της Αλεξάνδρας Χαΐνη
Τα τελευταία 10 χρόνια σπεύδω ψυχαναγκαστικά να διαβάζω τα βιβλία που βραβεύονται με Booker πριν μεταφραστούν στα ελληνικά. Πέρσι «έχασα» εν γνώση μου το Booker του Shehan Karunatilaka «Τα Εφτά Φεγγάρια του Μάαλι Αλμέιντα» κυρίως γιατί είχα κουραστεί με τις δύσκολες ιστορίες, τις μπερδεμένες αφηγήσεις και τις στιλιστικές ακρότητες. Ωστόσο, επειδή πιθανόν να το αδίκησα, θα επανέλθω κάποια στιγμή, έστω για να μην χαθεί το σερί.
Έρχομαι όμως στο Booker του 2023 που ανακοινώθηκε τον Νοέμβριο, το «Prophet Song» του Ιρλανδού Paul Lynch (θα κυκλοφορήσει τις επόμενες ημέρες από τις εκδόσεις Gutenberg ως «Το τραγούδι του προφήτη»). Σημειώνω ότι άρχισα να το διαβάζω έχοντας αποφύγει να μάθω λεπτομέρειες για το θέμα του βιβλίου. Από τις πρώτες σελίδες μάλιστα αναθεμάτισα τις ελλιπείς γνώσεις μου για την πολιτική κατάσταση στην Ιρλανδία, οι οποίες περιορίζονται σε όσα έχω αλιεύσει κουτσά στραβά από ταινίες και μυθιστορήματα, άντε και από Τα Κορίτσια του Ντέρι, αυτή την υπέροχη καυστική εφηβική σειρά που κυκλοφορεί σε διάφορες πλατφόρμες.
Το γεγονός μάλιστα ότι το βιβλίο ξεκινά με απεργίες και επεισόδια με την αστυνομία, συνέτεινε στην δυσκολία μου να κατανοήσω από την αρχή ότι ΔΕΝ διαδραματίζεται κάποιες δεκαετίες πριν, πχ. την περίοδο του IRA, των ταραχών και των τρομοκρατικών ενεργειών ή ακόμη και σήμερα, στο σύγχρονο Δουβλίνο. Μόνο η τεχνολογία, όπως τα εξελιγμένα μοντέλα κινητών τηλεφώνων ή συστημάτων παρακολούθησης, δεν κολλούσαν σε όσα είχα δημιουργήσει εσφαλμένα στο κεφάλι μου.
Γιατί η αλήθεια είναι πως ο Lynch γράφει για το μέλλον. Όχι για ένα πολύ μακρινό ωστόσο μέλλον, αλλά για την «επόμενη ημέρα». Για όλα όσα θα μπορούσαν να συμβούν αν τα πολιτικά πράγματα ξέφευγαν, ακόμη και στο πλαίσιο μιας ευρωπαϊκής ευνομούμενης κοινωνίας όπου όλα φαίνονταν τακτοποιημένα και βαίνουν πάνω-κάτω καλώς.
Η κραυγή της μάνας
Στο επίκεντρο της ιστορίας βρίσκεται η οικογένεια Stack και κυρίως η Eilish, μια συνηθισμένη εργαζόμενη γυναίκα, που μεγαλώνει με αγάπη, σύνεση και πρόγραμμα μαζί με τον σύζυγό της Larry και τα τέσσερα παιδιά τους, σε ένα προάστιο του Δουβλίνου. Ώσπου ξαφνικά, κυριολεκτικά εν μία νυκτί, η κατάσταση θα ανατραπεί. Στη χώρα γίνεται στρατιωτικό πραξικόπημα και η Eilish από φιλήσυχη μάνα θα αναγκαστεί να κάνει την υπέρβαση και να ριχτεί σε έναν άνισο αγώνα επιβίωσης. Στους δρόμους στήνονται οδοφράγματα και επιβάλλεται απαγόρευση κυκλοφορίας κι εκείνη στο σπίτι προσπαθεί να διατηρήσει τη συνοχή της οικογένειάς της, να κρατήσει κάποια τάξη τη ζωή τους.
