της Όλγας Σελλά
Τελικά η ικανοποίηση και η απόλαυση ήταν πολλαπλή. Γιατί μπορεί το αρχικό δέλεαρ να ήταν, πρωτίστως, η ζωντανή παρουσία δύο καθηλωτικών (είναι φτωχά τα επίθετα) ηθοποιών, που κυρίως έχουμε γνωρίσει από κινηματογραφικούς ρόλους -του Τζον Μάλκοβιτς και της Λιθουανής ηθοποιού Ινγκεμπόργκα Νταπκουνάιτε– αλλά η παράσταση που παρουσιάστηκε τις προηγούμενες μέρες στη Στέγη του Ιδρύματος Ωνάση μας χάρισε πολλά περισσότερα. Ασφαλώς μας χάρισε μια ακόμα δουλειά ενός σκηνοθέτη που μάλλον θα συνεχίσει να μας εκπλήσσει δημιουργικά και ευχάριστα στο μέλλον και μακάρι να δούμε πολλές από τις δημιουργικές του εκπλήξεις: του μόλις 37χρονου Ρώσου Τιμοφέι Κουλιάμπιν -μία μόνο δουλειά του έχουμε δει στην Ελλάδα, στο Φεστιβάλ Αθηνών το 2018, όταν παρουσίασε τις «Τρεις αδελφές» του Τσέχωφ εξολοκλήρου στη νοηματική γλώσσα. Ο Τιμοφέι Κουλιάμπιν, βραβευμένος σκηνοθέτης στη χώρα του και καλλιτεχνικός διευθυντής του θεάτρου Red Torch στο Νοβοσιμπίρσκ από το 2015, μετά τη δημόσια κριτική του κατά της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία, υποχρεώθηκε να αναζητήσει καταφύγιο στην Ευρώπη.
Αλλά υπήρχε κι ένα ακόμα δώρο, διόλου ασήμαντο, διόλου αμελητέο. Κι αυτό δεν ήταν άλλο από το κείμενο του Μπερνάρ Μαρί-Κολτές «Στη μοναξιά των κάμπων με βαμβάκι». Ένα κείμενο δυσπρόσιτο, στριφνό, περίπλοκο, ερμητικό, ίσως και βαρετό αν δεν το ξεκλειδώσει κανείς. Και οι τρεις βασικοί συντελεστές αυτής της παράστασης, με πρώτο τον σκηνοθέτη της, κατάφεραν να ξεκλειδώσουν το κείμενο, να το κάνουν ελκτικό, μεθυστικό, να αναδείξουν το βάθος, την ευαισθησία του, την ευφυΐα του.
Δύο πρόσωπα έχει αυτό το έργο του Κολτές: τον πελάτη και τον ντίλερ. Που ο ένας πουλάει και ο άλλος προσπαθεί να διαπιστώσει αν επιθυμεί αυτό που πουλιέται. Που εναλλάξ έχει ο καθένας το πάνω χέρι έναντι του άλλου. Και τι είναι αυτό που πουλιέται; Όχι, ο Μπερνάρ Μαρί-Κολτές, που έζησε στα όρια και μέσα στη σύντομη ζωή του έγραψε 12 θεατρικά έργα και πέθανε από AIDS τον Απρίλιο του 1989 σε ηλικία 41 χρόνων- δεν υπαινίσσεται κάτι υλικό σ’ αυτή την «αγοραπωλησία». «Ο,τι κι αν επιθυμώ σίγουρα δεν το έχεις» λέει ο πελάτης, παραδεχόμενος ότι «η επιθυμία του αγοραστή είναι το πιο μελαγχολικό πράγμα του κόσμου». Και ο ντίλερ απαντά: «Αν βαδίζετε έξω, αυτήν την ώρα και σ’ αυτό το μέρος, είναι επειδή ποθείτε κάποιο πράγμα που δεν έχετε, κι αυτό το πράγμα, εγώ, μπορώ να σας το προμηθεύσω». Τι είναι αυτό το «πράγμα»; Παρακολουθούμε ένα διαρκές παιχνίδι λέξεων και υπεκφυγών, ένα παιχνίδι εξουσίας και γητέματος, ένα μπρα ντε φερ επιχειρημάτων, που ο Τιμοφέι Κουλιάμπιν το «διαβάζει» ως μια συνομιλία με ό,τι θέλει ο καθένας να ξεχάσει, ν’ αποφύγει να αποδεχθεί, με ό,τι τον έχει πονέσει και πληγώσει: με την κακοποίηση στην παιδική ηλικία. Ο πελάτης και ο ντίλερ είναι η πάλη εντός μας, είναι η πάλη με την ανάγκη, την επιθυμία και τη δυσκολία να αγγίξουμε τις σκληρές αλήθειες της ψυχής. «Ρισκάρω τα πάντα όταν σ’ αντικρίζω», λέει ο πελάτης. Αλλά, προσθέτει, είναι «φτωχός, άπορος και αδαής» (αυτός που δεν επιθυμεί, που δεν ρισκάρει).
