Μάνος Κοντολέων
Είδα προ ημερών, την κινηματογραφική διασκευή του μυθιστορήματος του Ρόαλντ Νταλ «Οι Μάγισσες».
Μια αληθινά ευρηματική και απόλυτα πιστή, ως προς τη θέση του μυθιστορήματος, κινηματογραφική μεταφορά ενός από τα καλύτερα -κατά τη γνώμη μου- έργα αυτού του μεγάλου μάστορα της λογοτεχνίας για παιδιά.
Και θυμήθηκα, κάπου εκεί γύρω στα 1989, όπου ο Θανάσης Ψυχογιός με είχε παρακαλέσει να διαβάσω στο πρωτότυπο ένα άλλο έργο του Νταλ, την ξακουστή πλέον «Ματίλντα».
Είχε πληροφορίες για την μεγάλη επιτυχία του έργου στο εξωτερικό και ήθελε να το μεταφράσει και στην Ελλάδα. Αλλά οι γνώμες κάποιων άλλων που ασχολιόντουσαν με την κριτική και γενικά την μελέτη της παιδικής λογοτεχνίας στους οποίους είχε απευθυνθεί, ήταν αρνητικές.
Θεωρούσαν ιδιαίτερα βέβηλο το έργο -κακοί γονείς, τυραννική εκπαιδευτικός και ένα μικρό κορίτσι -το θύμα τους- που τελικά και αυτούς τους ίδιους τιμωρεί γελοιοποιώντας τους , αλλά και η ίδια από μόνη της επιλέγει τον ενήλικο που θα την μεγαλώσει και θα την εκπαιδεύσει.
Ο στόχος, το μήνυμα αν θέλετε, του Νταλ είναι πως οι ρόλοι δεν είναι πάντα δεδομένοι. Πρέπει να έχεις το ταλέντο και το ήθος για να μπορείς επαρκώς να τους ερμηνεύσεις, άρα και να σου ανατεθούν. Κι αν ένα άρρωστο σύστημα επιμένει να σε υποστηρίζει, τότε θα έχεις να αντιμετωπίσεις την αμφισβήτηση του ίδιου του υποκειμένου που του επιβάλεις την ανικανότητα και τη σκληρότητά σου.
Στα τέλη της δεκαετίας του ’80 εγώ συγγραφικά ήμουνα απόλυτα έτοιμος να ενστερνιστώ τις απόψεις αυτές, που άλλωστε ήταν και οι απόψεις μιας ομάδας συγγραφέων που είχαμε ξεκινήσει λίγο πριν και λίγο μετά την Μεταπολίτευση. Μα ήταν απόψεις ακόμα καινοφανείς και εμείς αρκούντως νέοι ώστε να πάρουμε το ρίσκο μιας υλοποίησή τους και να τολμήσουμε την εφαρμογή τους στα κείμενά μας, στον βαθμό τουλάχιστον που ο Νταλ το έκανε στην «Ματίλντα» του.
Με ιδιαίτερο ενθουσιασμό υποστήριξα την μετάφραση του έργου στα ελληνικά και ο Ψυχογιός πείσθηκε και ανέθεσε την μετάφραση του έργου στην Κώστια Κοντολέων και το βιβλίο πλέον κυκλοφόρησε στην ελληνική αγορά το 1990. Αξίζει στη σημείο αυτό να θυμηθούμε πως την επόμενη χρονιά, η μετάφραση αυτή της Ματίλντας τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Μετάφρασης.
Ήταν -και δυστυχώς ακόμα είναι- το μοναδικό μυθιστόρημα της λογοτεχνίας για παιδιά που πήρε Κρατικό Βραβείο Μετάφρασης. Και σήμερα, μετά από τόσα χρόνια, νομίζω πως μπορώ να δηλώσω ευθαρσώς την άποψή μου πως αυτή η τιμή ασφαλώς και βασίστηκε στην μεταφραστική ικανότητα της Κώστιας Κοντολέων, αλλά επίσης και στην αμέριστη υποστήριξη της Κίρας Σίνου που ως μέλος της επιτροπής βράβευσης υποστήριξε την άποψη πως ισότιμα θα πρέπει να κρίνονται τα βιβλία άσχετα αν ανήκουν στο ένα ή το άλλο λογοτεχνικό είδος.
