της Όλγας Σελλά
Οι προσδοκίες ήταν υψηλές, γιατί έτσι μας έχει συνηθίσει ο Βέλγος σκηνοθέτης Ίβο βαν Χόβε. Ξανά με την Comedie Francaise αλλά με τον «Ταρτούφο» του Μολιέρου αυτή τη φορά –στο πλαίσιο των 400 χρόνων από τη γέννηση του Γάλλου θεατρικού συγγραφέα, ήρθε και πάλι στο Φεστιβάλ Αθηνών. Μια παράσταση βασισμένη στο ανέκδοτο κείμενο της απαγορευμένης πρώτης εκδοχής του «Ταρτούφου» (1664), το οποίο αποκατέστησε ο ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου της Σορβόννης, Ζορζ Φορεστιέ.
Στη σκηνή του Χώρου Δ της Πειραιώς 260 στήνεται μπροστά μας το σκηνικό ενός μεγαλοαστικού σπιτιού, ενός σπιτιού στο οποίο περισσεύει το μεγαλείο και η πολυτέλεια, αλλά απουσιάζει η τρυφερότητα, η χαλάρωση, η εμπιστοσύνη. Στη μέση αυτής της μεγάλης σάλας υπάρχει το σώμα ενός ανθρώπου σκεπασμένου με πολλά ρούχα, από τα οποία τον απελευθερώνουν –μέχρις ενός- οι κάτοικοι του σπιτιού. Τον πλένουν, τον ντύνουν και ο κουρελής γίνεται ευυπόληπτος αστός, ανάμεσα στους υπόλοιπους. Όλα αυτά υπό τους ήχους της μουσικής του Alexandre Desplat, που υπογράμμιζε το μυστήριο και την αγωνία της ιστορίας και της κάθε σκηνής. Το χρώμα που κυριαρχεί είναι το μαύρο και στη διακόσμηση του χώρου και στα ρούχα των ηρώων. Ρούχα σύγχρονα, σημερινά, γιατί πάντα, μ’ έναν δικό του μοναδικό τρόπο, ο Ίβο βαν Χόβε διατηρεί τη διαχρονία του έργου και των μηνυμάτων του, δίνοντας όμως στην παράσταση σημερινό σχήμα. Το μόνο άσπρο είναι ένα τεράστιο κομμάτι πλαστικού δαπέδου, σε σχήμα παραλληλόγραμμου, όπου φιλοξενεί τους διαλόγους και την εξέλιξη του έργου. Ένας μικρός κύκλος σχεδιάζεται πάνω σ’ αυτό το πλαστικό, και εντός του στέκονται, κάθε φορά, μόνο εκείνοι που πείθονται εύκολα, γοητεύονται εύκολα από λόγια κενά και σαγηνευτικά, όπως εκείνα του Ταρτούφου. Ο οποίος πλέον έχει εγκατασταθεί στο σπίτι του Οργκόν, τον έχει γοητεύσει κι εκείνος πιστεύει τον Ταρτούφο και τα λόγια του, τυφλά. Τόσο που αδιαφορεί για τον έρωτα και τον επικείμενο γάμο της κόρης του Μαριάννας και θέλει να την παντρέψει με το ζόρι με τον Ταρτούφο. Αδίκως προσπαθούν να τον μεταπείσουν ο γιος του Δάμις, η ακόλουθος της κόρης του, η Ντορίν, η δεύτερη συζυγός του, Ελμίρα, ο αδελφός του.
Και σ’ αυτή την παράσταση συνειδητοποίησα πολύ έντονα πόσο μεγάλη σημασία δίνει ο Ίβο βαν Χόβε στον διάλογο και στην εκφραστικότητα των σωμάτων στη διάρκεια του διαλόγου. Και αυτό το φέρνει μπροστά στη σκηνή. Το φωτίζει κυριολεκτικά, αλλά και θεατρικά (με μοναδικούς φωτισμούς), το αναδεικνύει, μας καλεί να ακούσουμε κάθε λέξη του κειμένου –από την καλοδουλεμένη έμμετρη μετάφραση του Ανδρέα Στάικου, για όσους δεν γνωρίζουν γαλλικά. Μέρος της παράστασης είναι, ασφαλώς, και ο ρυθμός της, που στον «Ταρτούφο» ήταν αργός, επαναλαμβανόμενος, τελματωμένος, όπως η αδιέξοδη ζωή αυτών των ανθρώπων. Και ο Ίβο βαν Χόβε κατάφερε να μας παρασύρει τον ρυθμό του, γιατί πώς αλλιώς θα αναδείκνυε την πυκνότητα και τη γοητεία του μολιερικού κειμένου; Πώς αλλιώς θα αναδείκνυε την ταρτουφική ‘ηθική’ και την απελπισμένη προσπάθεια εκείνων που είχαν αντιληφθεί τη φενάκη αυτής της ‘ηθικής’ να μεταπείσουν τον Οργκόν; Πώς αλλιώς θα βλέπαμε ανάγλυφους, πάνω σ’ εκείνο τον άσπρο μουσαμά, τους εύπιστους, τους φανατικούς, τους αδαείς, τους υποταγμένους στα κενά λόγια και πόσο αδύναμοι έμοιαζαν μπροστά σ’ αυτούς όσοι επιχειρηματολογούσαν βασισμένοι στον ορθό λόγο; «Για να ικανοποιηθεί των γειτόνων η βλακεία, θα στερηθούμε των φίλων τη φιλία;». «Το κεφάλι δεν σκύβω στους υποκριτές,/ οι αχρείοι δεν θα γίνουν της ζωής μας κριτές». «… από το πρόσωπο, το προσωπείο τιμάτε». «Τίποτα πιο βρομερό, από έναν ζήλο προσποιητό».
