του Γιάννη Χρυσανθόπουλου
Ένα απότομο πνιχτό ουρλιαχτό ξέσκισε τον καυτό αέρα κι έσβησε απότομα. Μια παρέα από ξυπόλητους νεαρούς φορούσαν μόνο πουκάμισο ή φανελάκι κατάσαρκα και τριμμένο παντελόνι, εξαφανίστηκε κακήν κακώς κάτω από το μπαλκόνι του Παπαγιαννούση. Έτσι ήταν το παρατσούκλι του.
Έπεσε καυτό νερό εξ ουρανού σύγκαιρα με τη ζέστη του καλοκαιριού, ζεμάτισε τα καλόπαιδα. Ένιωσαν καλά, πως είναι πριν μαδήσουν τα κοτόπουλα για να τα χοχλάσουν στην κατσαρόλα του μαγειρειού.
Το σπίτι του Παπά τω καιρώ εκείνω είχε μεταβληθεί σε κέντρο θέασης νεαρών εξαίσιων θηλυκών. Ο καημένος ο Παπάς είχε τραβηχτεί πολύ στη ζωή του. Από χωρίον εις χωρίον λειτουργούσε, όπου υπήρχε έλλειψη. Τελικά, κατά τον μεσοπόλεμο, βρήκε απάγκιο στο χωριό Τρυγόνια. Αρχικά τ’ έδωκαν μια παλιά χαμοκέλα και στέγασε την οικογένεια. Γνώριζε τη δουλειά του μαραγκού. Κατασκεύαζε σκεπές στα πλινθόκτιστα σπίτια που χτίζονταν. Έσπερνε μισιακά χωράφια για να ζήσει την φαμίλια. Ως παπάς πληρώνονταν από την ελεημοσύνη των πιστών μ’ ένα τενεκέ στάρι ή λάδι κάθε χρόνο από κάθε οικογένεια, κι όποια είχε την ευχαρίστηση. Μισθός, ούτε στα μακρινά όνειρά του. Οι λειτουργιές για την οικογένεια του ήταν ένα σοβαρό εφόδιο βιοπορισμού. Μετά από λίγο καιρό έφυγε από το χωριό ένας ονόματι Βαρνακιώτης, πούλησε τα πάντα κι αγόρασε ο παπάς ένα οικόπεδο μέσα στο κέντρο του χωριού. Εκεί έχτισε ένα πλινθόκτιστο δίπατο σπίτι με ξύλινη σκάλα και μπαλκόνια. Η οικογένεια αριθμούσε οχτώ στόματα. Ο Παπάς, η παπαδιά και τα έξι παιδιά τους: ο Γιάννης, η Νικολίτσα, η Διαμάντω, η Βάσω, η Έφη κι ο Γιώργης.
Περί τα τέλη της δεκαετίας του πενήντα τα παιδιά είχαν μεγαλώσει και προπάντων τα κορίτσια του. Είχαν το συνήθειο οι παπαδοπούλες να καλούν από την Πάτρα φίλες ή συγγένισσες τους, κατά τους καλοκαιρινούς μήνες, για να παραθερίσουν στην εξοχή. Μάθαιναν μ’ αυτόν τον τρόπο τη ζωή της πόλης που δεν γνώριζαν και ποθούσαν την «ελευθερία» της και τη γεύση της ονειρεμένης ζωής της. Τέσσερις οι παπαδοπούλες κι αν κατέφθαναν δυο ή τρεις ακόμη γίνονταν ένα πανηγύρι από γέλια και διάφορα γυναικεία σκέρτσα. Οι φιλοξενούμενες κουβάλαγαν τα καινούργια δεδομένα για τα γυναικεία ντυσίματα ή γδυσίματα και τα καινούργια χτενίσματα για την κόμη της γυναικείας κεφαλής, ότι λανσάριζε η μόδα. Όλες μαζί μιλούσαν για τα μοντέρνα ρούχα από κιλότα μέχρι στηθόδεσμο. Το γαργαλιστικό γέλιο έπεφτε ομαδόν κατά ριπάς. Οι φιλοξενούμενες είχαν το προνόμιο να τραβούν τα ανδρικά βλέμματα γιατί το ντύσιμο τους έμοιαζε σαν τα μοντέλα που γέμιζαν τις σελίδες των περιοδικών και των εφημερίδων. Το σώμα εδώ ήταν ζωντανό, λαχταριστό σπαρταρούσε όχι ζωγραφισμένο πάνω στο άψυχο χαρτί. Ο κόσμος διαμορφωνόταν τότε με πρότυπα τα λαϊκά περιοδικά.
