του Γιάννη Στρούμπα
Ένα μωρό ιδιαίτερο, «από εκείνα που γεννιούνται μία στο εκατομμύριο – ξανθό, πανέμορφο, ανακεφαλαιωτικό της μωροσύνης», εξαφανίζεται. Ο πατέρας του ονόματι Άραμις, άντρας σαραντάχρονος, μέλος φυλής τρικυμισμένων προσφύγων, ακολουθώντας τα έθη της κοινότητάς του, έχει ήδη εντάξει το μωρό στον μηχανισμό παραγωγής οικονομικού αποτελέσματος για την οικογένεια, παραδίνοντάς το επί πληρωμή σε επαγγελματίες ζητιάνες, διά του διαμεσολαβητή και φύλακα των μωρών Βιργιλίου, σε μια προδιαγεγραμμένη πορεία που εκκινεί από τη ζητιανιά, συνεχίζεται με πορνεία απ’ τα δώδεκα ως τα δεκαέξι χρόνια, και καταλήγει στον γάμο και την ατέρμονη επανάληψη του φαύλου κύκλου. Μια από τις εξορμήσεις επαιτείας των ζητιάνων, ωστόσο, δεν έχει τα αναμενόμενα αποτελέσματα, καθώς το μωρό περνά στα χέρια των αστυνομικών οργάνων, εκπροσώπων της πολιτείας και των νόμων της. Ο Άραμις δεν γνωρίζει πώς εξαφανίστηκε το μωρό και πού βρίσκεται. Το απροσδόκητο συμβάν συνιστά το δραματικό απρόοπτο που κινεί όλο το μυθιστόρημα του Πάνου Σταθόγιαννη Το μωρό. Αποδώ εφορμά ο κεντρικός ήρωας για να αναζητήσει τα χνάρια του μωρού του και να το πάρει πίσω.
Η αναζήτηση του μωρού, μια μικρογραφία της γενικότερης πορείας του Άραμι στον χάρτη της προσφυγιάς, δηλαδή ένας «ακατάσχετος μαιανδρισμός» «πάνω σε ναρκοθετημένα πεδία», που οδηγεί σε μια σταύρωση δίχως ανάσταση, δίνει την ευκαιρία στον Σταθόγιαννη να θίξει στο μυθιστόρημά του μια σειρά διαβρωτικών του ανθρώπου και της κοινωνίας θεμάτων. Ήδη το μότο που προτάσσεται στο μυθιστόρημα «…τα μαλλιά μου ο ήλιος τα ’καψε για πάντα/ κι είμαι ασπρομάλλης, δυο χρονών μωρό…», από στίχους του Λόρκα, θέτει το ζήτημα της χαμένης αθωότητας, της γήρανσης μόλις από την πιο τρυφερή ηλικία, της εισόδου ανθρώπων από μωρά στη βάρβαρη εκμετάλλευση της ανθρώπινης σάρκας, με οποιονδήποτε τρόπο: επαιτεία, εμπορία βρεφών, εμπορεία οργάνων, πορνεία.
Η συγκεκριμένη πορεία ευνοείται κι από το αδιέξοδο της προσφυγιάς και τις περιορισμένες της δυνατότητες για επιβίωση. Η ανέχεια του Άραμι εξαρχής αποτυπώνεται στη μοναδική του αλλαξιά ρούχα, τα οποία περιμένει γυμνός να στεγνώσουν, όταν μπαίνουν για πλύσιμο· αλλά και στην ανυπόφορη για τον καθένα αποφορά του, ασύγκριτη από οποιουδήποτε άλλου. Το αδιέξοδο της προσφυγιάς, ωστόσο, ο Σταθογιάννης το κριτικάρει κι από την πλευρά των χωρών εισδοχής, με την ευθύνη τους στην ατέρμονη επανάληψη της κατάστασης, όπως τη συμπυκνώνει ο αστυνομικός διοικητής που καλείται να τη διαχειριστεί: «Ήταν πολύ θυμωμένος που, κατόπιν διαταγών, όλο τους ίδιους και τους ίδιους μάζευε (κι ας μην ήταν οι ίδιοι – εκείνου, όλοι οι ξένοι ίδιοι του φαίνονταν, ακόμα και ο κιτρινόμαυρος ψηλολέλεκας στα μάτια του ήταν ισοϋψής με τους άλλους, τυχαία το επέλεξε), και μετά τους άφηνε να φύγουν, πάλι κατόπιν διαταγών, και μετά τους ξαναμάζευε, για να τους ξαναφήσει και πάλι να φύγουν. Κατόπιν διαταγών διαρκώς. Έργο σισύφειο, φθοροποιό για τα ευαίσθητα χαχλικά του νεύρα». Η αδιέξοδη επαναληπτικότητα ενδεχομένως ερμηνεύει και τη βραδύτητα σε όλες τις εκδηλώσεις στη φυλή του Άραμι, μια βραδύτητα που έχει αναχθεί από τα μέλη της φυλής σε στάση ζωής.