Η Ματίλντα έγινε πολύ γρήγορα αγαπημένο ανάγνωσμα μικρών και μεγάλων, ο Νταλ ανακαλύφθηκε και από το ελληνικό κοινό και ακολούθησαν οι μεταφράσεις και άλλων έργων του.
Ανάμεσα σε αυτά και «Οι Μάγισσες».
Το μυθιστόρημα αυτό το μετέφρασε και πάλι η Κώστια Κοντολέων και έτσι είχα την τύχη να το παρακολουθήσω από κοντά και να μαγευτώ, να ενθουσιαστώ, να υποκλιθώ στην ευρηματικότητα του άγγλου συγγραφέα. Και στη τόλμη του.
Γίνομαι πιο σαφής.
Η ιστορία στο συγκεκριμένο μυθιστόρημα έχει να κάνει με ένα μικρό αγόρι που μένει ορφανό και από τους δυο γονείς του κι έτσι πάει να μείνει στο σπίτι της γιαγιάς του.
Εκεί, στην μικρή επαρχιακή πόλη που μένει η γιαγιά, κυκλοφορούν … μάγισσες. Είναι πλάσματα με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά που τα καλύπτουν κατάλληλα έτσι ώστε να μη διαφέρουν εμφανισιακά από τις άλλες γυναίκες. Ο βασικός τους στόχο είναι εξαφανίσουν όλα τα παιδιά, μετατρέποντάς τα σε ποντίκια ή και άλλα ζώα..
Η ίδια η γιαγιά του μικρού ήρωα, στα παιδικά της χρόνια βίωσε αυτή τη δύναμη μιας μάγισσας καθώς είχε δει την αγαπημένη της φιλενάδα να μετατρέπεται σε κότα.
Γι αυτό και έχει φροντίσει να μάθει διάφορους τρόπους αντιμετώπισης αυτών των μαγικών φίλτρων.
Ενημερώνει για όλους αυτούς τους κινδύνους τον εγγονό της, αλλά δεν καταφέρνει τελικά να αποτρέψει την μετατροπή του -εκείνου και δυο φίλων του- σε ποντίκια.
Κι έτσι -εδώ πλέον είναι η απόλυτη ελευθερία της σκέψης του Νταλ- το έργο τελειώνει με τη γιαγιά να συμβιώνει με τον εγγονό – ποντικό. Και να τον αγαπά γιατί δεν παύει να τον βλέπει ως εγγόνι της. Και αυτός πάλι να αισθάνεται όμορφα αφού υπάρχει κάποιος να τον νοιάζεται και να τον φροντίζει. Το μόνο που τον απασχολεί (τον εγγονό ποντικό, σας υπενθυμίζω) είναι πόσα χρόνια αυτός θα ζήσει ως ποντίκι, αλλά και η γιαγιά που είναι ηλικιωμένη. Μα όταν συνειδητοποιεί πως τα λίγα χρόνια ζωής ενός ποντικού είναι σχεδόν τα ίδια με τα όσα απομένουν για να ζήσει η γιαγιά, ηρεμεί και συνεχίζει να είναι ευτυχισμένος.
Με άλλα λόγια, έχουμε μια απόλυτη ανατροπή στερεοτύπων κάθε είδους -ηλικίας, μορφής, θανάτου. Και αυτές οι ανατροπές αβίαστα και με χιούμορ και χαριτωμένη δράση έρχονται να απλώσουν τις αξίες τους στα μάτια του αναγνώστη. Εν τέλει την αισιοδοξία την βλέπουμε να ανθεί και σε μέρη που μήτε είχαμε υποψιαστεί πως έστω και να τα επισκεφθεί θα μπορούσε.
Αυτά τότε είχα δει και με είχαν ενθουσιάσει καθώς η Κώστια μετέφραζε τις Μάγισσες.