Το σπίτι του παπά περιτριγυρίζονταν από τον ανδρικό πληθυσμό των Τρυγονιών. Εφάπτονταν στο δημόσιο δρόμο και η πρόσβαση των οφθαλμών ήταν εύκολη. Η περατζάδα ήταν μέγα μέλημα των νεαρών κείνες τις μέρες, σκαρφίζονταν οποιοδήποτε λόγο, ότι κάτι θυμήθηκαν ή ξέχασαν να κάνουν αν έπεφταν στην παγίδα να ερωτηθούν από κάποιον πονηρεμένο. Το μαζεμένο μελίσσι σαν μαγεμένο έφερνε γύρα το μπαλκόνι των τσιτσιδωμένων θηλυκών. Ο διψασμένος πληθυσμός των νεαρών πάσχιζε να ψηλαφίσει με τα μάτια του το γυναικείο κορμί σε όλη την έκταση της ερωτικής του διάπλασης.
Οι παπαδοπούλες μπορεί να μιμούνταν τις φίλες τους στα φερσίματα αλλά με κάποια συστολή. Οι φιλοξενούμενες είχαν το ελεύθερο να δείχνουν τα κάλλη τους και να συνταράσσουν συθέμελα την καλοκαιρινή ραστώνη.
Εκείνο το καλοκαίρι είχε καταφθάσει στο παπαδόσπιτο η πανέμορφη Γκόλφω. Το νέο είχε κυκλοφορήσει με διαστημική ταχύτητα μεταξύ των διψασμένων αγοριών για θέαση όμορφων θηλυκών υπάρξεων. Η περί ης ο λόγος, είχε εξάψεις, κάψες και φούντωσες. Πρόβαλλε στο μπαλκόνι σχεδόν γυμνή. Μόνο η κιλότα και ο στηθόδεσμος κάτι κάλυπτε τα υπόλοιπα ενίοτε τα σκέπαζε κάποια διάφανη περιβολή, μεσοφόρι ή νυχτικό. Οπότε είχαν αρχίσει να γίνονται πιο μαζικές οι συνάξεις των νεαρών για να τρυγήσουν με τα μάτια και να θαυμάσουν την όμορφη Γκόλφω. Υπέφεραν φανατικά στημένοι κάτω από το λιοπύρι και βρίσκονταν σε κατάσταση ζαλάδας, υπό την σκέπη των θεσπέσιων καμπυλών της, κάθιδροι.
Το σπίτι του παππά δεν ησύχαζε, δικαιολογημένα, από τις εμφανίσεις ιδιαίτερα της όμορφης Γκόλφως και των υπόλοιπων κοριτσιών, έβγαιναν κάθε τόσο στο μπαλκόνι να πάρουν δροσερό αεράκι, αλλά με τις πολλές καλλίγραμμες καμπύλες τους σε κοινή θέα. Τότε η παπαδιά έβαλε σε ενέργεια ένα σχέδιο οριστικού διασκορπισμού, να βάλει δηλαδή τέλος στην πολυπληθή σύναξη των επίδοξων αφελών νεαρών. Έβρασε νερό κι αφού το χόχλασε καλά, το έριξε σε μια αλουμινένια λεκάνη, βγήκε απότομα και το εκτόξευσε κάτω από το μπαλκόνι. Το πανδαιμόνιο που ακολούθησε ήταν ανεπανάληπτο.
Ένας από τους νεαρούς ο Νίκος, λίγο αφελής. Κουτούτσικος , έτρωγε και το ρο στις κουβέντες του, πήγε κατευθείαν προς το σπίτι του. Ήταν κοντά στου παππά. Οι υπόλοιποι νεαροί έγιναν πουλιά και πέταξαν μακριά. Εξαφανίστηκαν μήπως συνέλθουν από το κακό που τους βρήκε. Να περιποιηθούν με την ησυχία τους τα εγκαύματα, που είχαν δημιουργηθεί μήπως μετριασθεί το κάψιμο, από το οποίο ο πόνος ήταν αφόρητος.
