του Δημήτρη Φύσσα
Τα τέσσερα διηγήματα που συναπαρτίζουνε το τομίδιο έχουνε δυο εντονότατα κοινά γνωρίσματα: πρώτο, ότι το πεδίο αναφοράς τους είναι το συγγραφικό σινάφι και, δεύτερο, ότι διαθέτουνε χιούμορ. Την ηγεμονική έκφραση του χιούμορ, μάλιστα, που είναι φυσκά ο αυτοσαρκασμός, ο οποίος προστατεύει κάθε σοβαρό καλλιτέχνη/ιδα από το χειρότερο κίνδυνο, τουτέστιν πάρει τον εαυτό του/της πολύ στα σοβαρά.
Στο πρώτο και πολύ εκτενέστερο, που τιτλοφορείται «Η ανακάλυψη του Μάινα», έχουμε, ανάμεσα στ΄ άλλα, ένα υπό έκδοση ημικουτσομπολίστικο λογοτεχνικό περιοδικό που θα λέγεται «Βαθύ συρτάρι» (!), αναφορές σε υπαρκτούς ποιητές (Βαρβέρης, Στεριάδης, Πούλιος, Κοντός, Βέης, Μάινας βέβαια) και τρεις μυθοπλασμένους ήρωες: τον «Παύλο Σωτάνη» παρακολουθεί ποίηση από τα χρόνια της χούντας, τη νέα ποιήτρια Νάντια (κεντρικό πρόσωπο) και την επιστήθια πλην εκτός σιναφιού φίλη της Ρίτα, που τελικά όμως κι αυτή στιχουργεί κρυφά. Η κορύφωση της δράσης συντελείται σε γνωστό μαγαζί κοντά στο Α΄ Νεκροταφείο, όπου ο Μάινας διαβάζει ποιήματά του. Σπαρταριστοί οι διάλογοι των δυο κοριτσιών, όπως και οι παρατηρήσεις της Νάντιας, στιλιστικές και άλλες.
Στο δεύτερο, το «Τυπογραφία Νέας Τεχνολογίας (ΤΝΤ)», ο δόκιμος συγγραφέας Λευτέρης Γραμμένος, που λόγω κρίσης εισπράττει συνέχεια εκδοτικές απορρίψεις για το καινούργιο του μυθιστόρημα, τη «Βρεφοδόχο» (!), έχει την ιδέα να στραφεί στη μετάφραση ποιημάτων του Νικολάι Γκουμιλιόφ, συντρόφου της Αχμάτοβα, μήπως και πιάσει την καλή. Δεν έχει ιδέα όμως με ποιον απαιτητικό όρο τού την έχει στημένη στη γωνία ο εκδότης, ενώ το κλείσιμο του διηγήματος είναι τόσο έξυπνο που, αν το πω, θα το «κάψω». Το μόνο που θα γράψω, έτσι, για να σας ιντριγκάρω, είναι ότι συνδυάζει άλμα στο μέλλον, νέους ήρωες που ερευνούν τη θέση του Γραμμένου στην ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας και πλήρη ειρωνική ανατρεπτικότητα. (Εξάλλου, θυμίζω φιλικά ότι ΤΝΤ είναι και τ΄ αρχικά της Τρινιτροτολουόλης, μιας άκρως εκρηκτικής χημικής ένωσης).
Στο τρίτο, το «Τελική ανάλυση», ο ήρωας (ονόματι, και καλά «Απόλλωνας»), προσπαθεί να καρυκέψει τη ζωή του δημιουργώντας ψεύτικους εαυτούς και εναλλακτικές περσόνες μέχρι που καταμπερδεύεται μέσα στα ψέματα και παθαίνει κρίσεις πανικού. Καταλήγει στον «ειδικό», ο οποίος τού προτείνει μια λύση που βολεύει τον ίδιο, γιατί οδηγεί σε αέναες, καλοπληρωμένες συνεδρίες. Πλην το πράγμα εκτρέπεται ενάντια στον «ειδικό» και υπέρ του «αρρώστου», με τον τρόπο ακριβώς που φαντάζεστε- αλλά για να βεβαιωθείτε ότι μαντέψατε σωστά μάλλον θα πρέπει να διαβάσετε το βιβλίο.
Το τελευταίο διήγημα διεκτραγωδεί τα βάσανα της συγγραφέως, που (και) στην αληθινή ζωή τής προσθέτουν, προφορικά και ιδίως γραπτά, ένα «λο» στο επώνυμο, καταντώντας την «Ηρώ Νικολοπούλου». Ταυτόχρονα, έχουμε και μια σάτιρα της λεγόμενης «ροζ λογοτεχνίας», καθώς στο επίκεντρο βρίσκεται το μπεστ σέλερ «Ραντεβού στο χθες», που είναι αμφίβολο αν το πιστώνεται η πεντασύλλαβη ή η εξασύλλαβη συγγραφέας. Στο κλείσιμο, οι «οξυδερκείς» παρατηρήσεις του εκδότη επιτείνουν την παιγνιώδη σύγχυση της Νικο(λο)πούλου, του εκδότη, των αναγνωστών που περιμένουνε ένα καινούργιο βιβλίο στιλ «Ραντεβού», τη δική σας, τη δική μου-
Στην ευθεία κι παιγνιώδη επίθεση κατά της σοβαροφάνειας συμβάλλει και η εξωτερική εστίαση που διαλέγει σε όλα τα κομμάτι της η Νικοπούλου (χωρίς το «λο), γιατί όλα τα διηγήματα έχουν μεν πρωταγωνιστή/ίστρια, πλην η τριτοπρόσωπη αφήγηση τής επιτρέπει να χλευάζει με συμπάθεια τόσο τα κεντρικά πρόσωπα (Νάντια, Γραμμμένος, «Απόλλωνας», Ηρώ), όσο και όποια άλλα εμφανίζει στη δράση, και ειδικά τους «μισητούς» εκδότες και τους επιμελητές τους.
info: Ηρώ Νικοπούλου, Ηρώ Νικολοπούλου κι άλλες συντεχνιακές ιστορίες, Γαβριηλίδης, Αθήνα, 2019