Συνυφασμένα με τα θέματά του, τα σχόλια του Σταθόγιαννη, ενταγμένα είτε στην αφήγηση είτε στα παρένθετα επεξηγηματικά σχόλια τύπου παραρτήματος («appendix») είτε εκφερόμενα από τους ίδιους τους ήρωες, είναι οξέα και συχνά αναμιγμένα με μια πικρή συγκατάβαση: «Κι από τότε είναι ακόμα στον δρόμο, γιατί τα πράγματα που δεν αντέχονται σ’ αυτόν τον έξω κόσμο δεν τελειώνουν ποτέ». Τα γενικευμένα συμπεράσματα διατυπώνονται με πνεύμα θυμόσοφο κι αποφθεγματικό: «Δεν παρέλειψαν να του πουν να προσέχει, βάζοντας πάνω απ’ όλα την υγεία του, γιατί ο άνθρωπος, άμα έχει γερό οργανισμό, αντέχει τόσο τις ψευδαισθήσεις του όσο και τις αποτυχίες του, ενώ αν είναι άρρωστος ακόμα και οι ψευδαισθήσεις του είναι αποτυχημένες». Κι ίσως οι ψευδαισθήσεις να φανερώνουν ακριβώς και την κοινωνική αρρώστια, εν προκειμένω διά της ρηχότητας του τηλεοπτικού κοινού, του διψασμένου για θεάματα: «Ως είθισται, το τηλεοπτικό κοινό, ύστερα από μια σύντομη αμφιταλάντευση, άλλαξε θέση και τάχθηκε με την πλευρά του νόμου, βρίζοντας ενδόμυχα τον Άραμι, με χειρότερα μπινελίκια από αυτά του οργάνου της τάξης».
Ιδίως η συζήτηση που ανοίγεται γύρω από το νομικό σύστημα ερμηνεύει την ανθρώπινη κατάπτωση, η οποία πλήττει πρωτίστως τους ασθενείς και κατατρεγμένους: «[…] αυτό που σου επιτρέπει ο νόμος στο ένα μέρος, στο δίπλα μέρος το απαγορεύει, στο αμέσως παραδίπλα κάνει τα στραβά μάτια, και στο ακόμα παραδίπλα σου το επιβάλλει». Ή «Οι άλλοι που μου λες, δεν μπήκανε σε κόντρα με τον νόμο. Λουφάζουν, κάνουν ό,τι είναι να κάνουν όσο πιο κρυφά γίνεται, κι έτσι δεν δίνουν αφορμές να τους πειράξει κανείς. Είναι παράνομοι στο πλαίσιο του νόμου. Αν όμως μπλέξουν με τον νόμο, έχουνε ένα πολύ μεγάλο μείον πάνω τους – είναι παράνομοι εκτός του πλαισίου του νόμου. Και οι παράνομοι εκτός του πλαισίου είναι σαν το σκατό έξω από την τρύπα του αποχωρητηρίου. Το πατάει όποιος λάχει και το βλαστημάει κιόλας». Ο Σταθόγιαννης, διεισδύοντας στη λειτουργία του συστήματος, μεταχειρίζεται αντιθέσεις («παράνομοι στο πλαίσιο του νόμου»), αναλογίες και παρομοιώσεις, οι οποίες όχι μόνο αναδεικνύουν παραστατικά τα ισχύοντα, αλλά φέρουν και μια πτυχή εκλαϊκευτική, απευθυνόμενη στους ταπεινούς ήρωες, που τους βοηθά να αντιληφθούν την περιπλοκότητα και τη δυσωδία της κατάστασης· κι ίσως ακόμη να αντιληφθούν πως ο νόμος αντιμετωπίζεται μόνο με τον νόμο: «Θα πολεμήσουμε τον νόμο με τον νόμο, κατάλαβες;».
