του Δημήτρη Αθανασέλου
Το τρίτο βιβλίο του Αγγελόπουλου και το δεύτερο από τις εκδόσεις Ίκαρος, μετά το σεφερικό “Ανάμεσα στους ήλιους” και την περιπλάνηση του στα νησιά και το φως του Αιγαίου, ο συγγραφέας επιστρέφει παραθέτοντας το “Σώσε τη θύελλα”, επεκτείνοντας τον χάρτη της συγγραφικής του γεωγραφίας, κρατώντας ωστόσο τα αρχικά υλικά της έμπνευσης του, μετατοπίζοντας τα σε μια πιο σταθερή κι ευρεία κλίμακα.
Όπως μας πληροφορεί, αντί προλόγου, στην πρώτη σελίδα του βιβλίου ο Αγγελόπουλος, υιοθετεί τη στάση και τη θέση του Φρήντριχ Ντύρενματ όσον αφορά τη γραφή, δηλαδή πως πρόκειται για ένα αφήγημα που αποτυπώνει την επιφάνεια των πραγμάτων, γυαλίζοντας τη με επιμονή, δίχως το νόημα να γίνεται φανερό, αλλά προκύπτοντας μόνο ως αποτέλεσμα αυτής της προσέγγισης και όχι ως υπόδειξη, ενσαρκώνοντας στις σελίδες του πως το σχήμα και η μορφή που δίνει στις λέξεις του, αποτελούν και το θεμέλιο της γραφής του. Δεν δίνει εξηγήσεις, παραθέτει τις παρατηρήσεις της σκηνογραφίας των τοπίων χωρίς να αναλύει, περιγράφει δίχως να εξαφανίζει τις αντιθέσεις, απεναντίας τις παρουσιάζει τονίζοντας τες, προσφέροντας ένα νόημα στον αναγνώστη χωρίς να το διασαφηνίζει ποτέ. Ο αναγνώστης παίρνοντας έναν ενεργητικό ρόλο στην εξιστόρηση, ξεθάβει ανάμεσα από τις λέξεις, στα κενά διαστήματα ανάμεσα τους, αυτό που αποσιωπάται εντέχνως από τον συγγραφέα στην όλη εξιστόρηση, μια αλήθεια δηλαδή που δε λέγεται αλλά πάντα υπονοείται. Κρύβεται επιμελώς πίσω από τη λεπτομερειακή απόδοση της γραφής του, καθοδηγώντας σιωπηλά μέσα από τις αλλεπάλληλες περιγραφές του, ένα νόημα που είναι πάντα παρόν, εκμαιεύοντας το μέσα από τις αμέτρητες εικόνες που παραθέτει, καθώς ενστερνίζεται τη θέση πως “η αλήθεια βρίσκεται σε αυτό που επιμελώς αποσιωπάται”.
Ένα υβριδικό λογοτεχνικό αφήγημα, μια προσωπική ταξιδιωτική εξιστόρηση, μια ενδελεχής αισθητική αποτύπωση του τοπίου, με έκδηλο έναν ποιητικό λόγο που στέκει εγγύτερος στη γενιά του 30’ ανανεώνοντας την και με μια αισθητική θέση που φλερτάρει με το πνεύμα του Καμύ. Με φαινομενικά ασύνδετες παραθέσεις κειμένων, ιστοριών και αποφθεγμάτων όπως αυτά των Ζωργ Μπατάιγ, Όσιπ Μαντελστάμ, Ανδρέα Εμπειρίκου, Μάλκολμ Λόουρυ, Ίταλο Σβέβο, τα οποία παρεμβάλλονται της -κατά κάποιον τρόπο ημερολογιακής- αφήγησης. Ασύνδετες, μέχρι τη στιγμή που καταφέρουμε να αγγίξουμε το υπόγειο νοηματικό κέντρο της όλης αφήγησης και να μας αποκαλυφθεί με ενάργεια, η απόλυτα στοχευμένη παράθεση τους. Η όλη αφήγηση αποκτά αρράγιστη ενότητα χάρη στο βλέμμα του παρατηρητή-συγγραφέα που ψηλαφεί τη σκηνογραφία του τοπίου, με το φως του ήλιου να αποκαλύπτει όλα όσα κρύβονται. Έρχεται σε ρήξη με το μεταμοντέρνο μάτι που σαρώνει χωρίς να παρατηρεί, δίχως να βλέπει και να αντικρίζει ουσιαστικά, απομένοντας έτσι σε απόσταση από το βίωμα του παρόντος. Παραλληλίζει τα τοπία συχνά με έργα τέχνης, ανακαλεί ιστορικά γεγονότα του μέρους που παρατηρεί, αναπτύσσει εν τέλει -όπου αυτή είναι εφικτή- μια προσωπική σχέση με τα τοπία-σταθμούς που καταγράφει.
