Σηκώνοντας την κουρτίνα της Μπελ Επόκ (του Αλέξη Πανσέληνου)

1
1437

 

 

του Αλέξη Πανσέληνου

Υπάρχουν μεταφράσεις που καταστρέφουν τα βιβλία, άλλες που αποδίδουν λίγο-πολύ το κείμενο, αν όχι το πνεύμα του συγγραφέα. Υπάρχουν και λίγες που ο αναγνώστης αντιλαμβάνεται ότι αποτελούν επίτευγμα που ελάχιστα υπολείπεται από την πρωτότυπη δημιουργία της συγγραφής του έργου. Θα ήθελα να αρχίσω αυτό το κείμενο προτάσσοντας το επίτευγμα της Κατερίνας Σχινά στην ελληνική απόδοση του Μπαρνς. Λίγοι μεταφραστές θα κατάφερναν όσα έχει καταφέρει. Για να μεταφραστεί το βιβλίο αυτό δεν χρειάζεται μόνο η άριστη, σε βάθος γνώση της αγγλικής αλλά και της γαλλικής γλώσσας, μα και ένα βαθύ υπέδαφος παιδείας, αναγνωστικής και γενικότερης, ώστε να μπορέσει κανείς να μεταφέρει ατόφιο το πνεύμα και το υλικό ενός έργου που δεν είναι μυθοπλασία αλλά περισσότερο δοκίμιο πάνω σε μια ολόκληρη και πολύ σημαντική εποχή.

Είναι τέτοιο το πλήθος των πληροφοριών που περιέχονται στον “Άνδρα με κόκκινο μανδύα”, τόσα τα πρόσωπα και τα πράγματα, τόσες οι περιστάσεις και τα γεγονότα, τόσες οι συγκρίσεις και οι παραλληλισμοί, ώστε το τελευταίο αυτό έργο του Μπαρνς θα μπορούσαμε να το δούμε σαν ένα spin-off του προυστικού έργου (“Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο”) μιας και για να διαβαστεί και να γίνει κατανοητό, πρέπει ο αναγνώστης να έχει διαβάσει τον Προυστ – και να τον γνωρίζει καλά. Και όχι μόνο τον Προυστ.

Ο ίδιος ο Προυστ αναφέρεται σπάνια. Αποτελεί όμως έναν από τους κύριους ήρωες του αφηγήματος ο κόμης Ρομπέρ ντε Μοντεσκιού (πρότυπο του εξαιρετικά παραλλαγμένου Baron de Charlus). Κεντρικό πρόσωπο είναι ο γιατρός-χειρούργος Σαμιέλ Πότσι, μια επιστημονική και κοσμική διασημότητα της εποχής, που κι αυτός ίσως έχει χρησιμεύσει ως πρότυπο ενός λιγότερο επιφανούς ήρωα του προυστικού έργου. Και ένα πλήθος άλλων προσώπων που είτε είναι πρότυπα προυστικών ηρώων είτε όχι, πάντως ζούσαν εκείνη την εποχή και κινούνταν μέσα στο κοινωνικό στρώμα με το οποίο ασχολείται η σπουδαία αυτή επταλογία και θα μπορούσαν θαυμάσια να έχουν εμφανιστεί κάπου μέσα της με τον ένα ή τον άλλο τρόπο.