Παραπληρωματική της κριτικής στο νομικό σύστημα είναι η κριτική στις θρησκείες, η οποία δομείται εμπνευσμένα κυρίως μέσα από το φιλοσοφικό σύστημα που αναπτύσσει το Χαμίλιχ, δηλαδή το ιερό βιβλίο της φυλής του Άραμι. Το Χαμίλιχ εντοπίζεται παντού στις εξελίξεις, με μια διατύπωση σχετική με την κάθε κατάσταση. Αποτελεί ένα εγχειρίδιο επιβίωσης με αποφθεγματικές διαπιστώσεις κι άμεσες ή, συνηθέστερα, έμμεσες, πολύσημες στην ποιητική τους ασάφεια παραινέσεις, οι οποίες δικαιολογούν όλες τις επιλογές, συμβιβάζουν τα ασυμβίβαστα, προσφέρουν το θεωρητικό υπόβαθρο για την κάλυψη κάθε αντιφατικότητας, γεγονός που ευνοείται κι από την προφορικότητα του ιερού «βιβλίου», καθώς πρόκειται για κώδικα άγραφο, μεταφερόμενο διά της προφορικής παράδοσης από γενιά σε γενιά, με ό,τι σημαίνει αυτό για το περιεχόμενο που διασώζεται ή παραφθείρεται αλλά και για τον τρόπο της ερμηνείας του. Το πνεύμα του Χαμίλιχ αποτυπώνεται ακριβώς στο χωρίο με το οποίο «λέγεται» ότι ξεκινά: «Ό,τι είναι πάνω, είναι και κάτω. Άμα κάτω είναι σκατά, σκατά είναι και πάνω. Άμα κάτω είναι καλά, καλά είναι και πάνω…». Ρήσεις όπως «Βιάσου μονάχα για να πας στο πουθενά, γιατί απ’ το πουθενά γυρίζεις εύκολα πίσω. Είναι σαν να έμεινες εδώ και να μην πήγες πουθενά» καταδεικνύουν την ποιητική ασάφεια του Χαμίλιχ. Αοριστολογώντας, το Χαμίλιχ σχετικοποιεί και κατεδαφίζει τα πάντα, ακυρώνει τον ίδιο του τον εαυτό, και προτείνει το ευκαιριακό και το μικροσυμφέρον ως συμβολή στον αγώνα της επιβίωσης: «Βέβαια, το ίδιο το Χαμίλιχ λέει κάπου αλλού ότι ο όρκος είναι περισσότερο ένας τρόπος εξαπάτησης των άλλων και όχι αυτοδέσμευση απέναντί τους, γιατί δεν είναι οι ισχυρισμοί μας που μας ενώνουν και μας κάνουν να έχουμε εμπιστοσύνη ο ένας στον άλλον, αλλά η ανάγκη και τα τελετουργικά». Κι όλες τούτες οι παλινωδίες δεν επιφέρουν συνέπειες, καθώς στις ιερές «σελίδες» του Χαμίλιχ δεν υπάρχουν τιμωρίες: «Αρκετά τιμωρείται ο άνθρωπος εδώ, για να τιμωρηθεί κι αλλού».