Όταν ο 16χρονος γιος της καλείται από το κυβερνών κόμμα να καταταγεί στις ειδικές δυνάμεις (ενώ ο πατέρας του έχει ήδη συλληφθεί για τη συνδικαλιστική του δράση) και η μόνη εναλλακτική είναι να τον φυγαδεύσει στο εξωτερικό, επιμένει ότι έχει το σχολείο, θέλει να μπει στο πανεπιστήμιο, να γίνει γιατρός. Συνεχίζει εμμονικά τις καθημερινές της συνήθειες, ετοιμάζει τα παιδιά για το σχολείο, πάει στη δουλειά, μαγειρεύει, καθαρίζει τα δωμάτια, φροντίζει τον πατέρα της – αρπάζεται από το «business as usual» γιατί είναι ο μόνος τρόπος να ξορκίσει το κακό.
Αντλεί δύναμη από τις στιγμές, από το πρώτο δόντι του μωρού της, το θρόισμα του δέντρου στην αυλή, σκόρπιες μνήμες διακοπών με τον άντρα της, από τα σύννεφα που διαλύονται μετά τη βροχή, τον ήχο μιας ρόδας ποδηλάτου. Αυτές οι φωτεινές χαραμάδες στο μυαλό της που την κρατάνε ζωντανή, είναι ίσως και τα μοναδικά αισιόδοξα στοιχεία ενός απόλυτα ζοφερού βιβλίου.
Μου θύμισε σε κάποια σημεία το «Something Happened» του Joseph Heller (1974) όπου ο συγγραφέας υιοθετεί ένα ενδιαφέρον τέχνασμα: βάζει τον ήρωά του να αφηγείται τη ζωή του σε πρώτο πρόσωπο και σε ροή συνείδησης και ταυτόχρονα τοποθετεί σε παρενθέσεις τα σχόλιά του για όσα του συμβαίνουν (καθιστώντας τον σύμφωνα με τους κριτικούς της εποχής, αναξιόπιστο αφηγητή). Όταν το διάβαζα, πολλά χρόνια πριν, σκεφτόμουν ότι είναι σαν δύο βιβλία σε ένα. Στο «Prophet Song» δεν υπάρχει αυτό, ωστόσο η αίσθηση είναι παρόμοια και εξίσου οδυνηρή. Η Eilish δεν μιλά σε πρώτο πρόσωπο, την παρακολουθούμε από κοντά, την παραστέκουμε σε κάθε βήμα της και παράλληλα «ακούμε» τις σκέψεις της, την αμφιθυμία, τον πόνο και την αγωνία της. Σκέψεις που ξεκινάνε σαν ψίθυρος για να γίνουν τελικά κραυγή.
«Οι χαρακτήρες είναι σπάνια δική μου επιλογή» λέει ο Lynch. «Βγαίνουν μέσα από το σκοτάδι και απαιτούν να γραφτούν – συνήθως υπάρχει μια κατάσταση που μου κινεί την περιέργεια. Αρχικά είχα σκεφτεί ότι το «Prophet Song» θα μπορούσε να είναι ένα κοινωνικό μυθιστόρημα: με πολλούς χαρακτήρες και με το βλέμμα κυρίως πάνω σε μια οικογένεια. Πολύ γρήγορα όμως το μυθιστόρημα είπε όχι. Το βιβλίο έπρεπε να εστιάζει στην Eilish, δίνοντας σημασία στην κρυφή ζωή μη καταγεγραμμένων πράξεων, θέτοντας διαρκώς το ερώτημα, πόση δύναμη έχει ένα άτομο όταν αντιμετωπίζει έναν κυκεώνα τέτοιας έντασης; Με αυτή την έννοια, θεωρώ ότι το βιβλίο είναι περισσότερο μεταφυσικό παρά πολιτικό. Χάνουμε καθημερινά την ενσυναίσθησή μας βλέποντας γεγονότα σαν αυτά στα ΜΜΕ, γι’ αυτό θέλησα να δώσω χώρο στη μυθοπλασία – να δείξω στον αναγνώστη αυτό που μπορεί να επιτύχει με τρόπο μοναδικό ένα μυθιστόρημα.»
