Λουκά Δήμητρα (*)
Με τούτη τη ραπτομηχανή έβγαλα την οικογένεια πέρα Θοδωρούλα μ’. Singer, γερμανικιά, αθάνατη. Κελάηδαγε στα χεράκια μ’, άμα ακούμπαγα την πατήστρα, έτρεχε το ποδαράκι της απάνου στο ύφασμα σαν το νερό στ’ αυλάκι. Μην την τηράς τώρα που σκούριασε και βουβάθηκε, γέρασε κι εκείνη με τ’ εμένα. Αλλά δεν τη δίνω, την έχω απ’ τη μανούλα μ’. Την πήρε προπολεμικά για να μάθω την τέχνη, να βγάνω το ψωμί μ’. Την είχε καμάρι τη μηχανή η μάνα, το μόνο απ’ τα πράματα που έσωσε όταν μας έκαψαν το σπίτι οι αμίτες το ‘45.
Θυμάμαι που κοιμούμασταν και τα έξι μαζί στη σάλα τη μεγάλη, καταή μας έστρων’ η μάνα. Εκείνη κοιμούνταν στο κρεβάτι με τον Κώστα που ήταν βυζανιάρικο, τρία μηνών. Είχε φλεβίσει, ο πατέρας από καιρό στο κλαρί, στο πλευρό του Ζέρβα. Τρεις το πρωί θα να ‘ταν όταν άκουσαμ’ το Γιώργο Πανή που χούγιαζε πέρα απ’ το Κουτσέκι. ‘Ωωωωρ’ Χρήσταινα, πάρε τα παιδιά και φεύγα γλήγορα. Έρχονται οι αμίτες.
Έναν έναν μας ξύπνησε η μάνα με το τραγούδι στο στόμα, δεν ήθελε να κιοτέψουμε. Κοιμούμασταν βαριά, τρόμαξε όσο να μας ντύσει. Εμένα που ήμαν η τρανύτερη μου ‘δωκε στα χέρια τον Κώστα. Τον τύλιξα μ’ ένα τραγότσιολο μη μου κρυώσει, φύσαγε ένας αέρας εκειό το βράδυ που πάγωνε και τους πεθαμένους. Φευγάστε να μάσετε τα ζωντανά απ’ το γαλάρι, μας είπε και καρτερέστε μ’ εκεί. Εγώ θα πάρω τη μηχανή της Μαριγώς και θα να ‘ρθω. Ζαλιγκώθηκε με μια τριχιά χοντρή τη μηχανή που ήθελε δυο νοματαίους για να τη σηκώσουν, τέτοια γυναίκα ήταν η μάνα μ’! Μας έμασε κατόπι και τα έξι και κίνησαμ’ πέρα για το Λυκάλωνο. Μπροστά η μάνα, πίσω εγώ να σαλαγάω τα μανάρια και να τηράω και τα μικρότερα, μη χαθεί κανένα στο δρόμο, δε φέγγιζε μπιτ, περπάταγαμ΄ στα κουτουρού. Κάθε τόσο η μάνα στέκονταν και μας μέτραγε.
Άμα πήγαμε καμπόσο, θέλεις απ’ το κρύο θέλεις απ’ την πείνα, αρχίνησε ο Κώστας ένα σκουσμό που λαρωμό δεν είχε. Τι να τον κάμω μάνα, δε λέει να ησυχάσει, θα μας πιάσουν, της είπα. Θέλει τη μανούλα τ’ το καψερό, φέρ’ το μ’ να το βάλω στο βυζί να λουφάξει, μου ‘πε. Έτσι πορεύτηκε καμπόσο δρόμο, με τη μηχανή στη πλάτη και τον Κώστα κρεμασμένο στο βυζί το ζερβό. Με εκειό το βυζί μας ανάστησε όλα, Θοδωρούλα μ’. Το δεξί το ‘χε χάσει απ’ όταν πέθανε το πρώτο της το παιδί, έμεινε το γάλα όλο μέσα, πώς να το ‘βγανε; Τέσσερις άντρες την κράταγαν κι η βάβω μ’ την τρύπαγε μ’ ένα πυρωμένο σουβλί όσο που να στάξει το πύο όλο, να καθαρίσει. Τον παρακάλαγε τον πατέρα να μην κάνουν πολλά παιδιά, έλεγε ότι δεν ήταν άξια να τα βυζάξει, πώς θα τα μεγάλωνε; Άμα έβλεπε ότι δεν της έρχονταν τα ρούχα της, ανέβαινε στο τραπέζι, έπαιρνε φόρα και πήδαγε, πάαινε φορτωμένη με τα γεννήματα στον Παλιόμυλο, δυο ώρες δρόμο, αλλά εμείς σαν τις βδέλες κόλλαγαμ’ μέσα της και μεγάλωσαμ’ κι έζησαμ’ όλα. Το γάλα της ήταν λιγοστό, αλλά η αγάπη της πέρσευε.
Να μη στα πολυλογώ, σαν έφτασαμ’ στο στεφάνι της Σκλοκοτίνας, έναν όχτο τόσο βαθιό που άμα έβανες τη φωνή στην αντιγύριζε ώρα μετά, έκατσαμ’ και πήραμε μια ανάσα. Εγώ τα χρειάστηκα. Είχα ακούσει απ΄ τη βάβω μ’ ότι αδ’ εκεί είχε σκοτωθεί ένα παιδί απ’ το χωριό μας, γιατί δεν το ‘θελε η αρραβωνιαστικιά τ’. Μη περάσεις μάνα με τη μηχανή στη πλάτη, της είπα. Θα σκοτωθείς. Πάρε το παιδί και καρτέρει εδώ. Θα γυρίσω να σας πάρω. Δεν είναι ώρα τώρα για λιγοψυχιές, μου ‘πε. Έτσι πέρασε νυχοπατώντας και γύρισε και μας πήρε κι εμάς. Στη Ποταμούλα ξεζαλιγκώθηκε τη μηχανή, την τύλιξαμ’ καλά σ’ ένα χράμι που ‘χαμε πάρει μαζί, την έβαλαμ’ μέσα σε μια γκρόπα και τη σκέπασαμ’ με κλάρες από πλατάνια και λυγαριές. Βάλε σημάδι κοπέλα μ’ να τη βρούμε πάλι όταν περάσει ο χαλασμός, μοναχά ετούτο το βραχιόλι έχω να σου δώκω για να δουλεύεις και να μην έχεις ανάγκη κανέναν. Έτσι είπε και πήραμε το δρόμο για την Περάνθη που την κάτεχαν τα παλληκάρια του Ζέρβα.
Όταν γύρισαμ’ πίσω, καμπόσες μέρες μετά, βρήκαμε μαύρη γης, αν έβανες καλά τ’ αυτί άκουγες τις πλάκες και τις γρεντιές του σπιτιού που μοιρολόγαγαν. Μόνο τη μηχανή γλίτωσε η μάνα από εκειόν τον αφανισμό.
(*) Η Δήμητρα Λουκά είναι διηγηματογράφος. Κυκλοφορεί προσεχώς συλλογή διηγημάτων της από τις εκδόσεις Κίχλη.