Ο Σταθόγιαννης προβαίνει και σε άμεση κριτική των θρησκειών. Επισημαίνοντας την υποκειμενικότητα, τον κυνισμό και την προσαρμογή στο συμφέρον, φέρνει αντιμέτωπες τις θρησκείες διά της αντιφατικότητάς τους κι αίρει τον ιερό τους χαρακτήρα, εφόσον δεν είναι δυνατόν να εκπορεύονται από κάποιον θεό, με τόσες διαφοροποιήσεις: «Βρες κάποια άλλη θρησκεία που να σου επιτρέπει να πάρεις πέντε-έξι μηχανές εκκόλαψης παιδιών, όχι μόνο μία. Η μία μόνο, όσο και να τη δουλέψεις, δεν φτουράει». Η επιλογή, μάλιστα, του συγγραφέα να θέσει στο πλευρό του Άραμι ένα λούλιχ, δηλαδή ένα αγγελάκι της θρησκείας του, το οποίο αποδεικνύεται απλός θεατής των τεκταινομένων, χωρίς καμία δυνατότητα παρέμβασης, καθιστά τη θεϊκή παρουσία αμήχανη κι ανούσια. Οι μόνοι ίσως λόγοι ύπαρξης του λούλιχ είναι για να μετριάζει τη μοναξιά του ήρωα στον Γολγοθά του («Γι’ αυτό, ας υπάρχει κι εδώ ένα λούλιχ. Δεν εμποδίζει σε τίποτα. Καλό κάνει.»), αλλά και για να περιβάλλει σαν ιδιότυπο φωτοστέφανο τον Άραμι, κατανοώντας ακόμη και τις πιο αποτρόπαιές του ενέργειες λόγω της αβάσταχτής του μοίρας, και προσδίδοντάς του το άλλοθι του τραγικού ανθρώπου. Η διαρκής αμήχανη αποχή του λούλιχ συμβάλλει στην αποκαθήλωση των θρησκειών, όπως αυτή συντελείται διά εκκωφαντικών σχολίων: «Έβγαινε ένα φως από μέσα της [σ.σ.: από την κούνια], έτσι όπως σε κάτι παμπάλαιες δοξασίες πεθαμένων θρησκειών έβγαινε φως από το παχνί κάτι αλόγων, εντός του οποίου είχε τοποθετηθεί φασκιωμένο ένα άλλο βρέφος, που ήταν θεός, αλλά δεν πρόκοψε και πολύ στη ζωή του».
Με τη σαφή λοιπόν αναφορά του Σταθόγιαννη σε υπαρκτές θρησκείες και καταστάσεις, η φανταστική ιστορία της φυλής που επινοεί ο συγγραφέας καθίσταται αλληγορία, μαχαίρι κοφτερό που ξύνει τα αποστήματα του υπαρκτού κόσμου. Άλλωστε, προς την ίδια κατεύθυνση λειτουργούν οι φανταστικοί τόποι του συγγραφέα, οι οποίοι όμως θα μπορούσαν εύκολα να ταυτιστούν με υπαρκτούς. Με την παράλληλη γνώση του γλωσσικού ιδιώματος της φυλής του Άραμι, όπου κυριαρχούν τα σύμφωνα χι και λάμδα, η «Αγία Πεχλούχολη» παραπέμπει με ασφάλεια στην Αγία Πετρούπολη, η «Μεγάλη Εχλεγοβίνη» στην Ερζεγοβίνη, τα «Πυχληναία Όρη» στα Πυρηναία Όρη, ο ποταμός «Ροχλανός» στον Ροδανό, η «Αχλαγονία» στην Αραγονία, η πόλη «Χλυών» στη Λυών, η οροσειρά του «Χαχλάσου» στην οροσειρά του Καυκάσου, η «Αχλασία» στην «Ευρασία», ο «υπολαχλάριος» Βορράς στον υποσαχάριο, η «Μυχιλήνη» στη Μυτιλήνη, η «Μάλχα» στη Μάλτα, η «Σουηχλία» στη Σουηδία, η «Χλόριντα» στη Φλόριντα. Ο Σταθόγιαννης, κατά συνέπεια, διά των εύκολων στην αποκωδικοποίησή τους συγκαλύψεων, αποκαλύπτει, υπονοώντας έναν κόσμο υπαρκτό. Παράλληλα, ωστόσο, γενικεύει διά των συγκαλύψεών του, υποδεικνύοντας καταστάσεις με ισχύ διαχρονική και παγκόσμια.
