Του Σοφοκλή Ρόκου.
Ήταν γεμάτο το καφενείο εκείνο το βράδυ, ίσως γιατί το πρώτο το κερνούσε ο Σπύρος ο καφετζής, ήταν η γιορτή του. Όλο το χωριό σχεδόν μαζεμένο, πολλοί οι Σπυρίδωνες παράβγαιναν ποιος θα πρωτοκεράσει κι ο ένας γύρος μετά τον άλλον γιόμιζαν τα ποτήρια , τα στομάχια και τα μυαλά των αντρών.
Ο δίσκος του μαγαζιού ένας και μοναδικός πηγαινοερχόταν από τη γυάλινη βιτρίνα του μπαρ στα τραπέζια που έσμιγαν μεταξύ τους κι έτσι όλο το μαγαζί γινόταν μια παρέα. Τον κουβαλούσε ο μονάκριβος γιος του μαγαζόταρα, παλληκαράκι στα δεκαέξη λιγνό και μικροκαμωμένο, με μάτια όμως που έκαιγαν και κατάφερναν να πιάνουν κάθε νεύμα πελάτη που σήκωνε το χέρι να παραγγείλει το επόμενο κέρασμα. Μέσα στην καπνίλα και την οχλαβοή ο μικρός διέκρινε με άνεση τις παραγγελίες, μια μπύρα εδώ, μια ρακή παρακάτω, ένα τσίπουρο ή μια καράφα κρασί κι όλα έφταναν στην ώρα τους. Δίπλα στο μπουφέ από όπου έπαιρνε τα ποτήρια και τις μπουκάλες για να σερβίρει, λοξοκοίταζε συνεχώς ένα μικρό σάκο ταξιδιού μαύρο, ακουμπισμένο πίσω από τον μπουφέ, με τέτοιο τρόπο που δε διακρινόταν σχεδόν καθόλου από την υπόλοιπη σάλα.
Είχαν τσακωθεί με τον πατέρα του, ο νεαρός του είχε ανακοινώσει ότι ήθελε να πάει να κάνει σχέδιο στην πόλη , ονειρευόταν να γίνει διακοσμητής ή κάτι τέτοιο. Του άρεσε να σχεδιάζει, αυτό ήταν το μόνο που τον ανακούφιζε, να σκαρώνει ζωγραφιές στο χαρτί του. Όσο τον έβλεπε να ζωγραφίζει ο καφετζής τσαντιζόταν όλο και πιο πολύ λες και τούτο το κουσούρι του να τον έπαιρνε μακριά του, σαν να τον απορροφούσε τόσο πολύ που να τον έχανε εκείνος, ο πατέρας του που τον είχε και έναν. Ο μικρός, αν και έμοιαζε να είναι στον κόσμο του, όχι δεν έλεγε ποτέ, πάντα πρόθυμος για δουλειά. Ούτε κι εκείνη τη βραδιά αρνήθηκε, όταν ο κυρ-Σπύρος τον πρόσταξε να έρθει στο μαγαζί να βοηθήσει στο σερβίρισμα. Άλλωστε κανείς δεν τον έφτανε στη σβελτάδα και την αντίληψη, προικισμένο σε όλα του το παιδί.
Είχε από νωρίς φροντίσει να φτιάξει το σάκο του με δυο τρία ρούχα πρόχειρα και ζεστά. Το βράδυ μόλις θα έκλειναν θα το έσκαγε για την πόλη, είχε ήδη μαζέψει μερικά λεφτά από τα φιλοδωρήματα που του άφηναν στα τραπέζια οι χωριανοί. Θα κατέβαινε στην πόλη, ήξερε πού ήταν η σχολή που δίδασκαν σχέδιο, θα ρώταγε, θα γραφόταν κάπως θα τα βόλευε μόνος του. Μετά θα γυρνούσε, θα τον έπειθε τον κυρ- Σπύρο, δε θα του το χάλαγε το χατήρι. Είχε δει στον ύπνο του και τη μάνα του, πέντε χρόνια τώρα πεθαμένη, ήταν χαμογελαστή και καλοντυμένη και καλοχτενισμένη, τη θυμόταν πάντα έτσι να φροντίζει να φτιάχνεται στη γιορτή του άντρα της και το είχε αυτό για πολύ καλό σημάδι.
