Σωτήρη Γουνελά, Ιωνάς (της Μαρίας Τσάτσου)

0
356

 

της Μαρίας Τσάτσου

          Στην εποχή των Μεγάλων Πολέμων που συντάραξαν την ανθρωπότητα και ενώ ο πόλεμος συνεχίζεται κρυφά και φανερά απειλώντας τον Πλανήτη με ολική καταστροφή, και ενώ ο θεολογικός λόγος φαίνεται να έχει εκτοπισθεί από την τεχνολογία, το κείμενο αυτό φέρνει στην επιφάνεια πράγματα που αξίζει να αιχμαλωτίσουν την προσοχή μας. Αλλά μια διευκρίνιση πρώτα : «φαίνεται» να έχει εκτοπισθεί ο θεολογικός λόγος. Ποια όμως είναι η αλήθεια; Πρώτον, η λατρεία της τεχνολογίας είναι λατρεία προς νέους  θεούς και ένα νέο ιερατείο. Δεύτερον, όχι μόνον επιζούν, αλλά ορθώνουν το ανάστημά τους οι προλήψεις και οι προκαταλήψεις συνδέοντας τον σύγχρονο άνθρωπο με τον πρωτόγονο πρόγονό του. Τρίτον, γνωστές και αποδεκτές θρησκείες μεταποιούνται σε cult δημιουργώντας κατευθυνόμενους και φανατικούς οπαδούς.