Πλάι στα ονόματα των τόπων απαντώνται τα ονόματα των ηρώων του μυθιστορήματος. Πρόκειται για ονόματα μεγαλοπρεπή, ανθρώπων διάσημων, θεοτήτων ή ηρώων της κλασικής λογοτεχνίας, τα οποία έρχονται σε εμφανή αντίθεση με την ταπεινότητα των ηρώων και τον βούρκο στον οποίο ζουν. Ο κεντρικός ήρωας φέρει το όνομα ενός εκ των τριών σωματοφυλάκων στο ομότιτλο μυθιστόρημα του Αλέξανδρου Δουμά. Ο φύλακας των μωρών που προορίζονται για επαιτεία ονομάζεται Βιργίλιος, έχοντας το όνομα του επικού Ρωμαίου ποιητή. Οι ζητιάνες που μεταχειρίζονται τα μωρά αποκαλούνται με τα ονόματα των Μουσών, χωρίς να είναι ευκρινής η μεταξύ τους διάκριση. Ο σοφός της φυλής του Άραμι είναι ο Πασκάλ, με το όνομα του Γάλλου επιστήμονα και φιλοσόφου. Ο μπάρμαν του μπαρ όπου ο Άραμις γνωρίζεται με την ομάδα των τιμωρών-επαναστατών εναντίον του συστήματος ονομάζεται Μοντιλιάνι, όπως ο Ιταλός ζωγράφος και γλύπτης. Τα δε μέλη του δικαστηρίου όπου προσάγεται ο Άραμις για να δικαστεί, όταν επιχείρησε να αποσπάσει παράτυπα το μωρό του από το ΚΙΠΑΘΑΕ (Κρατικό Ίδρυμα Προστασίας Ανηλίκων Θυμάτων Εκούσιας Επαιτείας), λέγονται ο μεν πρόεδρος της έδρας Θωμάς Τζέφερσον (όπως ο Πρόεδρος των ΗΠΑ), ο δε εισαγγελέας Έκτορας Μπερλιόζ (όπως ο Γάλλος συνθέτης κλασικής μουσικής), ενώ και ο δικηγόρος που υπερασπίζεται τον Άραμι λέγεται Γιάκοπο Ρεμπούστι Τιντορέττο (όπως ο Ιταλός ζωγράφος). Η ειρωνική ονοματοδοσία των ηρώων τονίζει, διά του επιχειρούμενου εξωραϊσμού τους, ακόμη περισσότερο τη μικρότητά τους ή την ευκαιριακή και υποταγμένη τους δράση.
Η ειρωνεία του Σταθόγιαννη συναντά τον κυνισμό του άγριου κόσμου μέσα στον οποίο κινούνται οι ήρωες. Οι μαύροι που ανακρίνονται από τον Άραμι ως ύποπτοι για την αρπαγή του δικού του μωρού εξηγούν ότι ποτέ δεν θα το άρπαζαν για εμπόριο οργάνων, καθώς η πράξη είναι ασύμφορη: οι μαύροι παίρνουν ρεύμα από το ηλεκτροφόρο συρματόπλεγμα που οριοθετεί το γκέτο τους, και κάθε φορά που κάποιος απελπισμένος πέφτει στο συρματόπλεγμα για να αυτοκτονήσει, γίνεται διακοπή ρεύματος και καταστρέφεται το «εμπόρευμα», που δεν μπορεί να συντηρηθεί δίχως ρεύμα στα ψυγεία τους! Ο Βιργίλιος θριαμβολογεί για την έμπνευσή του να κρατά ήσυχα τα μωρά δίνοντάς τους πρέζα, και μάλιστα καθαρή, καλής ποιότητας! Η καταστροφή των βρεφών, δηλαδή, παρουσιάζεται με κυνισμό σαν εξαιρετική περιποίηση, ενώ όλοι οι εκμεταλλευτές της ανθρώπινης σάρκας συστήνονται ως προστάτες των παιδιών, για να ερμηνεύσουν με τον πιο παραστατικό τρόπο την αντίθεση στον τίτλο του κεφαλαίου «Η φυλή – ένα λεπτούργημα φτιαγμένο με μπαλτά»! Τούτος ο θηριώδης κόσμος δεν θα μπορούσε παρά να παρασταθεί από τον συγγραφέα με περιγραφές ωμά ρεαλιστικές (ο αέρας του δωματίου «μύριζε σαπίλα, κάτουρα, εμετό, καπνό, χασίσι και φτηνό αλκοόλ»), με αποκορύφωση ίσως της ωμότητας στη σκηνή όπου ο Άραμις βιαιοπραγεί στις ζητιάνες προκειμένου να του αποκαλύψουν τι απέγινε το μωρό του, ενώ εξίσου ωμή είναι και η μοιρολατρική παθητικότητα με την οποία οι ζητιάνες υποτάσσονται στη μοίρα τους: «Δεν ήταν τόσο η ταλαιπωρία που θα περνούσαν στα χέρια του (ήταν συνηθισμένες σ’ αυτά – όσοι ζουν στον δρόμο ξέρουν ότι ανά πάσα στιγμή κινδυνεύουν να υποστούν τα πάνδεινα), όσο το ότι μετά δεν θα ήταν ζωντανές να σχολιάσουν αυτό που τους συνέβη».