Ένα έργο πλήρες λόγου, ένα έργο που ο βασικός πρωταγωνιστής δεν είναι ούτε ο πελάτης ούτε ο ντίλερ, αλλά ο λόγος. Πώς να παρασταθεί σκηνικά; Πώς να αγγίξει το σύγχρονο κοινό που έχει συνηθίσει σε άλλου είδους και τεχνολογίας σκηνικές απεικονίσεις; Το καταφέρνει περίτεχνα ο Τιμοφέι Κουλιάμπιν, παντρεύοντας με έξοχο τρόπο την τεχνολογία, τον κινηματογράφο και το θέατρο. Χάρη στις κάμερες που παρακολουθούν διαρκώς τους πρωταγωνιστές της παράστασης, εστιάζοντας σε σημεία συγκεκριμένα κάθε φορά, ξεκλειδώνοντας και μ’ αυτόν τον τρόπο την αφήγηση και δημιουργώντας μια κινηματογράφηση υψηλού επιπέδου.
Όλη αυτή τη σκηνοθετική σύλληψη ανέλαβαν να την μεταφέρουν στο κοινό δύο συγκλονιστικοί ηθοποιοί, που και χάρη στις κάμερες μπορούσαμε να παρακολουθήσουμε με κάθε λεπτομέρεια, την κάθε λεπτομέρεια της ερμηνείας τους. Καθοριστικό ρόλο στο στόρι έπαιξαν και τα σκηνικά του Oleg Golonko, μερικές πόρτες που ανοίγουν, φωτίζονται, αγγίζονται τα αντικείμενα που υπάρχουν μέσα στο χώρο. Με μνήμες παιδικές, με άλλες που πονάνε πολύ. Όπως το χτύπημα με μια ζώνη… Κι άλλες που γλυκαίνουν, όπως τα παιδικά παιχνίδια. Και οι πόρτες της σκηνής κλείνουν ξανά. Ίσως οριστικά. Με δυναμη. Η μία από αυτές τις πόρτες οδηγεί σ’ ένα ντους. Από κει ξεκινάει η αφήγηση, εκεί καταλήγει. Στην κάθαρση, που ο καθένας την εννοεί, επίσης, με διαφορετικό τρόπο. Ο Κουλιάμπιν επιλέγει ένα ξυράφι…
Ένα τεράστιο σκηνικό δώρο ήταν η παράσταση της Στέγης. Μία πλήρης και πολύπλευρη θεατρική συνθήκη, που συνταίριαξε μοναδικά το σύγχρονο και το κλασικό. Μια ουσιαστική θεατρική πρόταση, μια απολαυστική θεατρική εμπειρία.
[Για την ιστορία: το έργο «Στη μοναξιά των κάμπων με βαμβάκι» ανέβηκε για πρώτη φορά στη Γαλλία το 1987, σε σκηνοθεσία Πατρίς Σερό, και στην Ελλάδα το 1995, στο θέατρο «Αμόρε» σε σκηνοθεσία Ρούλας Πατεράκη, με τον Μιχαήλ Μαρμαρινό στο ρόλο του ντίλερ και τον Ακύλλα Καραζήση στο ρόλο του πελάτη. Το βιβλίο κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις εκδόσεις «Αγρα», σε μετάφραση Δημήτρη Δημητριάδη].
Η ταυτότητα της παράστασης
Με την Ingeborga Dapkunaite και τον John Malkovich
Σκηνοθεσία: Timofey Kulyabin
Σκηνικά & Κοστούμια: Oleg Golovko
Δραματουργία: Roman Dolzhanskiy
Σχεδιασμός Ήχου: Timofey Pastukhov
Σχεδιασμός Βίντεο: Alexander Lobanov
Α΄ Κάμερα: Vladimir Burtsev
Σκηνοθέτρια βίντεο παραγωγής: Anastasia Zhuravleva
Σχεδιασμός Φωτισμών: Oskars Paulins
Χορογράφος: Anna Abalikhina
Συμπαραγωγή: Dailes teātris Λετονίας και Ekaterina Yakimova
Υπεύθυνοι διεθνούς περιοδείας: Flow Projects GmbH
Εκτελεστική παραγωγός και διοικητική διευθύντρια: Irina Paradnaya
Η παράσταση είναι κατάλληλη για άτομα άνω των 18 ετών
Στα αγγλικά με ελληνικούς υπέρτιτλους