του Γιάννη Πάσχου
Το σπίτι μας είναι μια γιάφκα, μια γιάφκα με πολλά εκρηκτικά. Δεν τα έχουμε κρυμμένα, αντίθετα, τα γυροφέρνουμε μέσα μας, τα κουβαλάμε μαζί μας στον μπακάλη, στο καφενείο, στα κομμωτήρια και τις βραδινές εξόδους. Τα περισσότερα τα έχει η γιαγιά μου, που έχει χρόνων εμπειρία σε αυτά. Αυτή έχει και συστήματα πάτριοτ και βαλλιστικούς πυραύλους μεγάλου βεληνεκούς. Μετά, έρχεται η μικρή μου η ανιψιά, φοιτήτρια της φιλοσοφικής. Αυτή έχει πιο σύγχρονο εξοπλισμό, ίσως και πυρηνικές κεφαλές. Είμαι σίγουρος ότι ακόμη και οι καλύτεροι πυροτεχνουργοί στον κόσμο δεν μπορούν να τις απασφαλίσουν. Οι υπόλοιποι της οικογένειας κουβαλάνε πιο ελαφρύ οπλισμό, οπλοπολυβόλα και αντιαρματικά και διάφορα τέτοια, εκτός από μένα, που είμαι άοπλος και φανατικός οπαδός της ειρηνικής διευθέτησης των πραγμάτων και των δημιουργικών συνομιλιών.
Κάθε μεσημέρι, που τρώμε όλοι μαζί, το μυαλό μου συνέχεια πάει στο κακό, ότι κάποια από αυτές τις δύο θα εκραγεί. Βέβαια, η τηλεόραση τις εκτονώνει λιγάκι, δεν μπορώ να πω, γιατί με κάθε ευκαιρία βρίζουν ή πυροβολούν ή εκτοξεύουν ρουκέτες κατά βούληση. Ακόμη κι εγώ, που είμαι ψύχραιμος και χαμηλών τόνων, με αυτά που ακούω το αμόλησα ένα «Πά-να-γιά μου». Τι ήταν να το ξεστομίσω, σα να ΄δωσα το έναυσμα, πετάχτηκε από την κουζίνα η γιαγιά με το μεγάλο τραπεζομάχαιρο στο στόμα και η μικρή μου ανιψιά έβγαλε τα sneakers από τα πόδια της και τα εκτόξευσε στην οθόνη. Το ότι κινδυνεύουμε είναι σίγουρο, αλλά τι κίνδυνο τραβάμε να εκραγούμε στα καλά καθούμενα οικογενειακώς, δεν το ξέρω. Το κακό είναι, ότι όσο περνάνε οι μέρες και πλησιάζουμε προς την ψήφιση κρίσιμων νομοσχεδίων (ενώ η ακρίβεια συντρίβει τα νοικοκυριά) αυτές οι δυο ειδικά, όλο και φορτώνουν με τις παλινωδίες, τις φοβίες, τις εξαρτήσεις των βουλευτών και είναι έτοιμες να ανατιναχτούν. Καμιά φορά λέω ότι έχουν δίκιο. Τα ίδια με αυτές λέω κι εγώ από μέσα μου. Στην ίδια απελπιστική και αδιέξοδη κατάσταση είμαι κι εγώ. Αλλά με μια διαφορά, μια μεγάλη διαφορά: Εγώ είμαι υπέρ των ειρηνικών διευθετήσεων, της συνεννόησης, της αλληλεγγύης, της κατανόησης, είμαι υπέρ της φρόνησης και της κριτικής σκέψης. Ακόμη και με τους Δεσπότες, τους Γέροντες και τις Γερόντισσες των Μονών της Ελλαδικής Εκκλησίας που έχουν άποψη για όλα θα μπορούσα να συνομιλήσω για το καλό της πατρίδας μου, προκειμένου να απελευθερωθούμε από τους μηχανισμούς του μιντιακού κατεστημένου και του κοινωνικού καθωσπρεπισμού. Γενικά, είμαι υπέρ των γεφυρών, των ποταμών, της ελεύθερης κολύμβησης, του υποβρυχίου ψαρέματος, της αποασυλοποίησης, των εκτρώσεων, των συνενώσεων, των ελεύθερων ερωτικών επιλογών και μιας ωραίας, χειμωνιάτικης μέρας με κοκαλάκι από ταρταρούγα στο κεφάλι. Αυτά λέω και στους δικούς μου, μήπως και ηρεμήσουν και δεν ανατιναχτούμε όλοι μαζί, αλλά αυτοί με κοιτούν καχύποπτα και με μισό μάτι και με θεωρούν χαμένο κορμί και ρεφορμιστή της κακιάς ώρας.
Χαμένος- ξεχαμένος, τα σκεφτόμουν αυτά ένα βράδυ, ακούγοντας το άλμπουμ των Eno και Hyde, το «Someday World», όταν ξάφνου εμφανίστηκαν απρόσκλητοι απέναντί μου, δεξιά κι αριστερά και πίσω, σχεδόν ταυτόχρονα, μαυροντυμένοι και αμίλητοι, όλοι οι πολιτικοί που είχαν φάει -δικαίως ή αδίκως- με το τσουβάλι τις βρισιές και τις κατάρες της οικογένειας και ήταν η αιτία οι περισσότεροι από μας να έχουμε γίνει κινητές βόμβες. Φυσικά, εκτός από μένα. Έβγαλαν λοιπόν από τις τσέπες των σακακιών τους τα προσωπικά τους μαχαιροπήρουνα και άρχισαν να με τσιμπολογούν. Εμένα; μουρμούρισα ταραγμένος. Μα, εμένα; Που είμαι ο πιο βολικός, ο πιο συγκαταβατικός, ο πιο συνεννοήσιμος; Εμένα! Ούτε που κατάλαβα πότε με μάσησαν, το διαπίστωσα, καθώς φεύγοντας με χαιρετούσαν, γιατί η παλάμη μου είχε γίνει σαν ακτινογραφία. «Ο θείος κοκκάλιασε» φώναξε τρομαγμένη η μικρή μου η ανιψιά. «Δεν είναι τίποτε, θα συνέλθει» είπε η γιαγιά μου λίγο πριν εκραγεί και μου χάιδεψε με αγάπη το ακρώμιο οστούν της ωμοπλάτιας άκανθας που εξείχε.