Γιώργος Βέης (Α΄ μέρος).
«Το μέγεθος του πόνου κάνει τους ανθρώπους να πιστεύουν στην αφθαρσία του κορμιού. Και, λοιπόν, τόσο ανόητο είναι αυτό;»
Γιούκιο Μισίμα, Δίψα για έρωτα.
Οι στήλες διαπραγματεύονται αφθαρσία, επιβλητικά καθησυχαστικός ο απαραίτητος Βούδας, αγαλματίδια που δεν ξεπερνούν συνήθως σε ύψος το ένα, ενάμιση μέτρο, αφιερωματικές μικρές παγόδες, ιδεογράμματα που μαρτυρούν εμμονές της μνήμης, απόπειρες διάσωσης ταυτοτήτων, ταφόπλακες όρθιες, οι μισές ήδη μουτζουρωμένες από τα χρόνια, υλικά της κούρασης, μα ακόμα ορθώνονται εκεί, αποφασιστικοί όγκοι, οι οποίοι προφανώς εννοούν δράση. Αναφερόμενες ασφαλώς σ΄ ένα συγκεκριμένο παρελθόν επωνύμων ή ασήμων κεκοιμημένων, οι στήλες υπογραμμίζουν πόθο αδιάλειπτης παρουσίας. Δίπλα τους, μια ολόκληρη πόλη, απτόητη, επιμένοντας να ψάχνει κι άλλο ζωτικό διάστημα για να επεκταθεί όσο γίνεται περισσότερο, συνεχίζει ν΄ αναπνέει ρυθμούς ταχείας προόδου. Δεν διστάζει να επιβάλλει σκληρούς χωροταξικούς κανόνες, δοκιμάζει τρόπους εκεί που άλλοι ιθύνοντες θα είχαν παραιτηθεί προ πολλού, λαμβάνοντας υπόψιν τη στενότητα καταρχήν των δεδομένων.
Μαζεύω σκιές και δόσεις φωτός. Φτάνω συμπτωματικά στον περίβολο του Νεκροταφείου του Ναού Shitennojiji στο Κανσάι της Οσάκα. Κατανοώ αμέσως ότι δεν μπορώ ν΄ αποφύγω τη συνάντηση. Στριμωγμένο στις πύλες της καθημερινότητας των κατοίκων, το κοιμητήριο δεν είναι ένα απόστημα του δόλιου χρόνου, ένα ενδιαίτημα συλλογικών εφιαλτών, αλλά ένα καθόλα φυσιολογικό παράρτημα της πόλης. Ο θάνατος λες κι εγκαθίσταται στο μέσα μέρος της ζωής με φορτικότητα, με αγένεια ασύγγνωστη. Και βεβαίως με όλα του τα συμφραζόμενα μαζί, πολιτογραφείται στη σελίδα των μονίμων κατοίκων. Η καλλιγραφία στα αναθήματα προτείνει ασφαλώς συμφιλίωση, και μάλιστα hic et nunc, με τις τύχες και τις αστοχίες των ανθρώπων. Συμφιλίωση, που πάει να πει, έστω πρόσκαιρη, διαγραφή της λήθης.