Ο Γιάννης ούτε ήξερε πόσα τσίπουρα είχε κατεβάσει απόψε. Το ένα πίσω από το άλλο για να θολώσει να ξεχαστεί, είχε μεγάλη στενοχώρια με τη μικρή την αδελφή του. Κάτι μέρες τώρα την είχανε χαμένη, ούτε στα τηλέφωνα την έβρισκαν, ούτε απαντούσε στα γράμματα που της είχαν στείλει. Ζούσε μόνιμα στην πρωτεύουσα, είχε πάει με σκοπό να βρει δουλειά, είχε φύγει πριν μερικούς μήνες, μα δεν έβρισκε τίποτα. Δεν ήταν κι εύκολες οι εποχές, ευτυχώς δεν τους είχε ζητήσει λεφτά πώς τα έβγαζε πέρα δεν ήξερε, απορίας άξιο ήταν. Εδώ αυτός κι η μάνα του στο χωριό με δυσκολία τα κουτσοκατάφερναν κι ας είχαν και τα χορταρικά τους στον κήπο και τα αυγά τους και τα ζώα τους και πάλι ζορίζονταν. Πόσο μάλλον στην πρωτεύουσα που δεν υπήρχε τίποτα. Τόσους μήνες τους τηλεφωνούσε η Ξένια μια φορά τη βδομάδα, τους έλεγε πως είναι καλά , κάτι έβρισκε από δουλειά από δω κι από κει, ζούσε, δε θα πέθαινε και της πείνας.
Τις τελευταίες τρεις βδομάδες όμως ούτε φωνή ούτε ακρόαση η Ξένια. Της τηλεφωνούσαν, δεν απαντούσε, της άφηναν μηνύματα, τίποτα, της έγραψαν κιόλας, μήπως είχαν χαλάσει τα τηλέφωνα, μα απάντηση δεν πήραν. Η μάνα του ήθελε να πάει ο Γιάννης να τη βρει, μα δεν είχαν και διεύθυνση, στο ταχυδρομείο της έγραψαν, δεν ήξερε πού να την ψάξει, δεν ήθελε και να κακοκαρδίσει τη μάνα του, πάσχιζε να την καθησυχάσει αλλά κι ο ίδιος είχε αρχίσει να ανησυχεί. Μια ζωή εκείνος πλήρωνε τις τρέλες της αδελφής του. Έτσι και τότε που ήθελε εκείνη να πάει να μάθει κομμώτρια της πλήρωσε τα μαθήματα και το σπίτι στην πόλη κι εκείνη μόλις έμαθε σηκώθηκε κι έφυγε και δεν είπε ούτε πού πάει. Μετά από κανα μήνα τους τηλεφώνησε πως είναι λέει στην πρωτεύουσα και να μην ανησυχούν δε θα χαθεί. Κι εκείνος είχε χρεωθεί να της κάνει το χατήρι να τη στείλει στην πόλη. Δε βαριέσαι, αρκεί νάναι καλά, να μην τρώγεται κι εκείνη η μάνα του που το έχει έννοια το παλιοκόριτσο και την τρώει ολημέρα το τι θα απογίνει η κορούλα της. Το είχε αποφασίσει θα πήγαινε να την ψάξει, είχε ετοιμάσει το σάκο του που τον περίμενε στο σπίτι, αύριο πρωί θα ξεκινούσε.
Ευτυχώς σήμερα είχε ξεδώσει, είχε πάει για κυνήγι στο βουνό. Δεν αγαπούσε τίποτα όσο το βουνό, η ησυχία του και τα χρώματά του τον μάγευαν και τα πουλιά δεν τα σημάδευε, στην πραγματικότητα έτσι το είχε το όπλο για να λέει πως κυνηγάει, δεν είχε χτυπήσει και ποτέ του τίποτα. Έτσι όπως το είχε ακουμπισμένο δίπλα στα πόδια του μέσα στο καφενείο, έτσι το είχε και στο βουνό παρά πόδας, τον κορόιδευε ο φίλος του ο Σπύρος, αχ καημένε εσύ είσαι το κορίτσι της μάνας σου όχι η Ξένια, να δω πότε θα ρίξεις και καμιά μπαλωσιά , έτσι για το γινάτι. Εκείνος γελούσε, δεν παρεξηγιόταν ποτέ με το Σπύρο, ήταν ο κολλητός του, του είχε σταθεί όταν έχασε τη γυναίκα του μέχρι να ξανασταθεί στα πόδια του και να ανασκουμπωθεί να αναστήσει το γιό του.
