του Σάκη Παπαδημητρίου
O ιταλός πιανίστας και συνθέτης Stefano Battaglia έχει παρουσιάσει ένα σημαντικό έργο, ιδιαίτερα στη σύνδεση της τζαζ με την ποίηση, την λογοτεχνία και τον κινηματογράφο. Πρόκειται για πιανίστα και της κλασικής και της τζαζ. Γεννήθηκε στο Μιλάνο το 1965. Το 1981, δηλαδή 16 ετών, σολίστ με την European Youth Orchestra στη Βαρκελώνη. Το 1986 βραβείο του καλύτερου νέου πιανίστα της χρονιάς στο φεστιβάλ Μπαχ του Ντύσελντορφ. Μια δεκαετία αργότερα, βραβείο του καλύτερου νέου ευρωπαίου πιανίστα στις Βρυξέλλες. Διδάσκει στην πανεπιστημιακή σχολή τζαζ της Siena.
Ας δούμε τρία δικά του CD, αρχίζοντας από το διπλό άλμπουμ Re: Pasolini του 2007, έκδοση της ECM 1998-99. O Battaglia θαύμαζε το έργο του Παζολίνι και ασχολήθηκε εις βάθος με όλους τους τομείς της δημιουργικότητας του σκηνοθέτη. Πρώτα απ’ όλα, όπως γράφει ο ίδιος στο κείμενό του που δημοσιεύεται στο έντυπο του διπλού άλμπουμ, γιατί ο Παζολίνι ήταν ανοιχτός στους πειραματισμούς, και μάλιστα σε όλα τα επίπεδα: υπαρξιακά, ιδεολογικά και γλωσσολογικά. Έπειτα, ας μην ξεχνούμε και την πολυτάραχη ζωή του. Γράφει ο Stefano Battaglia: «Αυτό που έκανε την πρόκληση της μουσικής ερμηνείας του Παζολίνι ακαταμάχητη για μένα ήταν το αίσθημα αυτής της μοναδικής πολυσυνθετότητας, αυτή η εξαιρετική ικανότητα να φέρνει τα αντίθετα σε κατάσταση συνύπαρξης». Και κάπου αλλού λέει: «Προσπάθησα να συνθέσω τα Πάθη του Παζολίνι, κινηματογραφική μουσική μιας βίαιης και μυστηριώδους τραγωδίας».
Ο πιανίστας επέλεξε δύο διαφορετικά σχήματα για την μουσική του και φυσικά υπάρχουν σοβαροί λόγοι. Το πρώτο σχήμα είναι ένα σεξτέτο σύγχρονης τζαζ. Στις συνθέσεις όμως αναγνωρίζουμε στοιχεία κλασικής μουσικής καθώς και ιταλικής παράδοσης. Επίσης είναι φανερό ότι υπάρχουν μέρη για αυτοσχεδιασμούς. Στο πρώτο σχήμα κάθε μουσικό όργανο έχει το χώρο του, την ιδιαίτερη φωνή του και τη συμμετοχή του στον συνολικό ήχο. Από την ακρόαση του CD καταλαβαίνει κανείς ότι δούλεψαν όλοι μαζί και συνδέθηκαν φιλικά. Ο τρομπετίστας Michael Gassmann, από την Ελβετία, η Aya Shimura τσέλο, από την Ιαπωνία και τρεις Ιταλοί – Mirco Mariottini κλαρινέτα, Salvatore Maiore κοντραμπάσο και Roberto Dani ντραμς. Στο δεύτερο σχήμα συμμετέχουν τρεις Γάλλοι: Dominique Pifarély βιολί, Vincent Courtois τσέλο, Βruno Chevillon κοντραμπάσο και ο Ιταλός Michele Rabbia κρουστά.