Η ιστορία του Ταρτούφου είναι γνωστή. Ο Οργκόν αντιλαμβάνεται την υποκρισία του Ταρτούφου, χάρη στην έξυπνη κίνηση της γυναίκας του. Η μόνη που μένει αμετάπειστη και εξακολουθεί να πιστεύει τυφλά τον Ταρτούφο είναι η μητέρα του Οργκόν, που πεθαίνει εκεί πάνω στον άσπρο μουσαμά. Μ’ ένα νεκρό σώμα –της ευπιστίας, του φανατισμού, της υποταγής στο παράλογο και το ανορθολογικό-, και με την καύση του, ως ευχή του Ίβο βαν Χόβε ασφαλώς, τελειώνει αυτός ο «Ταρτούφος». «Οι φθονεροί πεθαίνουν, μα ο φθόνος ζει». Και αμέσως μετά στη σκηνή, με χρωματιστά ρούχα πια, όλα τα πρόσωπα του έργου, στην προσεχή τους εξέλιξη, που είναι απρόσμενη, ελεύθερη, αποενοχοποιημένη, γκροτέσκα. Και ο Οργκόν φοράει τα ρούχα ενός κουρελή…
Αυτή τη φορά ο Ίβο βαν Χόβε δεν έφτιαξε μια μαγευτική παράσταση. Δεν βγήκαμε συνεπαρμένοι όπως στην «Ορέστης/Ηλέκτρα» (Επίδαυρος 2019), όπως στο «Μετά την πρόβα» και την «Περσόνα» (Φεστιβάλ Αθηνών, Μέγαρο, 2018). Νομίζω είχε κοινά υλικά με τον «Γυάλινο κόσμο» του, (Στέγη, 2021). Έφτιαξε μια σοφιστικέ παράσταση, που σε καλούσε όχι τόσο να νιώσεις, αλλά να σκεφτείς πολύ και πολλά, και για πολλή ώρα μετά το τέλος της, ανέδειξε με τον δικό του τρόπο τη διαχρονία του κειμένου, και βεβαίως έφτιαξε μιαν αψεγάδιαστη –αισθητικά, τεχνικά, υποκριτικά- παράσταση. Ήταν ένας διαφορετικός, πολύ ενδιαφέρων, πολύ ξεχωριστός Ταρτούφος. Που άγγιξε το σήμερα χωρίς να απέχει καθόλου από τον Μολιέρο με τον τρόπο του Ίβο βαν Χόβε.
Η ταυτότητα της παράστασης
Σκηνοθεσία Ivo van Hove, Δραματουργία Koen Tachelet, Σκηνικά – Φωτισμοί Jan Versweyveld, Κοστούμια An D’Huys, Πρωτότυπη μουσική Alexandre Desplat, Συνεργασία στη μουσική Solrey, Ήχος Pierre Routin, Βίντεο Renaud Rubiano, Μακιγιάζ Claire Cohen, Βοηθός σκηνοθεσίας Laurent Delvert, Βοηθός σκηνογράφου Jordan Vincent, Βοηθός φωτισμών François Thouret
Παίζουν Claude Mathieu, Denis Podalydès Orgon, Loïc Corbery, Christophe Montenez, Dominique Blanc, Julien Frison, Marina Hands και οι ηθοποιοί της Ακαδημίας της Comédie-Française Vianney Arcel, Robin Azéma, Jérémy Berthoud, Héloïse Cholley, Fanny Jouffroy, Emma Laristan και οι Héloïse Cholley, Clémentine Billy, Aksel Carrez, Flora Chéreau, Thomas Keller, Mickaël Pelissier.
Υποστήριξη Fondation pour la Comédie-Française. Τα σκηνικά και τα κοστούμια υλοποιήθηκαν στα ατελιέ της Comédie-Française. Με την υποστήριξη του Γαλλικού Ινστιτούτου Ελλάδος – Υπηρεσία συνεργασίας και μορφωτικής δράσης της Πρεσβείας της Γαλλίας στην Ελλάδα.