Σταυραδέλφια – η πίσω πλευρά του γερμανικού μεσοπολέμου (του Στέφανου Δάνδολου)

0
205

του Στέφανου Δάνδολου(*)

 

 

Αρχές της δεκαετίας του 1930. Χιλιάδες νέοι ζουν στους δρόμους του Βερολίνου και άλλων μεγάλων γερμανικών πόλεων λόγω των επισφαλών οικονομικών συνθηκών. Δουλεύουν ως ημερομίσθιοι ή κάνουν θελήματα, αλλά συχνά ο δρόμος τους τους οδηγεί στο έγκλημα και στην πορνεία. Βρίσκουν καταφύγιο και ασφάλεια στις συμμορίες. Οι συμμορίες βέβαια δεν προσφέρουν μόνο προστασία, αλλά αποτελούν και έκφραση μιας προλεταριακής νεανικής υποκουλτούρας. Κλέβουν, πουλάνε το κορμί τους και προσπαθούν να επιζήσουν. Το μυθιστόρημα του Ερνστ Χάφνερ είναι μια αδυσώπητη ματιά στη ζωή των άστεγων νέων της πολύβουης μεγαλούπολης. Ένας βάλτος φτώχειας, εγκληματικότητας και πορνείας. Ο Χάφνερ δείχνει το άσχημο πρόσωπο της παλλόμενης μεγαλούπολης από την οπτική γωνία μιας συμμορίας νεαρών που ξέρουν καλά την τέχνη της επιβίωσης. Το μυθιστόρημα διαδραματίζεται στην άλλη πλευρά του Βερολίνου, τη σκοτεινή, την κρυμμένη. Στο επίκεντρο βρίσκονται δύο νέοι που το έχουν σκάσει από το αναμορφωτήριο, καθώς και η συμμορία «Σταυραδέρφια» στην οποία εντάσσονται μετά την άφιξή τους στο Βερολίνο. Κι ενώ αρχικά είναι χαρούμενοι που τους δέχονται, σύντομα συνειδητοποιούν ότι τα Σταυραδέρφια εξελίσσονται όλο και περισσότερο σε μια επαγγελματική συμμορία, εξασφαλίζοντας τα προς το ζην με διαρρήξεις, κλοπές καταστημάτων και απάτες. Και οι δύο προσπαθούν με όλες τους τις δυνάμεις να αντισταθούν στη μοίρα τους και να χτίσουν μια μέτρια, αλλά ανεξάρτητη ζωή.

Ο Ερνστ Χάφνερ έζησε στο Βερολίνο μεταξύ 1925 και 1933. Μέσα από τη δουλειά του ως δημοσιογράφος και κοινωνικός λειτουργός καταφέρνει να περιγράψει ρεαλιστικά τη ζωή των άστεγων νέων του Βερολίνου στις αρχές της δεκαετίας του 1930. Τα Σταυραδέρφια είναι μία από τις πολλές συμμορίες της πόλης και αποτελούνται από νέους ηλικίας 16 έως 19 ετών. Είναι είτε ορφανοί είτε έχουν διαφύγει από ιδρύματα της Πρόνοιας ή από το σπίτι τους, όπου οι συνθήκες ζωής είναι απάνθρωπες. Χωρίς τις συμμορίες η επιβίωση στους δρόμους είναι σχεδόν αδύνατη, καθώς έτσι οι νέοι μένουν ενωμένοι και αλληλοϋποστηρίζονται ζώντας σε συνθήκες φτώχειας.