Όπως γράφτηκε, διακρίνονται δύο άξονες στα κομμάτια. Ο πρώτος άξονας όπου το λυρικό πιάνο συνομιλεί με την ατμοσφαιρική και ευγενική τρομπέτα του Michael Gassmann. Το ηχόχρωμα του σεξτέτου ενισχύεται δραματικά από το κλαρινέτο και το τσέλο. Η μελωδία δεσπόζει, η μελαγχολία, η τρυφερότητα και η νοσταλγία – τα κυρίαρχα συναισθήματα τα οποία πηγάζουν αβίαστα από την μουσική. Σκοτεινοί ήχοι με κυρίαρχο τον αυτοσχεδιασμό είναι ο δεύτερος άξονας των συνθέσεων. Ο Battaglia καταπιάνεται με θέματα που σχετίζονται με την ταραχώδη σχέση του Παζολίνι με την κοινωνία, την εκκλησία, τις ριζοσπαστικές πολιτικές του απόψεις και τον βίαιο θάνατο του το 1975. (Εντός παρενθέσεως: 24 Ιουλίου 2007 είχα την ευκαιρία να δω και να ακούσω την παρουσίαση του έργου για τον Παζολίνι στην ιστορική πλατεία Κάμπο της Siena. Το φεστιβάλ της πόλης είχε καλέσει το ντούο μας με την Γεωργία Συλλαίου να λάβει μέρος και έτσι παρακολουθήσαμε την πρεμιέρα. Στο πρώτο μέρος το κουαρτέτο του κιθαρίστα John Abercrobie και στο δεύτερο ο Stefano Battaglia. Κατά κάποιο τρόπο αντιπαρατάχθηκαν οι σύγχρονες όψεις της αμερικανικής και της ευρωπαϊκής τζαζ. Γνώμη μου, καθώς και αρκετών κριτικών και μουσικών, ότι η ευρωπαϊκή πλευρά υπερίσχυσε κατά κράτος. Ως θεατής και ακροατής μένεις με την εντύπωση ότι η ευρωπαϊκή άποψη αναζητά το πνευματικό βάθος και τον συνολικό ήχο, ενώ το αμερικανικό κουαρτέτο αρκείται στο κλασικό μεν, βαρετό δε θέμα – σόλο όλων των μουσικών – και πάλι θέμα).
Pastorale είναι ο τίτλος ενός άλμπουμ των Ιταλών Stefano Battaglia και Michele Rabbia. Ηχογραφήθηκε τον Μάρτιο 2009 και κυκλοφόρησε το 2010 από την ECM με τον αριθμό 2120. Στο φυλλάδιο του CD διαβάζουμε το μότο:
Ο ήχος εκτινάσσεται από το άφατο
εγκαθίσταται στο κενό
και ακτινοβολεί τον ουρανό.
(Gorakhnath)
Ακούγοντας και ξανακούγοντας τα ένδεκα μέρη επιβεβαιώνεται η ποιητική εικόνα του Gorakhnath. Ταιριάζει απόλυτα. Πρώτα απ’ όλα πρόκειται για ένα σύγχρονο λυρικό έργο στο οποίο δεν γίνεται χρήση ουδενός κακόγουστου στοιχείου – και ως κακόγουστο εννοείται όποιο σημαδεύει την εύκολη συναισθηματική φόρτιση, την γλυκερότροπη μελωδία, τη συγγένεια με κλίμακες της αγοράς. Έχουν αλλάξει πολλά πράγματα. Το καταλαβαίνουμε και το νιώθουμε όλοι. Η καλλιτεχνική έκφραση δεν θα μπορούσε να μείνει στάσιμη και ανεπηρέαστη. Ιδίως ο ρόλος της πρωτοπορίας, η σημασία της, η λειτουργία της στο σημερινό διχασμένο κόσμο. Πράγματι τι μπορεί να σημαίνει σήμερα πρωτοπορία στη μουσική; Ή και σε άλλες καλλιτεχνικές μορφές. Πάντως αρχίζει να καθαρίζει ο ορίζοντας από τις διάφορες φλύαρες όψεις της αβαντγκάρντ, τις άσκοπες επιδείξεις τεχνικής ή τεχνολογικής κατάρτισης, της προβολής εννοιών στη θέση του ίδιου του έργου. Οι ακραίες εξωστρεφείς προκλήσεις δεν πείθουν πλέον. Ο ήχος των εκπλήξεων μπορεί να επιβληθεί με λιγότερο φανταχτερά μέσα. Και αυτό πετυχαίνουν οι δύο Ιταλοί.