*
Η έξοδος, η είσοδος, το πέρασμα στον κόσμο των νεκρών και η απομάκρυνση, αργά ή γρήγορα, απ΄ αυτόν συμβαίνουν ανεπαισθήτως. Η συγκατοίκηση, εκούσια ή ακούσια, αποβλέπει στο να καταργήσει, στην κυριολεξία του όρου, τους συμβατικούς διαχωρισμούς, τα σύνορα ζωής και ό,τι αντιθέτως την αποτελειώνει. Έτσι, ο γείτονας του φίλου, που με φιλοξενεί, θα μπορούσε να είναι φέρ’ ειπείν ο γνωστός ή ο παντελώς άγνωστος νεκρός, ο μόλις προ ολίγου μεταστάς ή ο πολύ παλαιότερος των ημερολογίων φθοράς. Η ακριβολογία της λέξης «μαζί», οι σημασίες του αυστηρού προσδιορισμού «από κοινού» καθορίζουν την τάξη, την πρακτική μιας υποχρεωτικής αισθητικής βίου / α – βίου. Η υπάλληλος της τράπεζας, που περνάει από εδώ δυο φορές τις εργάσιμες ημέρες, βλέπει το νεκροταφείο σαν προέκταση του πρωινού της, αλλά και σαν τον απαραίτητο διάκοσμο του απογεύματος. Με κούνησε η λέξη «Necropolis»: την είχα δει πολλές φορές, στο κέντρο της κομψής εκείνης επιγραφής στη Μελβούρνη, στη Λεωφόρο του Πρίγκηπα, να δείχνει προς την κατεύθυνση του μεγάλου Νεκροταφείου. Ήρθε στο νου μου σαν πιο βολική, πιο εξημερωμένη από τις άλλες συνώνυμές της. Να ταιριάζει περισσότερο με ό,τι συνθέτει τη σκηνή των συγχρωτισμών που εμπεδώνονται στην Οσάκα.
*
Η μια ταφόπλακα αγγίζει την άλλη, στοιχηματίζοντας ότι με τον καιρό θα κολλήσει οριστικά στο πλάι της. Η μεγάλη συνομοσπονδία πένθους και προσευχών. Σα να θέλουν όλες μαζί να συγκεντρωθούν στη μοναδική ταφόπλακα, να ενοποιηθούν στο εσωτερικό της μιας και μόνο μαζικής ανάμνησης. Ένα σύνολο, το οποίο μόλις κι αφήνει τα στοιχεία που το συναπαρτίζουν, να διακριθούν ως χωριστές, ως αυτόνομες μονάδες. Κάθε εκατοστό του μέτρου αξιολογείται ιδιαιτέρως. Ούτε μια σπιθαμή ελεύθερη. Τόσο οι ατομικές, όσο και οι οικογενειακές μνήμες οφείλουν να προστατευθούν πλήρως. Το χόρτο δεν μπορεί να μεγαλώσει, δεν σκαρφαλώνει πουθενά, δεν φαίνεται ούτε ένα σημάδι γρασιδιού. Κανένας σπόρος δεν διανοείται να αυτοφυτευθεί στις ελάχιστες χαραμάδες. Η δυνατότητα της χειραψίας: απλώς αγγίζει νοερώς ο περαστικός το παλαιό, πλην ευανάγνωστο χνάρι του άλλου στην πέτρα φρουρό. Αποδεχόμενος τη διάρκεια των ονομάτων, ο διαβάτης συνομιλεί εντέλει με τους απολεσθέντες εαυτούς, οι οποίοι συνωθούνται κατ΄ ανάγκην μέσα στο ίδιο μεγα-υποκείμενο: στο υπόγειο, εννοώ, ησυχαστήριο του Shitennojiji.
*
Οι άμεσες δηλώσεις της στερεότυπης βουδικής αρχιτεκτονικής, οι χαρακτήρες των αποχρώσεων του απογεύματος που αρχίζει να κάθεται στα πεζούλια, στις προσόψεις του Ναού, οι υπογραφές της νιρβάνα, με το αναγκαίο για τις περιστάσεις τακτ: η αίσθηση μιας εξ αντικειμένου πιστοποιημένης πληρότητας. Όλες ανεξαιρέτως οι λεπτομέρειες των γλυπτών θαρρώ ότι επιβεβαιώνουν, μεταξύ άλλων, την καταλλαγή παθών πάσης φύσεως. Την ανέκκλητη καταλλαγή, μου τονίζει αμέσως η συμμετρία των τάφων. Το βουητό της πόλης έχει όμως στο μεταξύ βαλθεί να σαρώσει ισορροπίες και συνθήκες γαλήνης. Στ΄ αυτιά μου μια ζωηρή άρνηση: η σταθερή υπονόμευση της μη – ζωής. Ακούω βεβαίως και τις αντιρρήσεις των σκιών, τις ενστάσεις της σιωπής. Ακούω σαν δικαστής ανυπόμονους διαδίκους.
*
Γιώργος Βέης
(συνεχίζεται στο επόμενο)