Η πλοκή επικεντρώνεται στον Λούντβιχ και τον Βίλι. Ο Βίλι δραπετεύει από ένα ίδρυμα της Πρόνοιας σε ηλικία 20 ετών και ταξιδεύει στο Βερολίνο κρεμασμένος κάτω από ένα τρένο. Ο 19χρονος Λούντβιχ δραπέτευσε από το ίδιο ίδρυμα  της Πρόνοιας δύο χρόνια νωρίτερα και μπήκε στα Σταυραδέρφια. Συλλαμβάνεται άδικα και επιστρέφει στη συμμορία, προκειμένου να μην μεταφερθεί ξανά στο ίδρυμα. Οι δυο τους συναντιούνται στο Βερολίνο και μέσω του Λούντβιχ ο Βίλι αποκτά πρόσβαση στα Σταυραδέρφια. Το μεγάλο πρόβλημα ωστόσο για τους νεαρούς με την παραβατική συμπεριφορά είναι τα προσωπικά τους έγγραφα, επειδή ως ανήλικοι δεν επιτρέπεται να νοικιάζουν διαμερίσματα ή να εργάζονται μέχρι να γίνουν 21 ετών, συνεπώς κερδίζουν τα χρήματά τους παράνομα. Όταν ο Βίλι και ο Λούντβιχ δεν συμφωνούν με τον τρόπο που δρα η συμμορία, κρύβονται προκειμένου να ξεκόψουν. Παρά τα εμπόδια προσπαθούν να χτίσουν μια σχετικά νόμιμη ζωή.

Στο έργο του ο Ερνστ Χάφνερ, που μετέφερε άριστα στα ελληνικά η έμπειρη μεταφράστρια Γιώτα Λαγουδάκου, περιγράφει με γλαφυρό τρόπο τις συνθήκες στις οποίες ζούσαν οι νέοι την εποχή εκείνη και μέχρι πού μπορούσαν να φτάσουν για να επιβιώσουν. Ο αναγνώστης αποκτά μια αντιπροσωπευτική εικόνα της ζωής στο Βερολίνο της φτώχειας. Το γεγονός ότι δεν αναφέρεται τίποτα για την πολιτική κατάσταση είναι μάλλον επειδή ως άστεγοι είχαν άλλα προβλήματα και όχι τον αυξανόμενο αριθμό των εθνικοσοσιαλιστών. Ενσωματωμένες στην αφήγηση είναι και οι διαφορές μεταξύ ανατολικού και δυτικού Βερολίνου, καθώς ο Βίλι και ο Λούντβιχ καταφεύγουν στο πλούσιο δυτικό Βερολίνο, αλλά γρήγορα συνειδητοποιούν ότι δεν μπορούν να ζήσουν εκεί.  Ο Χάφνερ δεν φωτίζει την ατομική μοίρα, αλλά τη μοίρα πολλών νέων της εποχής. Δεν υπεισέρχεται σε υπερβολικές λεπτομέρειες και δεν ωραιοποιεί την πλοκή. Αυτό δίνει στον αναγνώστη την αίσθηση μιας αυθεντικής εικόνας.

Το λογοτεχνικό κοινωνικό ρεπορτάζ του Χάφνερ ήταν αγκάθι για τους εθνικοσοσιαλιστές. Οι νεαροί ως παραμελημένοι εγκληματίες και απατεώνες δεν ταίριαζαν καθόλου με την ηρωική εικόνα που προσπαθούσαν να περάσουν για τους Γερμανούς. Το 1933 έκαψαν το μυθιστόρημά του μαζί με χιλιάδες άλλα ανεπιθύμητα βιβλία. Τα ίχνη του συγγραφέα χάθηκαν στα χρόνια του πολέμου. Μπορεί να έδωσε ένα λογοτεχνικό πρόσωπο στους κακοποιημένους νέους του δρόμου, ελάχιστα όμως είναι γνωστά για τον ίδιο. Ούτε φωτογραφία, ούτε άλλο βιβλίο ‒ ο Ερνστ Χάφνερ παραμένει ο μεγάλος άγνωστος της γερμανικής λογοτεχνίας… μέχρι σήμερα!

 

(*) Ο Στέφανος Δάνδολος είναι συγγραφέας και τα βιβλία του κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Ψυχογιός

Ερνστ Χάφνερ, Σταυραδέρφια, Μετάφραση: Γιώτα Λαγουδάκου, Εκδόσεις Αρμός, 2022

Προηγούμενο άρθρο«Μακριά από παιδιά» – Αντιμέτωποι με την ενηλικίωση (της Όλγας Σελλά)
Επόμενο άρθροWolfgang Schorlau: Τόσο πολιτικός που πονάει. (συνέντευξη στους Μάρκο Κρητικό- Αλεξάνδρα Σαμοθράκη)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