Μέσα στην σύγχυση αυτή μέσα από τον «Ιωνά» ξαναζούν κατά κάποιον τρόπο, οι Βίοι Αγίων, ξαναζωντανεύουν σελίδες από το Γεροντικόν και το Λειμωνάριον. Ενώ ταυτόχρονα τίθενται έμμεσα, αλλά εύγλωττα, μεγάλα θεολογικά ζητήματα, όπως η αντίφαση ανάμεσα στην Παντογνωσία και την Απόλυτη Αγαθότητα του Θεού, ανάμεσα στην ελευθερία του ανθρώπου και την σωτηρία του. Ο τρόπος γραφής είναι απλός και λυρικός, με μία αξιοπρόσεκτη αφθονία, η οποία δεν γίνεται περιττολογία, ούτε το όλο ποίημα γίνεται λαϊκίστικο και πομπωδώς λόγιο προσπαθώντας να αγρεύσει την αποδοχή του κοινού. Ο «Ιωνάς» είναι ένα πολύ προσωπικό, αυθεντικό, έξυπνα συγκινητικό έργο, που αποκαλύπτει ένα διαρκώς εναργές ερευνητικό πνεύμα, αλλά και το πόσο βαθιά εγγεγραμμένη είναι η Ορθοδοξία στο πρόσωπο του ποιητή. Το θέμα δεν είναι απλό, ούτε ο χειρισμός του απλός. Το ποίημα αυτό δίνει απάντηση στο  ερώτημα «Θάνατος ή Ζωή». Και η απάντηση που δίνεται θριαμβικά, είναι Ζωή. Φεύγει λοιπόν ο αναγνώστης από το βιβλίο με την πεποίθηση ότι υπάρχει Καιρός, ότι δυνατότης αλλαγής πλεύσεως υπάρχει, ότι Θεός υπάρχει και ότι μεριμνά. Όχι, δεν πρόκειται για διδακτικό, πιετιστικό κείμενο. Και πώς θα μπορούσε να είναι όταν ο Ιωνάς είναι διαρκώς εκνευρισμένος με τον Θεό, τα βάζει μαζί του, υποδεικνύει, δυσανασχετεί. Μάλλον πρόκειται για ένα δραματοποιημένο – υπάρχουν οι διάλογοι – αλλά και ποιητικό αίνιγμα λογικής. Ποιο το αίτημα της σωτηρίας; Η αποδοχή του αιτήματος της σωτηρίας. Όταν η Νινευή αποφασίζει να σωθεί, σώζεται. Αρκεί να έχει την δύναμη να βγει από την κινούμενη άμμο που την καταβροχθίζει. Και εκεί υπεισέρχεται ο Ιωνάς, ο μοχλός, το όργανον της αφύπνισης. Με την δική του ιστορία, τις αντιφάσεις και τις φοβίες του, και το κρυφτούλι που παίζει με τον Παντοδύναμο. Αγρότης, ίσως, κοντά στη φύση, εσωστρεφής άνθρωπος που δεν φοβάται την μοναξιά, με σκέψη κοφτερή και θαρραλέα αλλά κάπως άτσαλος, ο Ιωνάς, περιδεής, δεν γίνεται ποτέ δουλοπρεπής. Οδοιπορεί μόνος, μέσα σε μια πλάση της οποίας το νόημα και τον σκοπό αγνοεί. Δεν προσεύχεται. Δεν υψώνει τα μάτια του στον ουρανό. Δεν είναι ο συνήθης ευσεβής, ο εντεταγμένος. Μέχρι που ο Θεός τον ξεχωρίζει και του αναθέτει έργο, να σώσει την Νινευή από την καταστροφή : «Κουνήσου, μην αργείς/Μην καρτεράς του δειλινού το χρώμα/Κι ούτε να πάρεις τούτα τα λόγια για όνειρο/Ή τάχα φρεναπάτη» (σ. 14). Απολαυστικός, ο απλός, αυθόρμητος λόγος του Ιωνά που δεν μπορεί ούτε να αναβάλει, ούτε να παραστήσει τον αλαφροΐσκιωτο. Θέλει να κρυφτεί, να αποφύγει, μπαρκάρει σε πλοίο να πάει στην άκρη της γης. Ακολουθούν τα γνωστά γεγονότα που μπορούν να ερμηνευθούν ως θάνατος και προ-γνώση της ανάστασης, κάθοδος στον Άδη που ίσως είναι μια δεύτερη γέννηση ή μια άλλη διάσταση. Πλήθος ερμηνείες μπορούν να δοθούν, μυστικιστικές, ψυχαναλυτικές, γεωλογικές. Ο τεράστιος φόβος που προκαλεί το θαύμα της σωτηρίας του από την κοιλιά του κήτους, οδηγεί τον Ιωνά πάλι στον Θεό και τότε ακούει την Φωνή (άμεσος διάλογος μεταξύ Δημιουργού και δημιουργήματος. Δεν μεσολαβεί ο όγκος της αναλυτικής και συγκριτικής θεολογίας). «Στη Νινευή. Στη/Νινευή σε έστειλα/Θυμάσαι;/Σήκω και κίνησε για τη μεγάλη πόλη/Φέρε το μήνυμα, δώσ’ τους να καταλάβουν». (σ.28). Και ο Ιωνάς γίνεται προφήτης, κομιστής του σωτηρίου μηνύματος που όμως μιλάει για καταστροφή : «Μερόνυχτα σαράντα/Κι η Νινευή θα χαλαστεί/Κανένας δεν θα μείνει». (σ. 29). Με γλαφυρό, ζωντανό, θεατρικό τρόπο αποδίδονται οι αντιδράσεις του πλήθους, των διαφόρων ομάδων, του ίδιου του βασιλιά. Μέσα σε λίγους, ελεύθερους, μουσικούς στίχους, λέγονται πολλά. Παίρνει ζωή μπροστά μας η αρχαία Νινευή: «Σε πλατείες και σε αυλές/Μαζεύτηκε τ’ ασκέρι» … «Βαρύ το βλέμμα/αναρωτιούνταν/Πού πάμε, τι θα γίνει/Ποιος Θεός, τι λέει αυτός;» (σ. 29). Οι άνθρωποι αλλόφρονες, με την γνώση υποσυνείδητα, ότι είναι δοσμένοι στην αρρώστεια της αυτοκαταστροφής, «Ζητούσαν εξηγήσεις/Γύρευαν τράτο, γύρευαν καιρό/Το μήνυμα να νιώσουν/ναρθούν στον εαυτό τους» (σελ. 