Τα ίδια και πάλι, προχθές, είδα καθώς παρακολουθούσα την ταινία.
Αλλά μετά… Μετά αναλογίστηκα τα στενά κοστούμια που οι περισσότεροι από τους σύγχρονους έλληνες (μπορεί και ξένους, αλλά αυτό δεν φορά τον λόγο γραφής αυτού του σημειώματος) συγγραφείς φοράνε στις ιδέες τους και ενδύουν τους ήρωές τους. Και μελαγχόλησα.
Στη θέση των αναθεωρήσεων, στη θέση νέων ελεύθερων σκέψεων -στη ουσία στην προσπάθεια να δημιουργηθούν νέοι άνθρωποι απαλλαγμένοι από μια συνθλιπτικά στερεοτυπική άποψη- τα περισσότερα από τα τωρινά βιβλία που γράφονται προτείνουν διστακτικές, στην καλύτερη περίπτωση, λύσεις, μπορεί ακόμα και οπισθοδρομικές.
Ασφαλώς και οι σημερινοί έλληνες συγγραφείς της παιδικής λογοτεχνίας στέφονται σε ζητήματα της καθημερινότητας και καταγγέλλουν άλλοτε τη βία, άλλοτε τις όποιες διακρίσεις, άλλοτε τις ενδοοικογενειακές σχέσεις, άλλοτε την αλόγιστη καταστροφή του περιβάλλοντος κ.α. Αλλά η καταγγελία είναι μόνο ένα όπλο στο οπλοστάσιο της συνειδητοποίησης.
Και από μόνο του εν τέλει χωρίς αποτελεσματικότητα. Πρέπει να συνοδεύεται από μια πλατύτερη θεώρηση των πραγμάτων, από μια βαθιά τεκμηριωμένη απόφαση ανατροπής της κοινωνικής υποκρισίας και τοποθέτηση στην αντίστοιχη θέση μιας άλλης ματιάς.
Κι αυτή η άλλη ματιά δεν πρέπει μόνο να δηλώνεται, αλλά και να την βλέπουμε δραματουργικά να υλοποιείται.
Θα προσπαθήσω να γίνω περισσότερο κατανοητός, περισσότερος πειστικός.
Η Ματίλντα , όπως και το αγόρι στις Μάγισσες, δεν τιμωρούν μόνο όσους αμφισβητούν θέσεις και αξίες. Γίνονται τόσο η μια όσο και ο άλλος στοιχεία αυτής της αμφισβήτησης.
Η Ματίλντα η ίδια επιλέγει τον άνθρωπο που θα την μεγαλώσει, στην ουσία αγνοεί την όποια κληρονομικότητα και ξεκινά να υλοποιεί μια νέα σε άλλα στοιχεία βασισμένη -όχι κληρονομικότητα του αίματος, αλλά υπεύθυνων συναισθημάτων.
Το αγόρι εμβαθύνει αυτές τις επανατοποθετήσεις και επαναξιολογήσεις και ανατρέπει με την ίδια του την ύπαρξη την όποια άποψη περί ανωτερότητας ειδών, αλλά και την όποια αξιολόγηση της ζωής με βάση την μακρόχρονη πορεία της. Μα και η γιαγιά, πάντα δίπλα του, δεν κρύβεται πίσω από το γήρας της, μήτε πίσω από την θλίψη της για την ήττα των προσπαθειών της. Βλέπει τον εαυτό της ως αυτό που η βασική ιδιότητα του επιγόνου/ εγγονού της έχει δώσει -συμπαραστάτη και συμπαίχτη.
Αυτή την αναπροσαρμογή προσώπων και σχέσεων και θέσεων και ιδεών είναι που ο Νταλ μας την έχει μάθει και που μάλλον ενώ κάπου (εδώ στον τόπο μας) πήγαινε να εδραιωθεί, έχει αρχίσει να ξεφτίζει και εν τέλει να ευτελίζεται.