Τα συναισθήματα υποβόσκουν δίχως πάντα να είναι ορατά στις σελίδες του βιβλίου, μεταφέροντας παρ’ όλα αυτά τους κρυφούς παλμούς τους μέσα από λεπτομερείς περιγραφές με τη λεπτότητα και την αφοσίωση ενός “ερευνητή του τοπίου”. Ο συγγραφέας είναι ένας flâneur, ένας σύγχρονος περιηγητής, από τη Σεούλ και το Μόκπο της Άπω Ανατολής, στο Αμβούργο της Γερμανίας, στη Ζυρίχη ή στην Βέρνη (δεν είναι βέβαιος που ακριβώς, ούτε ο ίδιος) της Ελβετίας, στο Κάιρο και στο Σουέζ της Αιγύπτου και από εκεί στην Αθήνα και τέλος στην Κέρκυρα, χωρίς απαραίτητα χρονική ακολουθία, χάνεται σε μία περιπλάνηση όπου μόνο στο τέλος του βιβλίου, καταφέρνει να βιώσει την προσωπική του αλήθεια μέσα από το μεσογειακό τοπίο. Το “μεταμοντέρνο” τοπίο κρύβει το βίωμα αλλά αυτό αποκαλύπτεται μέσα από το ατελεύτητο φως της Κέρκυρας, όπου η ζωή καταφέρνει να βρίσκεται ενταγμένη στο “αιώνιο τώρα”.
Ιχνηλατεί την επικράτεια μιας δίχως τέλος δραστηριότητας σε βάρος της φύσης , όπου το φυσικό στοιχείο εκμηδενίζεται και η εκάστοτε “ματιά” δε καταφέρνει να παρατηρήσει και να αντικρύσει αυτό που βλέπει και οι αισθήσεις εξαπατούνται εμπρός στο τεχνητό. Η ματιά του σαρώνεται από τον σύγχρονο -και πολλές φορές ακατανόητο- τρόπο ζωής όπου με την αστραπιαία εναλλαγή των εικόνων δεν καταφέρνει να νοηματοδοτήσει την ύπαρξη του. Ακόμα κι όταν ο σύγχρονος πολιτισμός προσπαθεί να αντιγράψει επακριβώς τη φύση, ή πολιτισμούς του παρελθόντος που την μιμήθηκαν με επιτυχία στον πολιτισμό και στην τέχνη τους, το αποτέλεσμα είναι η παταγώδης αποτυχία του. Τα τοπία δανείζονται την απρόσωπη όψη μιας αισθητικής που κατακερματίζει, όπου η εναλλαγή των εικόνων καταβροχθίζει τον παρατηρητή, χωρίς να προλαβαίνει να αφομοιώσει την όποια πληροφορία.
Ο συγγραφέας μας δίνει την εντύπωση πως το “Σώσε τη θύελλα” είναι μια εναγώνια προσπάθεια στεγανοποίησης του χρόνου, μια προσπάθεια βίωσης του χωροχρονικού άχρονου ακόμα και σε μητροπόλεις με ρυθμούς ζωής που άπτονται της ανθρώπινης δυνατότητας. Η νηφάλια ενατένιση είναι ανέφικτη και δεν επιτυγχάνεται παρά μόνο στο μεσογειακό φως. Ακινητεί τη στιγμή και την μεγεθύνει τόσο ώστε να “παγώνει” τον χρόνο σε ένα κόσμο που σαρώνεται από την ταχύτητα. Πίσω από τις εκδηλώσεις της σύγχρονης ζωής, με βοηθό τις αισθήσεις του αναζητεί ένα βίωμα που άπτεται του χρόνου και προσφέρει μια ζωή ευχαριστίας. Δεν τον ανακαλύπτει στην δυτικότροπη σύγχρονη ζωή, όπου κυριαρχεί η άκρατη κατανάλωση και η αξία της οριοθετείται από την χρηστικότητα, σ’ έναν κόσμο ροώδη, αστραπιαίο, χωρίς ουσιαστικό προορισμό, με έναν χρόνο που τρέχει, καταστρέφει και συνθλίβει τα πάντα στο πέρασμα του. Ενδόμυχα, ο Αγγελόπουλος αναζητεί “μια ένεση του άχρονου”, μια επιθυμία του που ποτέ δεν μαρτυρείται, αλλά είναι πάντα εκεί, πίσω από όλες τις δαιδαλώδεις περιγραφές του. Την ανακαλύπτει στο φως της Κέρκυρας, όπου όραμα και πραγματικότητα πορεύονται αξεδιάλυτα μαζί. Οι ίδιες του οι αισθήσεις τον υπερβαίνουν και οι αντιθέσεις που κυριαρχούν σε όλες τις σελίδες του βιβλίου συνυπάρχουν κι ενοποιούνται χωρίς να συνθλίβονται, στο μεσογειακό φως. Ο συγγραφέας ομογενοποιείται με το τοπίο, διατηρώντας ωστόσο ακέραιο το “πρόσωπο” του. Στο τέλος του βιβλίου συντελείται ένα αβίαστο άνοιγμα στον δρόμο εκείνο όπου το μυστηριακό και το υπερβατικό είναι μια προέκταση του φυσικού τοπίου κι ένας τρόπος του συγγραφέα να στέκεται απέναντι στα πράγματα.
Παναγιώτης Αγγελόπουλος, Σώσε τη θύελλα, εκδόσεις Ίκαρος