Κατερίνα Σχινά.
Μου τριβελίζει επίμονα το νου, αυτές τις μέρες που βαραίνουν από πένθος, πένθος για την ανθρωπότητα όλη κι όχι μονάχα για το Παρίσι, μια ιστορία παλιά, δεκαπέντε και πλέον χρόνων πια, μια πρωτοβουλία συμφιλίωσης στο πεδίο της υπέρτατης τέχνης, αυτής προς την οποία τείνουν όλες οι άλλες, σύμφωνα με τον πολυχρησιμοποιημένο πια αφορισμό του Γουίλιαμ Πέιτερ: της μουσικής. Ήταν στα 1999, 250 χρόνια από τη γέννηση του Γκαίτε, όταν η Βαϊμάρη, η πόλη που ταυτίστηκε με τον μεγάλο ποιητή – αλλά και με τον Σίλερ, τον Βάγκνερ, τον Λιστ, τον Μπαχ – είχε ανακηρυχθεί πολιτιστική πρωτεύουσα της Ευρώπης. Τότε, δυο φίλοι, Ισραηλινός ο ένας, Παλαιστίνιος ο άλλος, ο μαέστρος Ντάνιελ Μπάρενμποϊμ και ο στοχαστής Έντουαρντ Σαΐντ, σκέφτηκαν να εκμεταλλευτούν την ευκαιρία και να συνεργαστούν στενά για να συγκροτήσουν ακριβώς εκεί, σε μια πόλη τόσο φορτισμένη από σημασίες, τόσο βεβαρυμένη από τις αντιφάσεις της γερμανικής ιστορίας – πόλη από τη μια αξεδιάλυτα δεμένη με τον γερμανικό πολιτισμικό πλούτο και από την άλλη ανατριχιαστικά γειτνιάζουσα με την ασύλληπτη βαρβαρότητα του ναζισμού (η Βαϊμάρη απέχει λίγα μόλις χιλιόμετρα από το στρατόπεδο του Μπούχενβαλντ) – μια ορχήστρα από Άραβες, Ισραηλινούς και Γερμανούς νεαρούς μουσικούς. Ήθελαν προφανώς να διερευνήσουν τη δυνατότητα εφαρμογής στην πράξη της βαθιάς τους βεβαιότητας ότι η τέχνη όχι απλώς δεν έχει σύνορα, αλλά είναι μάλλον ένα ταξίδι προς τον «άλλον», μια εορταστική μετάβαση προς την ετερότητα.
Παρακινδυνευμένο εγχείρημα. Στην αρχή περίσσεψαν οι αντιδράσεις: οι Γερμανοί θεωρούσαν ανίκανους τους Άραβες να παίξουν Μπετόβεν, οι Άραβες ανίκανους τους Εβραίους να αυτοσχεδιάσουν πάνω σε αραβικές κλίμακες. Κάποιοι σχεδόν δεν καλημερίζονταν στις πρόβες. Όμως, σιγά-σιγά το κλίμα μεταλλάχθηκε. «Ένας νεαρός Σύρος», θυμάται ο Ντάνιελ Μπαρενμπόιμ, όπως διαβάζουμε στο βιβλίο «Παραλληλίες και παραδοξότητες» (εκδόσεις ‘Νεφέλη’), «τις πρώτες ημέρες μου είχε πει ότι δεν είχε ξανασυναντήσει Ισραηλινό στο παρελθόν και ότι, γι’ αυτόν, Ισραηλινός είναι κάποιος που αντιπροσωπεύει ένα αρνητικό παράδειγμα για το τι μπορεί να συμβεί στη χώρα του και στον αραβικό κόσμο. Λίγες μέρες αργότερα, το ίδιο αυτό παιδί βρέθηκε να μοιράζεται το ίδιο αναλόγιο με έναν ισραηλινό τσελίστα. Προσπαθούσαν να παίξουν την ίδια νότα, να παίξουν με την ίδια δυναμική, με την ίδια κίνηση του δοξαριού, τον ίδιο ήχο, την ίδια έκφραση. Προσπαθούσαν να κάνουν κάτι μαζί. Τόσο απλά. Προσπαθούσαν να κάνουν κάτι μαζί, κάτι για το οποίο ενδιαφέρονταν εξίσου, για το οποίο έτρεφαν ένα κοινό πάθος. Λοιπόν, έχοντας πετύχει αυτή τη μία νότα, ήδη δεν μπορούσαν να δουν ο ένας τον άλλο με τον ίδιο τρόπο, γιατί είχαν μοιραστεί μια κοινή εμπειρία».
«Τόσο απλά», καθώς λέει ο Ντάνιελ Μπάρενμποϊμ, τόσο απλά. Η εθνική ταυτότητα είχε παραγκωνιστεί από την μουσική∙ η ευρύτερη ταυτότητα είχε παραμερίσει την στενότερη. Εκείνη τη μοναδική, τη σπάνια στιγμή, και οι δύο καλλιτέχνες, όπως τόσο ωραία παρατηρούσε ο Έντουαρντ Σαϊντ «είχαν προεκτείνει τους εαυτούς τους προς τα έξω». Η τέχνη είχε επιτέλους ξαναγίνει «το ταξίδι προς τον άλλον».
Πολλά έγιναν έκτοτε, πολλά άλλαξαν προς το χειρότερο. Αυτό το ταξίδι είναι πια εμποδισμένο, η διαδρομή είναι αδιάβατη από τα σώματα των νεκρών που σωρεύτηκαν χρόνο με το χρόνο. Όμως ο πόθος για τη συνάντηση, όσο κι αν τρεμοσβήνει εξαιτίας της συγκυρίας, δεν γίνεται να σβήσει. Αρκεί να βρεθεί εκείνη η μία νότα, πάνω στην οποία θα καταφέρουν να συνηχήσουν οι ετερότητες.