Ο Stefano Battaglia, πιάνο και προετοιμασμένο πιάνο και ο Michele Rabbia, κρουστά και ηλεκτρονικά, προτείνουν με το Pastorale τη νέα οπτική. Ένα ντούο υπόδειγμα συνεννόησης, ευαισθησίας, αφομοίωσης κανόνων και ιδιωμάτων. Με ελεγχόμενα βήματα στο κενό – αλλά δεν διστάζουν να βουτήξουν. Η ανοιχτή φόρμα και ο αυτοσχεδιασμός αποτελούν τον τρόπο πραγμάτωσης των ιδεών, οι οποίες βέβαια προϋπάρχουν και έχουν ήδη πάρει αρκετά συγκεκριμένη μορφή, αφήνοντας όμως ελεύθερο χώρο στις εκάστοτε διαθέσεις των μουσικών. Ιδιαίτερα σημαντικό το ότι συνεργάζονται από το 2000. Επίσης ότι παίζουν είτε με βάση κάποιες παρτιτούρες και σημειώσεις είτε και χωρίς αυτές. Ακόμη, ότι έχοντας αποκτήσει τόσες κοινές εμπειρίες στη δημιουργία ηχητικών τοπίων, μπορούν να ξανοιχτούν στους κόσμους της μουσικής χωρίς διακρίσεις: κλασική, τζαζ, σύγχρονη, ηλεκτρονική, φολκλόρ, ανατολίτικη, αρχέγονες μορφές, θρησκευτική λειτουργία. Και σε άλλες τέχνες: κινηματογράφος, θέατρο, χορός, ποίηση, εικαστικά. Σχεδόν όλα αυτά διακρίνονται, χωρίς να τονίζονται με προβολείς, στα μέρη του Pastorale.
Ας πάρουμε το πρώτο κομμάτι, Antifona libera, που θα πει «Ελεύθερο αντίφωνο». Ανοίγοντας την «Εγκυκλοπαίδεια της αρχαίας ελληνικής μουσικής» του Σόλωνα Μιχαηλίδη, διαβάζουμε: αντίφωνον, η ογδόη, όταν ηχεί σε απάντηση. Το ρήμα αντιφωνώ σήμαινε στη μουσική ηχώ (ή τραγουδώ) σε απάντηση, τραγουδώ στην ογδόη. Κάτι έχει λοιπόν στο νου του ο Battaglia. Από τις πρώτες φράσεις και συγχορδίες ακούμε το πιάνο πότε χαμηλόφωνο και πότε δυναμικό (αυτό δε δηλώνει το pianoforte;) και έναν λεπτό ήχο που μοιάζει να προέρχεται από ηλεκτρονικό όργανο, αλλά πρόκειται για ένα πιατίνι παιγμένο με δοξάρι. Αυτή είναι η «Ελεύθερη αντιφωνία». Μόλις αλλάζει τονικότητα ο Battaglia, ο Rabbia βρίσκει την κατάλληλη αντιφωνία με το δοξάρι του να γλυστράει πάνω στο μέταλλο. Συνεχίζοντας την ακρόαση, διαπιστώνει κανείς με ποιους τρόπους εναλλάσσονται οι ρόλοι των ανθρώπων και των μουσικών οργάνων. Ο Battaglia μετατρέπει το πιάνο σε κρουστό με κάποια λεπτή προετοιμασία και ο Rabbia είτε παίρνει το προβάδισμα με ηλεκτρονικούς ήχους είτε δίνει στα κρουστά μελωδικό χαρακτήρα. Πάντως και οι δύο λειτουργούν χωρίς υπερβολές, χωρίς την επιβεβλημένη σειρά θέμα-παραλλαγές-σόλο και λαμβάνοντας πάντοτε υπ’ όψιν τους την σιωπή, όπως π.χ. στο δεύτερο και τρίτο κομμάτι, Metaphysical Consolations και Monasterium. Κινηματογραφικές ηχητικές εικόνες παραπέμπουν στους λαβύρινθους μοναστηρίων ή σε στιγμές εσωτερικής συγκέντρωσης και απομόνωσης.
