωμένων λευκών σεντονιών. Εικόνα κι αυτή φετίχ των παιδικών χρόνων και αναμνήσεων. Αυτά τα απλωμένα σεντόνια καλύπτουν την καθαρότητα της ρεαλιστικής εικόνας και της δίνουν διαχρονική διάσταση. Τη διάσταση που έχει ό χαμένος, ο απολεσθείς χρόνος. Αυτά τα απλωμένα σεντόνια, είναι παράλληλα η οθόνη στην οποία προβάλλεται το τώρα και το παρελθόν. Είναι η οθόνη που προβάλλονται τα όνειρα και οι επιθυμίες. Είναι η οθόνη, στην οποία συν-τίθενται, συν-υπάρχουν και συν-εικονοποιούνται το Κάποτε και το Αλλού. Το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον. Ο χρόνος.
Αυτά τα σεντόνια – οθόνες, κρύβουν τα πρόσωπα για να τα δικαιώσουν στην τροχιά του χρόνου. Θάβονται πίσω τους, για γλιτώσουν από τη φθορά του. Για να αναμετρηθούν μαζί του. Με αυτά ντύνονται για να μην κρυώνουν στην παγωνιά του αδυσώπητου χρόνου.
Μαζί και παράλληλα, η video art σύνθεση της Ιωάννας Σπηλιοπούλου. Μια σύνθεση των κάδρων της Μαρίας Στέφωση, σχολιαζόμενη αλλά και σχολιάζοντας, κείμενα των Προυστ, Σεφέρη, Κακάρογλου και Ντίκινσον, με τις φωνές του Δημήτρη Μαυρίκου και της Μαίρης Σταυρακέλλη.
Φεύγω, οδηγώντας το λευκό μου seicento, έχοντας κλειστό το ραδιόφωνο, για να ακούσω τον ήχο των εικόνων της Μαρίας και της Ιωάννας. Όμως στα χηλή μου έρχονται τα λόγια του Ρασούλη και ακούω τη φωνή του Παπάζογλου, γι αυτή τη ρωγμή του χρόνου, ως μήτρα προστασίας και εναγκαλισμού.