Μια κρύα ριπή μπήκε από την πόρτα μα γρήγορα χάθηκε μέσα στην καπνίλα και τη φασαρία. Μόνο όσοι κάθονταν μπροστά στην πόρτα πρόφτασαν για λίγο να ριγήσουν και πάλι ξαναβούτηξαν στη γλυκερή ζεστασιά. Είχε μπει ο Γρηγόρης, μόλις γύριζε από την πρωτεύουσα, όπου είχε πάει να δει την αδελφή του που ήταν παντρεμένη εκεί. Καλοπαντρεμένη μάλιστα αφού είχε πάρει έναν καλοστεκούμενο εξηντάρη, ανώτερος υπάλληλος και καμάρωνε γι αυτήν ο Γρηγόρης. Είχε σπίτι στα καλά προάστια της πόλης και μια μικρή πισίνα έξω από το σαλόνι της έτσι να φαίνεται το νερό και να φτιάχνει το κέφι.
Μπαίνοντας ο Γρηγόρης γυρόφερε με το βλέμμα όλη τη σάλα, διάλεξε να πάει να κάτσει στο διπλανό τραπέζι από το Γιάννη, και σήκωσε το χέρι να παραγγείλει μια ρακή για αρχή. Καλησπέρισε τους γύρω του και κοίταξε προς τη μεριά του Γιάννη, ελπίζοντας πως θα διασταυρωθούν οι ματιές τους. Ο άλλος όμως στον κόσμο του ούτε που τον είχε προσέξει, δε πολυσυμπαθιούνταν οι δυο τους. Κάποτε την ήθελε την Ξένια ο Γρηγόρης αλλά εκείνη δεν του ‘ριχνε ούτε ματιά, ο Γιάννης το είχε καταλάβει και δε φαινόταν να καλοβλέπει μια τέτοια συμπεθεριά κι έτσι το πράγμα δεν είχε συνέχεια. Του είχε μείνει του Γρηγόρη όμως το απωθημένο.
-Καλά ‘σαι Γιάννη; Του άνοιξε την κουβέντα.
-Καλά, ας τα λέμε
-Κείνη η αδελφή σου, τι νέα πώς πάει, τα βρήκε καλά κει που πήγε;
-Μια χαρά, τα καταφέρνει λέει…
-Με τα πόδια ανοιχτά, μαθαίνω.
-Τι λες μωρέ, τι ‘ναι αυτά που τσαμπουνάς; Τον άπατο έχεις πιει; Βούλωστο, γιατί θα στο βουλώσω.
-Τι έγινε Γιάννη για μας δεν έκανε η Ξένια, μόνο έκανε να πηδιέται στην πρωτεύουσα και να τα παίρνει; Έχεις και μερίδιο;
-Θα το κλείσεις το ρημάδι;
– Την πέτυχα απάνω στη δουλειά, τα μάτια μου δε με γελούν, την ξέρω καλά, πηδιέται και τα παίρνει σου λέω.
Δεν κατάλαβε ο Γιάννης για πότε βούτηξε την καραμπίνα, για πότε σημάδεψε, για πότε έριξε. Ο Γρηγόρης όμως, ξεμέθυστος και στη τσίτα, πρόφτασε να σκύψει.
Ακούστηκε μέσα στην οχλαβοή ο πυροβολισμός. Όλοι σώπασαν απότομα. Στην παγωμένη σιγή που ακολούθησε ακούστηκε μόνο ο δίσκος που σωριαζόταν στο πάτωμα και τα ποτήρια με τις ρακές που έσπαζαν.