Από τα ένδεκα μέρη, στα δύο αναφέρεται ως συνθέτης ο πιανίστας ενώ στα υπόλοιπα και οι δύο μουσικοί. Το Pastorale ως τίτλος δεν παραπέμπει φυσικά στην «Ποιμενική» του Μπετόβεν. Ο Battaglia αποκαλύπτει ότι προέρχεται από σονέτο του Rainer Maria Rilke, από τη συλλογή «Die Sonette an Orpheus», και μάλιστα δημοσιεύεται στο φυλλάδιο του CD. Ο Άρης Δικταίος έχει μεταφράσει ένα σημαντικό μέρος από το ποιητικό έργο του Rilke στον τόμο «Ποιήματα» του εκδοτικού οίκου Σ.Ι. Ζαχαρόπουλος, δεύτερη έκδοση επηυξημένη το 1999. Εδώ περιλαμβάνονται ορισμένα από «Τα σονέτα στον Ορφέα» (1922), όχι όμως αυτό που έκανε εντύπωση στον ιταλό πιανίστα, το ποίο τελειώνει με τη φράση Die Erde schenkt, δηλαδή η γη χαρίζει, προσφέρει, και μάλλον αυτή η έννοια αποτελεί την αφετηρία του Pastorale.
Άλλοι τίτλοι, όπως ο «Χρησμός», «Το πνεύμα των μύθων», «Μαγικό σκεύος», ταυτίζονται με αρχέγονους μουσικούς χρωματισμούς. Ένα κομμάτι αφιερωμένο στη μνήμη της Pina Bausch με τον τίτλο «Χοροθέατρο». Ένα άλλο Sundance in Balkh γέρνει προς ανατολάς με τα πιο λιτά μέσα. Γενικώς, ένα υψηλού επιπέδου άλμπουμ, με χρώματα και επαφές και όχι μόνο μελωδικές γραμμές και μαθηματικές αρμονίες, με διάφανο λυρισμό, πνευματική εσωτερικότητα και με την μελαγχολία του σκεπτόμενου ανθρώπου.
«Ο ποταμός Άνυδρος», The River of Anyder, με το τρίο του Stefano Battaglia, ECM 2151 το 2011. Πρώτη παρατήρηση: ο ιταλός πιανίστας και συνθέτης βαδίζει σταθερά, ωριμάζει και δεν έχει απογοητεύσει τους φίλους της μουσικής του. Συχνά συνδέει το έργο του με την ποίηση, την φιλοσοφία, τη λογοτεχνία, αντλώντας μάλιστα θέματα όχι μόνο από τους γνωστούς συγγραφείς αλλά και από περιπτώσεις που απαιτούν έρευνα , ανησυχία και πάθος για μυθικές καταστάσεις και ουτοπίες. Δεν είναι φυσικά τυχαίος ο τίτλος του CD. Προέρχεται από την «Ουτοπία» του Thomas More, έργο το οποίο κυκλοφόρησε για πρώτη φορά το 1516 στα λατινικά. Η ελληνική μετάφραση του Γιώργου Καραγιάννη βασίστηκε στην αγγλική απόδοση του λατινικού πρωτότυπου. Εκδόσεις Κάλβος το 1970, ένα τέλειο αντίδοτο στο καταπιεστικό περιβάλλον της Χούντας. Ας διαβάσουμε πρώτα το απόσπασμα που παραθέτει ο Stefano Battaglia στο ένθετο φυλλάδιο του CD.
«Ο Άνυδρος πηγάζει από μια μικρή πηγή, οκτώ μίλια προς τα μεσόγεια, μα ενώνεται με αρκετούς παραποτάμους, που δύο από αυτούς είναι αρκετά μεγάλοι, ώστε όταν φτάνει στην Ονειρόπολη είναι ήδη περισσότερο από πενήντα γιάρδες φάρδος. Μετά συνεχίζει να φαρδαίνει μέχρι που φτάνει στη θάλασσα. Εξήντα μίλια από εκεί. Ακριβώς μέχρι την πόλη και αρκετά μίλια πέρα από αυτή, υπάρχουν ισχυρά παλιρροιακά ρεύματα που αλλάζουνε κατεύθυνση κάθε έξι ώρες. Όταν η παλίρροια είναι ισχυρή, η θάλασσα μπαίνει τριάντα μίλια στην ξηρά γεμίζοντας όλη την κοίτη του ποταμού και στρέφοντάς το πίσω. Το νερό σε αρκετή απόσταση προς τα πάνω γίνεται υφάλμυρο, μα αφού φύγει η θάλασσα η γεύση του αλατιού εξαφανίζεται σιγά-σιγά, και το νερό που τρέχει στην Ονειρόπολη είναι τελείως πόσιμο. Όταν η παλίρροια είναι αδύνατη το ποτάμι διώχνει τη θάλασσα και το νερό είναι πόσιμο μέχρι την εκβολή του ποταμού».
