Σκαλίζοντας τη μνήμη, τη συνείδηση, και τη ζωή

0
503

Της Σωτηρίας Καλασαρίδου.

 

Με ποιον τρόπο η λειτουργία της μνήμης μπορεί να γίνει το ισοδύναμο της κρίσης της συνείδησης; Πόσο εύκολα εναλλάσσονται οι ρόλοι ανάμεσα στον θύτη και το θύμα; Η οικονομική κρίση μπορεί να περιγραφεί μέσα από ποιοτικούς δείκτες και σε ποιον βαθμό ο πολιτισμός αποτελεί τη βασική μονάδα δόμησης της κοινωνικής πραγματικότητας; Όλα τα παραπάνω ερωτήματα εμπεριέχονται άλλοτε περισσότερο έκδηλα και άλλοτε σε λανθάνουσα μορφή στο καινούριο μυθιστόρημα του Διονύση Μαρίνου που τιτλοφορείται Ουρανός κάτω και εκδόθηκε πρόσφατα (2014) από τις εκδόσεις Πάπυρος.

Ο Ιωσήφ Σαρογιάν, μια διάνοια του χρηματοοικονομικού κόσμου και στέλεχος σε έναν από τους «ναούς» του χρήματος και του εύκολου (;) πλουτισμού, γλιτώνει στο παρά πέντε από μια τρομοκρατική επίθεση στην εταιρεία που εργάζεται. Η έκρηξη στην εταιρεία και η σωτηρία του κεντρικού πρωταγωνιστή σηματοδοτούν την αρχή του ξετυλίγματος του νήματος της ιστορίας του παρόντος βιβλίου που ιδεολογικά και ειδολογικά παλινδρομεί ανάμεσα στο μυθιστόρημα του ψυχολογικού ρεαλισμού και μιας νουάρ κοινωνικο-πολιτισμικής καταγγελίας που επιχειρεί να ερμηνεύσει την κρίση.

Οι πρωταγωνιστές του βιβλίου συναρμόζουν μια πινακοθήκη από πορτραίτα και ιδιοσυγκρασίες με οικουμενικά χαρακτηριστικά, που συναντά κανείς απανταχού της υφηλίου στις μέρες μας: ο ταλαντούχος νεαρός που προέρχεται από χαμηλά κοινωνικοοικονομικά στρώματα και αναρριχήθηκε γοργά στην ιεραρχία της εταιρείας, η γεμάτη κατανόηση σύζυγός του, ο αδηφάγος ιδιοκτήτης του χρηματοοικονομικού ομίλου, ο εργαζόμενος με χαρακτηριστικά «αδύναμου κρίκου» που αρνείται να ανεχθεί την αποφορά του συστήματος, και ο αδέκαστος ελεγκτής, είναι μερικοί από τους ήρωες που κινούν τους μηχανισμούς της εν λόγω ιστορίας. Η περιπλάνηση του κεντρικού ήρωα στους δρόμους μετά την έκρηξη, η επαφή του με έναν κόσμο παρακμιακό αλλά και η ταυτόχρονη ανάκληση τραυμάτων εν είδει απολογισμού της ζωής του τον οδηγούν στον επαναπροσδιορισμό της ταυτότητάς του.

Ο συγγραφέας μας αφήνει να εξιχνιάσουμε τους ήρωες σταδιακά μέσα από ένα ψυχογράφημα, το οποίο συντίθεται από ψηφίδες σκέψεων, από αλυσίδες ψυχολογικών συνειρμών και επώδυνων αναμνήσεων, παρέχοντάς μας ως κύριο εργαλείο προσέγγισης των πρωταγωνιστών τους εσωτερικούς τους μονολόγους. Τα υποκείμενα του μυθιστορήματος χαρακτηρίζονται από μια εσωστρέφεια, η οποία καλύπτει ένα φάσμα που ξεκινά από την απλή αναμόχλευση των βιωμάτων και των πράξεών τους με σκοπό την απάντηση σε ερωτήματα που ταλανίζουν την ύπαρξή τους και καταλήγει μέχρι τη βασανιστική επίθεσή τους στον «εαυτό», μιας επίθεσης με χαρακτηριστικά, θα έλεγε κανείς, «αυτοάνοσου νοσήματος».

