Στα πλαίσια του πραγματικού και του ονείρου (της Λαμπρινής Γλερίδου)

0
400

της Λαμπρινής Γλερίδου (*)

 

Στο πρώτο βραβευμένο βιβλίο του «Η θλίψη είναι ένα πράγμα με φτερά» ο Άγγλος συγγραφέας Μαξ Πόρτερ με πρωτοτυπία μορφής και περιεχομένου, που καθιστά δύσκολη την ειδολογική κατάταξη του έργου, πραγματεύεται τη διαχείριση της θλίψης και του πένθους, απότοκα προσωπικής απώλειας. Συμπλέκοντας πρόζα και ποίηση, ρεαλισμό και φαντασία, επιτυγχάνει μέσω κοφτού, πολυφωνικού λόγου την ανάδυση ενός έντονα φορτισμένου συναισθηματικά κλίματος, ξορκίζοντας εν τέλει τον θάνατο και την απουσία.

Με εχέγγυο την πρώτη του αυτή επιτυχία ο Πόρτερ προσφέρει στο αναγνωστικό κοινό το μυθιστόρημα «Λάννυ» (μετάφραση Μυρσίνη Γκανά, εκδόσεις Πόλις, 2020), το οποίο και πάλι διέπεται από πρωτοτυπία. Το έργο δεν έχει τα αναμενόμενα συμβατικά χαρακτηριστικά ενός μυθιστορήματος, αλλά με την ιδιαίτερη μορφή του και την τροπή της πλοκής που υπηρετεί λειτουργεί ενισχυτικά μίας περισσότερο σύγχρονης, ανοιχτής αντίληψης γύρω από την πρόσληψη και κατηγοριοποίηση των λογοτεχνικών ειδών.

Το κείμενο είναι χωρισμένο σε τρία μέρη, που επωμίζονται διακριτούς ρόλους. Στο πρώτο συντελείται η παρουσίαση του χωροχρονικού πλαισίου και των βασικών προσώπων. Η ιστορία συντίθεται γύρω από τον Λάννυ, ένα νεαρό αγόρι που ζει με την οικογένειά του σε ένα μικρό χωριό κοντά στο σύγχρονο Λονδίνο. Μέσα από τις πρωτοπρόσωπες, εναλλασσόμενες αφηγήσεις της μητέρας και του πατέρα του Λάννυ, αλλά και του ηλικιωμένου διάσημου ζωγράφου Πιτ, που αναλαμβάνει την καλλιτεχνική παιδεία του αγοριού, αποκαλύπτονται πρωτίστως τα ιδιοσυγκρασιακά χαρακτηριστικά του, ενώ δευτερευόντως αναδύονται και οι άλλοι χαρακτήρες και οι δεσμοί που τους συνέχουν.

Ο Λάννυ χωρίς ποτέ να φέρει άμεσα την αφήγηση αποτελεί το κέντρο αυτής και η σκιαγράφησή του προκύπτει αβίαστα. Η ιδιαιτερότητα του χαρακτήρα του έγκειται στην ασύμβατη λειτουργία του μέσα στα πλαίσια του χώρου, στην ξεχωριστή σύνδεσή του με τη φύση και τα στοιχεία της, στην αποτύπωση αυτής της σύνδεσης στον τρόπο που σκέφτεται, προβληματίζεται, ευαισθητοποιείται και επιλέγει να κινηθεί. Απόλυτα προσαρμοσμένος στο περιβάλλον του χωριού, στο οποίο έχει εγκατασταθεί πρόσφατα με την οικογένειά του, μακριά από το αστικό κέντρο, απολαμβάνει τη φύση, την ελευθερία κινήσεων κοντά της, την επαφή με τα στοιχεία της, με τα οποία δημιουργεί δεσμούς, που λειτουργούν απελευθερωτικά από τη συμβατική ζωή και τις παραδεδομένες αντιλήψεις. Ενισχυμένη η φαντασία του από τα ερεθίσματα του χώρου τον οδηγεί σε άφοβη σύνδεση με το υπερβατικό, με φωνές και πρόσωπα που μόνο ο ίδιος αναγνωρίζει. Ονειροπόλος, απορροφημένος στον κόσμο που έχει χτίσει μοιάζει αλλόκοτος στους άλλους. Η ευαίσθητη μητέρα του κατανοεί περισσότερο την ιδιαιτερότητά του και φαίνεται να την απολαμβάνει. Ο ρεαλιστής πατέρας του στέκεται αμήχανος απέναντι στον τρόπο κίνησης και σκέψης του γιου του. Όταν, βέβαια, προκύπτει η σύνδεση του Λάννυ με τον Πιτ, το αγόρι στο πρόσωπο του δασκάλου του, που ζει περιθωριοποιημένος στην κλειστή κοινωνία του χωριού, βρίσκει έναν ισχυρά θετικό αποδέκτη της ιδιαιτερότητάς του κι έναν στενό φίλο.