Το τραγούδι του προφήτη
Ο Lynch χτίζει την πλοκή του με αριστοτεχνικό τρόπο. Η ένταση κλιμακώνεται σελίδα με τη σελίδα. Από κάποια φάση και μετά δε, ο αναγνώστης νιώθει μια θηλειά γύρω από τον λαιμό του που ολοένα σφίγγει. Δυσφορία, ναυτία, η αίσθηση ότι δεν αντέχεις να διαβάσεις άλλο, αλλά ταυτόχρονα δεν μπορείς να σταματήσεις κιόλας – μέχρι τελικής πτώσης. Το «Prophet Song» σε χτυπάει υποδόρια, ανελέητα και κατά ριπάς.
Όλα αυτά βέβαια δεν είναι πρωτόγνωρα στα Booker (και όχι μόνο), σε βαθμό που κοντεύουν να γίνουν μοτίβο, αν όχι κριτήριο επιλογής – εφόσον δεν μιλάμε για θρίλερ ή για κάποιο κατασκοπικό μυθιστόρημα με αγωνία και καταιγιστική δράση. Το μυθιστόρημα «Ο Γαλατάς», της Anna Burns, το «Σάγκι Μπέην» του Douglas Stuart, το «Ξανθές Ρίζες» της επίσης βραβευμένης (για το «Κορίτσι, Γυναίκα, Άλλο») Bernardine Evaristo ή το «Δυσφορεί η νύχτα» του/της Marieke Lucas Rijneveld που πήρε το International Booker το 2020, δημιουργούν ένα σύμπαν εξοντωτικό, μια συνθήκη δυστοπική που στοιχειώνει χωρίς ουδέποτε να προσφέρει κάποια διέξοδο ή παρηγοριά. Περιγράφουν τρομαχτικές αλλά όχι απίθανες καταστάσεις και ταυτόχρονα αποτυπώνουν αφτιασίδωτα τους πιο μύχιους φόβους μας, για τους οικείους μας, για τη ζωή μας.
Ο ίδιος ο συγγραφέας πάντως δεν θεωρεί το μυθιστόρημά του δυστοπικό: «Αυτό που ήθελα να κάνω με αυτό το βιβλίο ήταν να διαλύσω τη μορφή του δυστοπικού μυθιστορήματος» λέει σε συνέντευξη που έδωσε μετά τη βράβευσή του. «Πάντα ήμουν καχύποπτος ότι το δυστοπικό μερικές φορές μπορεί να είναι λίγο πολύ papier mâché. Η υπόθεση που περιγράφεται σε αυτό το βιβλίο δεν είναι καθόλου υποθετική. Στην πραγματικότητα συμβαίνει κάπου στον κόσμο αυτή τη στιγμή. Ένα τέτοιο βιβλίο δεν μπορεί να είναι καθόλου υποθετικό. Στην πραγματικότητα είναι ρεαλισμός» επισημαίνει και εξηγεί: «Προσπαθούσα να δω μέσα στο χάος της σύγχρονης εποχής. Την αναταραχή στις δυτικές δημοκρατίες. Το πρόβλημα της Συρίας – την κατάρρευση ενός ολόκληρου έθνους, το μέγεθος της προσφυγικής κρίσης και την αδιαφορία της Δύσης. Η εισβολή στην Ουκρανία δεν είχε καν αρχίσει. Δεν μπορούσα να γράψω απευθείας για τη Συρία, έτσι έφερα το πρόβλημα στην Ιρλανδία ως προσομοίωση».