Το θαύμα της αφήγησης του Μπαρνς είναι πως ξαναζωντανεύει την εποχή με τρόπο διεξοδικό και με μια άνεση στη γραφή που, αν και καμιά στιγμή δεν καταφεύγει σε τέτοιου τύπου μυθιστορηματικές περιγραφές, νιώθουμε σαν να έχουμε ανοίξει ένα παράθυρο σε κάποιο παριζιάνικο στενάκι στο βάθος του οποίου διακρίνεται η κίνηση των μεγάλων βουλεβάρτων, οι άμαξες, τα καρότσια, οι πεζοί flaneur, οι πωλήτριες λουλουδιών, οι ασπρορουχούδες, οι μαγείρισσες, οι λακέδες και οι ένστολοι αστυνομικοί των πεζών περιπολιών. Ο Μπαρνς λατρεύει το Παρίσι της Bel Epoque με τη λατρεία κάποιου που έχει ανασάνει το άρωμά τους μες από τα πεζά, τα ποιήματα, τη ζωγραφική και τη μουσική τους. Στον “Άνδρα με κόκκινο μανδύα” ανασηκώνει την άκρη του σεντονιού που καλύπτει την ξεχασμένη παριζιάνικη (άραγε υπήρξε στ’ αλήθεια και άλλη ) Bel Epoque, διώχνει φυσώντας τη σκόνη της μυθοπλαστικής μεταμφίεσης και του εύλογου εξωραϊσμού προσώπων και πραγμάτων που πραγματοποιεί ο Προυστ στο έργο του, και αποκαλύπτει γυμνή στα μάτια μας την πραγματικότητα πίσω από το χρυσό λούστρο. Ναι, τελικά μια pas si belle Epoque !

Όλα τα πρόσωπα στο βιβλίο αυτό είναι υπαρκτά, έζησαν και έδρασαν κατά τις τρεις τελευταίες δεκαετίες του 19ου και μιάμιση ακόμα του 20ου – και όσοι από αυτούς έφτασαν στο τέλος της ζωής τους κατά την δεκαετία του 1930 δεν ήταν παρά τα επιζώντα λείψανα ενός κόσμου που είχε τιναχτεί στον αέρα από τον Μεγάλο Πόλεμο του ’14-’18.

Έχοντας σπουδάσει μεταξύ άλλων Γαλλική Λογοτεχνία, ο Μπαρνς είναι απόλυτα εξοικειωμένος με το υλικό του. Μετέχει απόλυτα της γαλλικής κουλτούρας και αυτό τον ξεχωρίζει από τους περισσότερους συγκαιρινούς του Άγγλους συγγραφείς, ενώ του προσφέρει το κλειδί για μια απολύτως έγκυρη και συνεπή ανάλυση των προσώπων, των έργων τους και των πεπραγμένων της καθημερινότητάς τους. Από το βιβλίο αυτό παρελαύνουν εκτός από τον Μοντεσκιού (που απετέλεσε πρότυπο αναλόγων ηρώων σε δύο ακόμα συγγραφείς) και τον Σαμιέλ Πότσι, ο πρίγκηπας ντε Πολινιάκ, ο ζωγράφος Τζων Σάρτζεντ και μια μακρά ακολουθία διάσημων ή και λιγότερο γνωστών σήμερα διασημοτήτων της εποχής : οι ζωγράφοι Γουίστλερ και Ντεγκά, ο Ροντέν, ο συγγραφέας Χένρι Τζέημς, οι αδελφοί Γκονκούρ, οι συγγραφείς Φλομπέρ, Ουισμάν, Κολέτ και Ζαν Λωρέν, η Σάρα Μπερνάρ, ο Όσκαρ Ουάιλντ κλπ. Η Bel Epoque και οι πρωταγωνιστές της γαλλικής κοινωνίας και της τέχνης. Οι δανδήδες της εποχής, μιας εποχής που διακρίθηκε για (και από) τους δανδήδες της – ακόμα και ο Προυστ προσπάθησε να ενταχθεί στο ξεχωριστό αυτό σώμα των πλούσιων εραστών του ωραίου, που το κατασκεύαζαν όπου δεν το έβρισκαν και το διεκδικούσαν για αποκλειστική τους χρήση και απόλαυση.