Ο Λευτέρης, πατέρας του ζεματισμένου Νίκου, τον ρώτησε γελώντας τι ήθελες εκεί; Είχε δει το επεισόδιο.
Πήρε την απάντηση:
- Αφού … ήταν γδυτές.
- Μην ξαναπάς παιδάκι μου εκεί, γιατί αυτές θα σε σταυρώσουν και ξεκαρδίστηκε στα γέλια.
Ο παπάς αντίθετα από την παπαδιά δεν ήταν εκδικητικός, τα αντιμετώπιζε όλα αυτά με το στοχασμό ανθρώπου πράου και προσγειωμένου με τον κόσμο που προχωράει και δεν γίνεται να πάει προς τα πίσω.
Άρχισαν έπειτα τα σχόλια από τους πιο μεγάλους άνδρες. «Τέτοιος πειρασμός θα μας σακατέψει» μονολόγησε ένας ταξιδεμένος μέχρι την πόλη. Αλλά έπειτα για να υποτιμήσει την κατάσταση λέει: «Ρε παιδιά τα παραφουσκώνουμε τα πράγματα, έχω δει στον κινηματογράφο, με πήγε ο αδερφός μου που διαμένει στην πόλη, και είδα αυτήν πως την λένε, άάά…, Τζίνα Λολο…τα, τις ενδιάμεσες συλλαβές τις κατάπιε δεν μπορούσε να τις προφέρει. «Τι λες;» του ανταπαντά κάποιος άλλος ίδια ταξιδεμένος κι αυτός μέχρι την πόλη «τούτη δω η Γκόλφω είναι ίδια η Συλβάνα Μάγγανο». Συμπληρώνει ένας τρίτος «μόνο που το όνομά τούτης εδώ θυμίζει φουστανέλα, τσαρούχι και βοσκοπούλα με μακριά ποδιά, με Σιλβάνα Μάγγανο, δεν κολλάει. Φανταστείτε! Την είδα στο Πικρό Ρύζι (Riso Amaro) , μη με ρωτάτε γιατί πικρό το ρύζι δεν πολύ κατάλαβα. Η κοπέλα έδινε ρέστα, με κάθε κουβέντα της και κάθε τσαχπινιά της. Μόνο που στο τέλος της ταινίας σκοτώθηκε, κατά λάθος, το τι κλάμα έριξα ρε παιδιά, δεν περιγράφεται. Τούτη η Γκόλφω μας παίζει όλους από το μπαλκόνι, γιατί μας παίζει, ποιον θα γυρίσει να λιμπιστεί από μας, την θυμίζει δε λέω, αλλά στην ομορφιά: ύψος γυναικάρας, στήθος μπόλικο και στητό – άσε η ρόγα της, φραγκοστάφυλο- γλουτοί τορνευτοί …. θεϊκοί, γάμπες χυτές βγαλμένες από καλούπι. Είναι και τούτη στα προσόντα ασυναγώνιστη. Όμως τις κουβέντες της δεν τις έχουμε αφουγκραστεί, για να έχουμε γεμάτη γνώμη». Ένας πιο πραγματιστής, λέει με πολύ σιγουριά: «αν τούτη σου κουνηθεί θα δεις τα αστέρια του ουρανού τ’ ανάποδα. Εσείς ψάχνεται ψύλλους στ’ άχυρα».
Έλαβε τέλος ο παραθερισμός των κοριτσιών από την πόλη. Οι νεαροί λίγοι πια άραζαν, ακροβολισμένοι απόμακρα γύρω από το παπαδόσπιτο, κάτω από τις σκιές των ακακιών. Οι υπόλοιποι τράβαγαν για την ποταμιά, πότιζαν τριφύλλια και περβόλια. Όλοι τους αναπολούσαν τις αξέχαστες μέρες που πέρασαν με την θέαση των μοντέρνων κοριτσιών από την πόλη. Θυμόντουσαν όμως με τρόμο το βραστό νερό που έφαγαν κατακέφαλα για χάρη τους.