30). «Ο ξεχασμένος λόγος» πρώτον τον βασιλιά αγγίζει». «Ολόρθος στάθηκε και έσυρε φωνή» (σελ. 33). Ακολουθεί ο λαός της Νινευή και η πόλη μεταστρέφεται, σώζεται. Αποκαλύπτεται ότι το θεϊκό σχέδιο δεν ήταν η καταστροφή της ζωής, αλλά η συνέχισή της. Κινηματογραφικές σεκάνς γοητεύουν τον αναγνώστη. Χιούμορ, ζωντάνια, ευγλωττία. Ο Ιωνάς τα χάνει. «Ασάλευτος στεκότανε ο Ιωνάς/Κι άρχισαν οι έλικες του εγκεφάλου/Να πιάνουν το βαθύ το νόημα» … «Συγχώρεση μεγάλη μεσούρανα υψωνόταν» (σελ. 41). Ο άνθρωπος – Ιωνάς σε αδυναμία να συλλάβει το θεϊκό σχέδιο, δέσμιος της αυτοκαταστροφής και της μανίας για καταστροφή – πόλεμο, εξοργίζεται με τον Θεό του : «Σαν είχες κατά νου/Να ελεήσεις/Με λήθη να τυλίξεις τις πομπές/Να σβήσεις μολέματα και πταίσματα/Την αμνηστία να κηρύξεις γενική/Τι μ’ έριξες να τρέχω ολοσούμπητος/’Κει που θαμμένος μεσ’ του κήτους την κοιλιά/Μερόνυχτα, με την ανάσα μου κομμένη/Με παρακάλια ζήταγα την σωτηρία;/Και μ’ έβγαλες, μ’ απόθεσες/Μ’ ανάστησες και μ’ έστειλες στη Νινευή/Σαν φάντασμα να περπατώ/ …» (σ. 42). Ο ενικός αριθμός, ο θυμός του Ιωνά που εξανίσταται για τα όσα υπέστη χωρίς, κατά τη γνώμη του λόγο, δίνουν ιδιαίτερη γοητεία στους στίχους αυτούς  που μας πάνε πίσω σε εποχές που πέρασαν ανεπιστρεπτί, όταν η σχέση Θεού και ανθρώπου ήταν αυτονόητη, άμεση, παιδική σχεδόν. Τότε που η δημιουργία ήταν ακόμη νέα, ή ίσως έτσι μας φαίνεται στους τωρινούς καιρούς. Ο άνθρωπος, λοιπόν, δεν μπορεί να εννοήσει την σωτηρία, την φιλευσπλαχνία και μένει προσηλωμένος στην καταστροφή. Αυτή τού είναι οικεία. Έτσι, και πάλι φεύγει οργισμένος ο Ιωνάς, και πάει να κρυφτεί σ’ ένα καλύβι, αφού αδίκως  εξήγγειλε την καταστροφή. Διότι συνέβη το υπέρ και παρά την ανθρώπινη λογική. Η Νινευή σώθηκε. Σώθηκε αφού μετεστράφη, αφού άφησε να έρθει στην επιφάνεια ο πραγματικός της εαυτός. Ο Ιωνάς κάθεται καταρρακωμένος, προδομένος, κάτω από την σκιά ενός δέντρου. Ευτυχώς, λίγη σκιά. Αλλά ξεραίνει το δέντρο ο Θεός. Για να του δώσει ένα μάθημα. Τότε ο Ιωνάς φτάνει στο χείλος της αντοχής του. Δεν τη θέλει τη ζωή. Δεν υπάρχει λόγος να ζει. Αλλά και πάλι ο διάλογος συνεχίζεται. Μόνο που αυτή τη φορά ο Ιωνάς, όχι σαν κουρέλι που νομίζει πως είναι, αλλά σαν εκλεκτός, διαβάζει τη θεϊκή βούληση μέσα στο μυαλό του σαν ένα γραπτό κείμενο. Σημαντική αλλαγή μετά τις τόσες δοκιμασίες και διακυμάνσεις. Ο Θεός εγγράφει στον εγκέφαλό του τις αποκρίσεις του. Και εξηγεί. Αν ο άνθρωπος – Ιωνάς «βουληθεί μαζί μου να δειπνήσει», «αν βρει κλειδί ν’ ανοίξει τα μυστήρια», «Να διαλεχθεί, ν’ ακούσει και να μάθει/Την άπειρη ματιά», τότε θα γίνει αυτό για το οποίο γεννήθηκε. Τι; «Λεύτερος μικρός θεός». (σ.51). Σωτηρία από την καταστροφή και την αυτοκαταστροφή, κατάργηση χρόνου και θανάτου και κέρδος και ανταμοιβή η ελευθερία. Η συμμετοχή σ’ένα θεσπέσιο, ουράνιο δείπνο. Προϋπόθεση όμως η μεταστροφή, η μετάνοια, ο άλλος – νους. Αυτό είναι το κάλεσμα του θεού προς τον Ιωνά. Που από δω και πέρα πρέπει να πορεύεται διδασκόμενος από τα εξαίσια της φύσεως. Άγρυπνος, γενναίος, λάτρης της αλήθειας, με υπομονή και εναργή μνήμη. Μπορεί να το κάνει αυτό ο Ιωνάς άνθρωπος; – Και οι κάτοικοι της Νινευή, μέχρι πότε θα ακολουθούν το μονοπάτι της σωτηρίας; Της συνέχισης της ζωής, προς δόξαν της ζωής, που είναι ίσως και το μοναδικό νόημα της δημιουργίας; Πόσο θα κρατήσουν να μείνουν εκεί ψηλά που είναι; Ιδού το ερώτημα.

Ο «Ιωνάς» είναι ένα ωραίο ποίημα, μια ωραία δουλειά, ένας ύμνος στην Ζωή και την Δημιουργία. Και Αίνος προς τον Κύριο. Όμως, όπως είπε κάποιος σοφός, «τον άνθρωπο ούτε ο Θεός δεν μπορεί να τον κάνει να θέλει».

 

(*)Η  Μαρία Τσάτσου είναι  ποιήτρια και δημοσιογράφος

Σωτήρης Γουνελάς, Ιωνάς, Αρμός, 2021

 

Βρες το εδώ

Προηγούμενο άρθροΤι είναι και τι θέλει η φιλοσοφία της ιστορίας; (του Βαγγέλη Χατζηβασιλείου)
Επόμενο άρθροΟ Τζο Κρίσμας και οι γυναίκες στο φωκνερικό «Φως τον Αύγουστο» (της Κωνσταντίνας Κορρυβάντη)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