Ούρσουλα Φωσκόλου.
«Και ιδού που επιτυγχάνουμε και πάλι
Αφού τα ζάρια πέσαν στην κοιλιά μιας γυναικός»
Α. Εμπειρίκος.
Ο γερο-θειός μου έδινε στα γουρούνια του ό,τι φτάσει: σάπια λαχανικά, κόκκαλα από το κρέας, περισσευούμενο σπιτίσιο φαγητό, ως και τα πατατάκια των παιδιών, με τη σακούλα. Ο γιος του ο μικρός πέταγε απ’ το παράθυρο παλιά παπούτσια κι όποτε μάζευε απ’ το δρόμο μπαταρίες, τις έχωνε κι αυτές —μαζί με άλλα σκουπίδια— στην ταΐστρα τους. Τα καλοκαίρια που έμενα κι εγώ εκεί, στεναχωριόμουν. Τρύπωσα κάποτε μες στο μαντρί —άγρια μεσάνυχτα—, έβαλα ένα μαδέρι ν’ ακουμπά διαγώνια σε μια σκάφη και τους μίλησα: για τον αρραβωνιαστικό που μ’ άφησε, για τη Μαρία την καθαρίστρια, για τα μαλλιά της Εύας που έμοιαζαν μες στο νερό σαν μαύρα στάχυα. Τους είπα και για κείνο το μικρό μπιστρό που πήγαινα φοιτήτρια στη Μονμάρτη: που ‘φτιαχνε κρεμμυδόσουπα και πάπια και σέρβιρε κόκκινο ξηρό κρασί με άρωμα τριαντάφυλλο. Λίγο πριν κοιμηθώ, τον άκουσα το θειό μου να γελάει. Την επομένη το πρωί δεν βρήκαμε ούτε ίχνος του· κόκκινη λάσπη στο μαντρί και τα γουρούνια τραγουδούσαν.