Και θυμάμαι τώρα και ένα άλλο ακόμα μυθιστόρημα για μεγάλα παιδιά και εφήβους αυτό, του Μέλβιν Μπέρτζες «Lady: My life as a bitch» (έχει εκδοθεί το 2007 στην Ελλάδα από τις Εκδόσεις Μίνωας, σε μετάφραση της Μαρίας Σκαμάγκα)
Και σε αυτό και πάλι έχουμε τη ‘μαγική’ μετατροπή μιας έφηβης σε σκύλα. Και την καθημερινότητα της ως τετράποδου μέσα στους δρόμους μιας πόλης παρακολουθούμε.
Ο Μπέρτζες περιγράφει το βλέμμα που μπορεί να έχει ένας άνθρωπος όταν μετατραπεί σε σκύλο και με το οποίο αυτό βλέμμα βλέπει τους άλλους ανθρώπους. Και όχι μόνο τους βλέπει, αλλά και τους κρίνει και τους συγκρίνει με τα τετράποδα.
Στο τέλος η ίδια η ηρωίδα αποφασίζει να μην εκμεταλλευθεί την ευκαιρία να γίνει και πάλι άνθρωπος, αλλά να παραμείνει σκύλα, καθώς έχει γνωρίσει και τους δυο τρόπους ζωής -ανελεύθερου κοινωνικά ανθρώπου και ελεύθερου από συμβάσεις ζώου- και επιλέγει τον δεύτερο.
Ο τίτλος του έργου στα ελληνικά έγινε «Η παράδοξη ζωή μιας έφηβης» και από αυτό και μόνο το γεγονός της αλλαγής του τίτλου γίνεται φανερή η δυσκολία να αποδεχτεί το κοινό μας -εμείς, δηλαδή- το διαφορετικό, το ανατρεπτικό, το καινοφανές.
Τελικά και για μια ακόμα φορά βλέπω να επιβεβαιώνεται η άποψη πως είναι η Παιδική Λογοτεχνία που περισσότερο από κάθε άλλο λογοτεχνικό είδος, καθρεφτίζει τις βαθιά ριζωμένες κοινωνικές τάσεις. Το πολιτικά και κοινωνικά οράματα των χρόνων λίγο πριν τελειώσει ο 20ος αιώνας έχουν δώσει τη θέση τους (ίσως και με μια αφροντισιά αυτά τα ίδια να τα δημιούργησαν) στα τυποποιημένα συνθήματα μιας πλατιάς κοινωνικοποίησης, που βέβαια ως συνθήματα χρησιμοποιούνται σε μια ή δυο πορείες και μετά λησμονούνται, αντικαθίστανται με άλλα.
********
Στα πλαίσια μιας γρήγορης αναδρομής στη χαμένη ευκαιρία να μετακομίσουμε την κοινότητα των ηρώων της παιδικής λογοτεχνίας μας σε μια πλέον τολμηρή ως προς τις αμφισβητήσεις της λογοτεχνία για παιδιά και νέους, κατέγραψα σκέψεις που μου δημιουργήθηκαν από την παρακολούθηση μιας ταινίας.
Και μόνο το γεγονός πως είκοσι χρόνια μετά, μυθιστορήματα για παιδιά σαν τις «Μάγισσες» του Νταλ εξακολουθούν να παίρνουν απάνω τους όλη την ευθύνη να αποσβέσουν το κόστος της κινηματογραφικής διασκευής τους και τελικά όχι μόνο να το επιτυγχάνουν αλλά και να φέρνουν και κέρδη, αποδεικνύει πως η απόλυτη ανατροπή των συμβάσεων είναι πολλές φορές το ζητούμενο, ίσως γιατί είναι και μια από τις λίγες επιτυχημένες και καταξιωμένες πρακτικές που κληροδότησε ο 20ος στον 21ο και που η κοινωνία αυτού του δευτέρου, πιεσμένη ανάμεσα σε διαψεύσεις και παραμορφώσεις δείχνει να έχει απόλυτα την ανάγκη της.
Ρόαλντ Νταλ, Οι Μάγισσες, μτφρ. Κώστια Κοντολέων, Ψυχογιός
Ρόαλντ Νταλ, Ματίλντα,μτφρ. Κώστια Κοντολέων, Ψυχογιός