Το καθαρό νερό του Άνυδρου ποταμού ρέει στις συνθέσεις και τους αυτοσχεδιασμούς του ιταλού πιανίστα – αν ήταν δίσκος βινυλίου θα λέγαμε ότι κυλάει στα αυλάκια και ποτίζει τους ήχους. Ο Stefano Battaglia έχει ομολογήσει: Αποφάσισα να πιεστώ και να γράψω τραγούδια και χορούς χωρίς επίδραση από τις εξεζητημένες σύγχρονες μουσικές γλώσσες, προσπαθώντας να διαμορφώσω κομμάτια τα οποία θα μπορούσαν να είχαν παιχτεί από αρχαϊκά όργανα πριν χίλια χρόνια.
Διαβάζουμε έναν σπουδαίο βρετανό κριτικό, τον Stuart Nickolson ο οποίος εδώ και πολλά χρόνια επιμένει στις ιδιαιτερότητες της ευρωπαϊκής σκηνής. Θεωρεί λοιπόν τον Stefano Battaglia ως ένα πολύ σημαντικό πρόσωπο της νέας ευρωπαϊκής τζαζ, ότι κάθε άλμπουμ του πιανίστα λειτουργεί ως απόδειξη της καλλιτεχνικής του ανάπτυξης και ότι το CD The River of Anyder αποκαλύπτει ένα μουσικό ο οποίος με ηρεμία διαμορφώνει το προνόμιο του καλλιτέχνη της τζαζ να αφηγηθεί μια ιστορία. Και παρόλο που εμφανίζεται εκλεκτικός στις αναφορές του, η μουσική του έχει πολύ συγκεκριμένο στόχο και με την οργανική ροή των ιδεών καταλήγει σε μια εκφραστική ομοφωνία.
Ας δούμε τις αναφορές, τα αποσπάσματα τα οποία καταγράφονται στο ένθετο φυλλάδιο και αποτελούν τη μυθολογία του άλμπουμ. Εκτός από τον τίτλο και την «Ουτοπία» του Thomas More (1478-1535) διαβάζουμε ένα απόσπασμα από έκδοση του Francis Bacon (1561-1626) και από το ποιητικό Les Illuminations του Arthur Rimbaud (1854-1891). Ως εδώ καλά. Στη συνέχεια μας βρίσκει αδιάβαστους. Ακολουθούν ονόματα: Jalal ad-Din Rumi (1207-1273), Hildegard von Bingen (1098-1179), Oglala Sioux Black Elk (1863-1950). Οι εντός παρενθέσεως χρονολογίες καλύπτουν σχεδόν μια χιλιετία. Φυσικά, η επιλογή, η σειρά, η σκυταλοδρομία των λέξεων και των ήχων ανήκει στη δικαιοδοσία του δημιουργού. Δεν είναι και τόσο εύκολο να καταλάβουμε τι ακριβώς σημαίνει κάθε σημείο αναφοράς για τον πιανίστα και το τρίο. Μπορεί κανείς να βρει κάποια στοιχεία που συνδέονται ποιητικά και εννοιολογικά. Μετά αφήνουμε στο τρίο την μετατροπή των αποσπασμάτων σε θέματα, τραγούδια και χορούς. Και δε βγαίνουμε χαμένοι.
Μερικά παραδείγματα. Το πέμπτο κομμάτι έχει τον τίτλο Nowhere Song, σόλο πιάνο. Ένα σύντομο μινιμαλιστικό θέμα δύο λεπτών το οποίο επαναλαμβάνεται κλείνοντας το άλμπουμ ως Anywhere Song. Αντιστοιχία: λίγες σειρές από τα πεζά ποιήματα του Arthur Rimbaud, δημοσιευμένα χωρίς να λάβει γνώση ο ποιητής το 1886. Από τις «Εκλάμψεις» σε μετάφραση ενός άλλου σπουδαίου ποιητή, του Νίκου-Αλέξη Ασλάνογλου, εκδόσεις Πανδώρα 1971 – άλλη μια έξοδος κινδύνου της εποχής.