Η τελική συντριβή όλων των συμμετεχόντων στον αδυσώπητο τούτο κόσμο, είτε από την πλευρά των κατατρεγμένων (φυλή του Άραμι) είτε από την πλευρά της επίσημης κρατικής εξουσίας και των φορέων της (τιμωροί της γίνονται τόσο οι ζωσμένοι με τα εκρηκτικά επαναστάτες στο μπαρ του Μοντιλιάνι όσο κι ο ίδιος ο Άραμις, που εκτελεί τον Πασκάλ και τον πρόεδρο του ΚΙΠΑΘΑΕ) προδιαγράφεται από τον Σταθόγιαννη μέσω των προσημάνσεών του. Ο Άραμις, ρίχνοντας τα ζάρια, φέρνει τρεις αλλεπάλληλες φορές ασόδυο. Η μητέρα του Άραμι έχει γραφτό της το «κόκκινο νερό». Η δε αποχώρηση του λούλιχ από το πλευρό του Άραμι σηματοδοτεί την πλήρη εγκατάλειψη του ήρωα στη μοναχική του πορεία, ενώ την ίδια στιγμή καυτηριάζει και την επανάπαυση στον καναπέ που χαρακτηρίζει το κοινωνικό σύνολο, καθώς το λούλιχ αποσύρεται για να δει τηλεόραση: «Και η τηλεοπτική αντιπαράθεση, στην οποία το εν λόγω λούλιχ κόλλησε, είχε μεγαλύτερο ενδιαφέρον από τη βιωματική συμμετοχή στα γεγονότα».
Σ’ αυτόν λοιπόν τον αγεφύρωτο κόσμο μεταξύ συστήματος και κατατρεγμένων, οι οποίοι όμως εκτός από θύματα είναι και θύτες, όλοι είναι παγιδευμένοι σε ένα διαιωνιζόμενο αδιέξοδο: «Σε τέτοιες στιγμές, ο άνθρωπος είναι ορφανός μέσα σε ολόκληρο το σύμπαν. Ένας ανήμπορος θεός χωρίς Λόγο. Ένας χαμένος κοσμοναύτης παγιδευμένος στο παγερό ψύχος και τη σκοτεινιά. Ένας παντέρημος». Πρόκειται για ορφάνια κι ερημιά που αφορά το σύνολο, αδύναμους αλλά και ισχυρούς, οι οποίοι ακολουθούν τον μοναχικό τους δρόμο της ανέχειας ή των μικροσυμφερόντων τους, δίχως υποστήριξη καμιά από κανέναν. Η πραγματικότητα αυτή επικυρώνεται καταληκτικά από τον Σταθόγιαννη με την τελική του επιλογή να παρέμβει ως συγγραφέας στα διαδραματιζόμενα της ιστορίας του αλλά κι ως αφηγητής-θεός, που όχι μόνο γνωρίζει κάθε εξέλιξη μα και τη διαμορφώνει κατά δήλωση, για να σώσει το μωρό. Η γλυκόπικρη σωτηρία ωστόσο που προσφέρει ο Σταθόγιαννης στο μωρό δεν είναι παρά μια σωματική επιβίωση, αφού το μέλλον του δεν διαφαίνεται ευοίωνο: το μωρό που απομένει μόνο του όταν οι αστυνομικές δυνάμεις σκοτώνουν τον Άραμι, μπουσουλά έξω από το σπίτι, όπου άγνωστος περαστικός το περιμαζεύει σε σακί. Προδιαγράφεται, κατά συνέπεια, πως η ζωή του θα συνεχιστεί μεν, με τον ίδιο δε άγριο τρόπο. Κι έτσι ο φαύλος κύκλος θα συνεχίσει να αυτοτροφοδοτείται από ανθρώπους θύματα και θύτες ταυτόχρονα, τραγικούς ήρωες σε θρομβωμένο αδιέξοδο.
Πάνος Σταθόγιαννης, Το μωρό, εκδ. Bibliothèque, Αθήνα 2021, σελ. 330.