Δεν είναι, όμως, μόνο ο Λάννυ που πρωταγωνιστεί στην ιστορία. Κεντρικό πρόσωπο αυτής φαίνεται να είναι και ο γερο-Άκανθος, μία παγανιστική θεότητα, ένα αρχαίο πνεύμα της φύσης, η παρουσίαση του οποίου γίνεται σε τρίτο πρόσωπο εξ αρχής και η κίνηση αυτού συντελείται παράλληλα με την κίνηση των υπολοίπων προσώπων του κειμένου και κυρίως του Λάννυ. Αυτή η τριτοπρόσωπη αφήγηση που επιλέγεται για την έκθεση των στοιχείων γύρω από τον γερο-Άκανθο  δεν είναι τυχαία. Η γνώση γι’ αυτόν και η παρακολούθησή του μόνον από έναν παντεπόπτη αφηγητή θα ήταν δυνατή, ο οποίος με εξωλογικές δυνατότητες έχει τον απόλυτο έλεγχο όσων συμβαίνουν. Επομένως, είναι σε θέση να γνωρίζει και να αποτυπώνει την κίνηση του Άκανθου, του δαιμονικού, παραμυθικού αυτού πλάσματος, το οποίο ενσαρκώνει ανώτερες δυνάμεις βάσει των δοξασιών της κοινότητας και σωματοποιείται ως τερατούργημα προκειμένου να τις ικανοποιήσει. Η υπερφυσική αυτή μορφή ζει υπογείως στον ίδιο χώρο με τον Λάννυ. Αφουγκράζεται και απορροφά τον λόγο των ανθρώπων του χωριού, ο οποίος δίνεται ως ένα άτακτο και ακανόνιστο κειμενικό σώμα, χωρίς να αναδύει κάποιο νόημα, παρά πλανάται στο χαρτί κακόηχα και αμήχανα, δίνοντας την εντύπωση της αδυναμίας παραγωγής από την κοινότητα συγκροτημένου και σημαντικού λόγου.

Κατά την κίνησή του ο Άκανθος ξεχωρίζει την αιθέρια μορφή του Λάννυ, έλκεται από αυτήν και προς ικανοποίηση αυτής της έλξης φαίνεται κάτι να ετοιμάζει. Προσημαίνεται κατ’ αυτόν τον τρόπο το κεντρικό επεισόδιο, η κορύφωση της ιστορίας, η εξαφάνιση του αγοριού, η οποία συντελείται στο δεύτερο μέρος του έργου. Εκεί ο ρυθμός αφήγησης εντείνεται και το σασπένς αυξάνεται μέσα από τη σταδιακή μετατροπή της ανησυχίας της μητέρας σε απόγνωση. Η εξαφάνιση, που αποτυπώνεται και τυπογραφικά, πυροδοτεί μία σειρά αντιδράσεων των ανθρώπων της κοινότητας,  που μαρτυρούν τον ρηχό τους χαρακτήρα. Ο λόγος τους δίνεται αριστοτεχνικά, χωρίς τα επιμέρους κομμάτια του να διαχωρίζονται μεταξύ τους, αλλά και από τον αγωνιώδη λόγο των άμεσα εμπλεκόμενων. Η εκφορά του αφ’ ενός συμβάλλει στη συγκρότηση ενός πολυφωνικού, θεατρικού κειμένου, που αποδίδει τη μικροπρέπεια,  τη μισαλλοδοξία και τον εγωκεντρισμό της κοινότητας, καθώς οι άνθρωποί της επωφελούνται από το γεγονός της εξαφάνισης λαμβάνοντάς το ως έξοδο, έστω και προσωρινή, από την ανία του μικρόκοσμού τους, αφ’ ετέρου οδηγεί στην καθοδική πορεία της δράσης, υπηρετώντας άριστα και με ιδιαίτερο τρόπο τη σύνθεση της πλοκής.

Η λύση στοιχειοθετείται στο τρίτο μέρος, με κυρίαρχη μορφή τον γερο-Άκανθο και τα παιχνίδια του. Σ’ αυτό το σημείο το πραγματικό συμπλέκεται με το ονειρικό και παραμυθικό, που επιστρατεύεται προκειμένου να αναδειχθεί η σημασία του για τα ανθρώπινα, η δύναμή του στον αντίποδα της αδυναμίας του ανθρώπου να κατανοήσει ό, τι τον περιβάλλει και ό, τι τον αφορά.

Στο «Λάννυ», λοιπόν, το παραμυθικό στοιχείο προσδίδει πρωτοτυπία στον τρόπο με τον οποίο ο συγγραφέας διαχειρίζεται το βασικό του θέμα, που είναι η εξαφάνιση ενός παιδιού. Και αυτό που κεντρίζει σίγουρα την προσοχή, πέρα από τη μοναδική μορφή του κειμένου που αποδίδεται άριστα από την αρτίως επιμελημένη ελληνική έκδοση, είναι η επιτυχής εξισορρόπηση στην κίνηση μεταξύ πραγματικού και παραμυθικού, που προσφέρει απαντήσεις σε όσα είναι αδύνατον να διευθετηθούν μονομερώς.

 

(*) Η Λαμπρινή Γλερίδου είναι φιλόλογος.

 

Max Porter, Λάννυ, μτφρ. Μυρσίνη Γκανά, εκδόσεις Πόλις, 2020

Βρες το εδώ

 

 

 

Προηγούμενο άρθροAnnusmirabilis και annushorribilis ενός έθνους (της Αιμιλίας Καραλή)
Επόμενο άρθροΙστορίες για τον 20ό αιώνα, τις πανδημίες και άλλα δεινά (του Σπύρου Κακουριώτη)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