«Από τους πύργους χτισμένους με κόκκαλα βγαίνει η άγνωστη μουσική. Όλοι οι θρύλοι ελίσσονται και οι ορμές εφορμούν μες στα κεφαλοχώρια. Ο παράδεισος των καταιγίδων καταρρέει. Οι άγριοι χορεύουν αδιάκοπα τη γιορτή της νύχτας».
Υπάρχουν άλλα δύο κομμάτια με παραλλαγή, το τρίτο και το ένατο: Ararat Dance και Ararat Prayer. Αντιστοιχία και στα δύο ποιήματα του Jalal ad-Din Rumi. Στην «Προσευχή», ο πιανίστας παραθέτει τους εξής στίχους.
Θέλεις έναν τόπο για την ψυχή σου,
Εσύ είσαι αυτή η ψυχή.
Είσαι ο άρτος που αναζητείς.
Τα πάντα βρίσκονται εκεί που είσαι:
Χόρεψε γύρω από τον ήλιο
Και θα γίνεις ήλιος.
Τα πάντα βρίσκονται εκεί που είσαι:
Κόψε το καλάμι
Και θα γίνει η φλογέρα.
Τα πάντα βρίσκονται εκεί που είσαι.
Η μουσική στα δύο Ararat. Η πιο γοητευτική μελωδία στο άλμπουμ. Ένα απλό θέμα που κοιτά την Ανατολή, χωρίς όμως να ταυτίζεται με τις παραδόσεις της. Ο Stefano Battaglia αποδεικνύει εδώ ότι μπορεί να συνδυάσει τέλεια τη λιτότητα και την εσωτερικότητα με την ανάλογη τεχνική και εκφραστική χωρίς κανένα κακόγουστο στολίδι. Είναι αλήθεια ότι ο Salvatore Maiore, κοντραμπάσο, και ο Roberto Dani, ντραμς και κρουστά, κρατούν άψογα τους ρόλους τους. Ο πιανίστας, με σπουδές και διακρίσεις στην κλασική μουσική και στην τζαζ, πραγματοποίησε επιτυχώς το στόχο του και κυρίως το ότι δεν εγκλωβίστηκε στα όρια οιουδήποτε είδους ή ιδιώματος.
Και το έκτο κομμάτι, Sham-bha-lah, κλείνει προς Ανατολάς και το ποίημα του 1100 μιλάει στα λατινικά για purissime aque. Καθαρό ύδωρ. Το κομμάτι απλώνεται στο χρόνο (15 λεπτά) για να δημιουργηθεί αυτή η διαρκής αναδίπλωση του θέματος η οποία καταλήγει στην έκσταση. Το κοντραμπάσο διατηρεί έναν ισοκράτη, μεταβαλλόμενο και όχι στατικό, και τα ντραμς δεν θυμίζουν το γνωστό σετ. Ο Roberto Dani ξεχωρίζει μικρά κρουστά και λεπτά ηχοχρώματα. Κυριαρχεί ένας ρευστός λυρισμός με σταδιακές εξάρσεις.
Δεν χρειάζονται άλλες αποδείξεις και παρατηρήσεις για το πόσο αξιόλογο είναι το CD The River of Anyder. Ο Stefano Battaglia τονίζει με το έργο του ότι υπάρχουν πολλοί δρόμοι που περιμένουν να τους διαβούν ανήσυχοι καλλιτέχνες. Δεν χρειάζεται κανείς να αντιγράψει κανέναν. Το αποτέλεσμα όμως που ακούμε βγαίνει μέσα από έναν αγώνα. Έναν αγώνα για το ποιο είναι το σημαντικό στις μέρες μας, ποιο μετράει ως ουσιαστικό στον ίδιο τον συνθέτη και στους συνεργάτες του, ώστε να περάσει κατόπιν στους ακροατές προσφέροντας ερεθίσματα παράλληλων σκέψεων και δράσεων στις ανθρώπινες σχέσεις.