Η απουσία ενός έτερου συνομιλητή σε πολλές σκηνές του έργου ή ενός ενεργητικού αποδέκτη, ο οποίος αφενός θα μπορούσε να αποτελεί έναν αδιαμφισβήτητο σύνδεσμο με την πραγματικότητα και από την άλλη να δημιουργεί αντισώματα για την αντιμετώπισή της, αλλά και το ερμητικό κλείσιμο των κεντρικών ηρώων στον «εαυτό», ακόμη και παρουσία άλλων προσώπων, επικαθορίζουν ευφάνταστα τη μορφική συγκρότηση του μυθιστορήματος. Η αλλαγή αφηγητή και κατ’ επέκταση οπτικής γωνίας αφήγησης ξαφνικά, χωρίς τίποτε να προειδοποιεί και να προϊδεάζει τον αναγνώστη γι’ αυτήν την αναπροσαρμογή των ρόλων στο τιμόνι της αφήγησης, δημιουργούν σε ένα πρώτο επίπεδο ανάγνωσης ερωτηματικά στον αναγνώστη αναφορικά με την ταυτότητα του ομιλούντος ή μονολογούντος υποκειμένου. Η εν λόγω τεχνική, ωστόσο, φαίνεται να κατατείνει στην αμείωτη διατήρηση της προσληπτικής ικανότητας του αναγνώστη και στη διασφάλιση του ζενίθ της αναγνωστικής έντασης μέσα από την ασταμάτητη συμπλήρωση των κενών πληροφόρησης.

Με τον ίδιο τρόπο και, ίσως ακόμη πιο έντονα, επιτυγχάνεται μια ανάγνωση σε διαρκή κίνηση μέσα από την επιλογή για αφήγηση των κεντρικών πρωταγωνιστών στο δεύτερο κυρίως ενικό πρόσωπο που σε συνδυασμό με έναν καταιγισμό ρητορικών ερωτημάτων μιας ρέουσας συνείδησης, δίνεται η εντύπωση της διχοστασίας του «εγώ», δημιουργείται η αίσθηση διχοτομημένων προσωπικοτήτων που έχουν τη μορφή ενός οργανισμού και του ξενιστή του, που κάποτε απλά συμβιώνουν και άλλοτε πασχίζουν να αλληλοκαταστραφούν. Το δεύτερο ενικό πρόσωπο ταυτόχρονα λειαίνει γλωσσικά τον εγωκεντρισμό της μονολογίας, λειτουργώντας ως φυγόκεντρος δύναμη από τη μονοκρατορία της πρωτοπρόσωπης αφήγησης.

Ιδιάζοντα ρόλο τόσο για την εννοιολογική δόμηση όσο και για τη μορφική συγκρότηση του βιβλίου διαδραματίζει και ο χρόνος. Παρελθόν και παρόν διαπλέκονται αδιάρρηκτα, θολώνοντας κάποιες φορές τα όρια διάκρισης του Ενεστώτα από τον Αόριστο και τον Παρατατικό. Ο χρόνος στο μυθιστόρημα του Μαρίνου δεν είναι γραμμικός, αλλά τεθλασμένος και κατακερματισμένος, αποτελείται από άπειρα μικρά κομμάτια του χθες και του σήμερα που το εκπληκτικό τους μοντάρισμα εξασφαλίζει την αίσθηση της συνέχειας και της ενότητας. Την ίδια στιγμή οι ήρωες του βιβλίου προσλαμβάνουν τον χρόνο υποκειμενικά και εξωπραγματικά, άλλοτε σε slow motion και άλλοτε σε fast forward, ανάλογα με το είδος της εμπειρίας που βιώνουν και της ανάμνησης που ανακαλούν. Η αφηγηματική τεχνική μάλιστα της επανάληψης σκηνών από διαφορετική οπτική γωνία αφήγησης ενδυναμώνει τη συνθήκη του συγκεχυμένου και ρευστού χρόνου αλλά και του κοντράστ που ο χρόνος δημιουργεί με τα σταθερά αντικείμενα στον χώρο, φτιάχνοντας κάτι μοναδικό: διαλόγους μονολόγων και ζεύγη συνομιλιών μέσα στη μοναξιά των υποκειμένων.

Η γλώσσα που χρησιμοποιεί ο Μαρίνος θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε ότι είναι ποίηση σε πρόζα. Οι λέξεις ακόμη και οι πιο καθημερινές αναδύουν μια ποιητικότητα και κατάλληλα συνδυασμένες κουβαλούν συγκινησιακό φορτίο, λειτουργώντας ενίοτε και ως σύμβολα. Αντιστικτικά, λέξεις ποιητικές, ακόμη και με ομηρική καταγωγή, επιστρατεύονται για να αποδώσουν ρεαλιστικά μια ζοφερή πραγματικότητα και να μαρκάρουν κατώτερα ένστικτα. Και είναι οι συγκεκριμένες γλωσσικές αντιστίξεις που έρχονται να μας θυμίσουν την ευρύτερη αντίθεση που περικλείεται σε ολόκληρο το έργο: ότι ο θύτης δεν απέχει πολύ από το να γίνει θύμα, το όνειρο γρήγορα μετατρέπεται σε εφιάλτη, και η χώρα των θαυμάτων μπορεί εύκολα να πάρει την όψη μιας χώρας των τεράτων. Το διακύβευμα του βιβλίου ο συγγραφέας το συμψηφίζει στο αισιόδοξο τέλος: μια κρίση της συνείδησης του καθενός από εμάς ίσως και να προαναγγέλλει ένα καλύτερο μέλλον.

Προηγούμενο άρθροΑπό το 1958 στο 2015
Επόμενο άρθροΗ απελπισία τελειώνει σύντομα…

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