«Γνώριζα ενώ έγραφα αυτό το βιβλίο ότι αντιμετώπιζα, εν μέρει, ένα σύγχρονο πρόβλημα: γιατί στη Δύση δεν έχουμε τόση ενσυναίσθηση για τους πρόσφυγες που έρχονται στα σύνορά μας; Το «Prophet Song» είναι εν μέρει μια προσπάθεια πρόκλησης ενσυναίσθησης. Για να καταλάβουμε καλύτερα, πρέπει πρώτα να βιώσουμε το πρόβλημα οι ίδιοι. Και έτσι επιδίωξα να εμβαθύνω το δυστοπικό συναίσθημα προσδίδοντάς του ένα υψηλό ποσοστό ρεαλισμού. Ήθελα να μπει ο αναγνώστης τόσο βαθιά μέσα στο πρόβλημα ώστε μέχρι το τέλος του βιβλίου, όχι απλώς να το αναγνωρίζει αλλά και να το νιώθει ως δικό του.»
«Θεατρική» γραφή
Σε αυτό συμβάλλει και η δομή του βιβλίου: είναι γραμμένο χωρίς παραγράφους, οι διάλογοι είναι ενσωματωμένοι στο κείμενο, δεν υπάρχουν εισαγωγικά ή παύλες, ο λόγος ρέει, είναι απλός, καθημερινός, η αφήγηση είναι γραμμική και κυριολεκτική – «matter-of-factly» θα έλεγα και ας μου συγχωρεθεί το αγγλικό. Η πρόταση εκτείνεται στα όριά της, ενώ οι συνεχείς επαναλήψεις ακόμη και μέσα στην ίδια φράση συνδράμουν στο αγχωτιικό κλίμα και στην αίσθηση του κατεπείγοντος.
Λέμε και ξαναλέμε για μυθιστορήματα που έχουν κινηματογραφική γραφή, που θα μεταφέρονταν άνετα στη μικρή ή στη μεγάλη οθόνη, ακόμη και διανομή ρόλων κάνουμε μεταξύ μας οι πιο σινεφίλ. Είναι φορές μάλιστα που η εξοικείωσή μας (και η ευκολία που την συντροφεύει) με την εικόνα κερδίζει στα σημεία την τυπωμένη σελίδα. Κι όταν πια το αγαπημένο μας (ή όχι) μυθιστόρημα πάρει σάρκα και οστά, μπαίνουμε σε αντιπαραθέσεις του τύπου ποιος απέδωσε καλύτερα την Φραγκογιαννού, η Νάθενα ή ο Παπαδιαμάντης.
Για μένα το «Prophet Song» στέκεται στον αντίποδα, υιοθετώντας μια σχεδόν «θεατρική» γραφή. Δείτε το βίντεο που φιλοξενείται στην ιστοσελίδα του Booker (The Booker Prize – YouTube) όπου η Ιρλανδή ηθοποιός Caitríona Balfe απαγγέλει ένα απόσπασμα του βιβλίου και θα καταλάβετε τι εννοώ: αποτυπώνει με τον καλύτερο τρόπο το κλειστοφοβικό συναίσθημα που βγάζει το βιβλίο, το οποίο θα χαρακτήριζα τουλάχιστον για το πρώτο μισό του, ως «δράμα δωματίου» – η δράση συμβαίνει εκεί έξω αλλά απορροφάται και ξεσπά στους τέσσερις τοίχους ενός διώροφου σπιτιού. Μπροστά στην αναμμένη τηλεόραση, στα άπλυτα ρούχα και στον ξαναζεσταμένο στο microwave καφέ.
Ποιος είναι ο Paul Lynch;
Ο Paul Lynch γεννήθηκε στο Limerick το 1977, μεγάλωσε στο Co Donegal και ζει στο Δουβλίνο. Εργάστηκε ως κριτικός κινηματογράφου της εφημερίδας Sunday Tribune της Ιρλανδίας και των Sunday Times. Έχει εκδώσει πέντε μυθιστορήματα, τα οποία έχουν λάβει διάφορα βραβεία και είναι τα εξής – ξεκινώντας από το τελευταίο: Prophet Song, Beyond the Sea, Grace, The Black Snow, Red Sky in Morning. Περισσότερα στην ιστοσελίδα του συγγραφέα paullynchwriter.com.
Paul Lyncη, Το τραγούδι του προφήτη, μτφρ. A.Αγγελίδης, Μαρία Αγγελίδου, Gutenberg