Αναρωτήθηκα πιο πάνω, πόσοι άραγε από το αναγνωστικό κοινό σήμερα να είναι γνώστες και του Προυστ αλλά και του Ουάιλντ και του Ντωντέ και του Ράσκιν ή της μουσικής των Γκίλμπερτ και Σάλλιβαν. Για να διαβάσει και να απολαύσει κάποιος το βιβλίο αυτό χρειάζεται να τα γνωρίζει όλα αυτά και όλους αυτούς και άλλους τόσους που δεν προλαβαίνω να αναφέρω, πολύ καλά μάλιστα, γιατί ο “Άνδρας με κόκκινο μανδύα” δεν προσφέρει καμιά πληροφορία που θα μπορούσε να μας προετοιμάσει για τις διαρκείς αναφορές στα πρόσωπά τους, στα έργα τους και στα γεγονότα που τους αφορούν.

Συχνά, καθώς διάβαζα, αναρωτήθηκα για ποιον ακριβώς λόγο έχει γραφτεί αυτό το βιβλίο. Εξακολουθώ να μην είμαι σίγουρος. Κατά δήλωση του ίδιου του συγγραφέα, το έναυσμα ήταν ο θαυμασμός του για το ολόσωμο πορτρέτο του γιατρού Πότσι από τον Σάρντζεντ. Είναι ο άντρας με τον κόκκινο μανδύα – για την ακρίβεια με την κόκκινη ρομπ ντε σαμπρ. Ένα πραγματικά εντυπωσιακό πορτρέτο. Από τον πίνακα στο μοντέλο και από το μοντέλο (τον χειρούργο Πότσι, δηλαδή) στον κόσμο μες στον οποίο κινήθηκε και έζησε και την ιδιωτική και τη δημόσια ζωή του.

Φυσώντας τη χρυσόσκονη του μύθου της “ονειρεμένης” εποχή που προηγήθηκε του Πρώτου Παγκόσμιου Πολέμου, ο Μπαρνς αποκαλύπτει, ήρεμα και μεθοδικά, με την μεθοδική ηρεμία με την οποία χειρουργούσε ο κεντρικός του (αν τον πούμε έτσι) ήρωας, ο χειρούργος Σαμιέλ Πότσι, την διάσημη πελατεία του, την βία, την ασχήμια, την διαφθορά, τις έωλες ηθικές αξίες μιας κοινωνικής τάξης που ήταν η εξέχουσα αριστοκρατία (στα τελευταία της σκιρτήματα) και οι πάμπλουτοι μπουρζουά που την συναναστρέφονταν και την μιμούνταν.

Η αλήθεια βέβαια είναι πως κανείς μας δεν αμφιβάλλει για την πραγματικότητα πίσω από το λούστρο της φήμης και της εξτραβαγκάντσας που διέκρινε όσα ονόματα περισώζονται σήμερα από την εποχή εκείνη. Ίσως ο Μπαρνς θέλησε να ξεκαθαρίσει τους λογαριασμούς του με μια κουλτούρα που τον διαμόρφωσε – τη γαλλική – αλλά σήμερα, στην ύστερη ωριμότητά του, έχει φτάσει να τη βλέπει με λιγότερο δέος, πιο ψύχραιμα, γυμνή και αψιμυθίωτη. Και τα καταφέρνει περίκομψα γιατί είναι ένας πολύ καλός και καλλιεργημένος συγγραφέας.

Ενόσω όμως διαβάζουμε αυτή την ατελείωτη σειρά απομυθοποιήσεων μιας εποχής και των πρωταγωνιστών της, καταλήγουμε να επιθυμούμε ξανά να τυλιχτούμε στις ομίχλες που την περιτύλιγαν τότε που μαγευόμασταν από τους στίχους του Μποντλέρ, τις ατελείωτες σελίδες του Προυστ, όπου κι εκεί η αλήθεια περιέχεται αλλά πάντα πολύ προσεκτικά τυλιγμένη σε μπαμπάκια και σε χρυσόχαρτα – πάντως όμως γυμνή για όποιον αναγνώστη διαθέτει οξεία και έμπειρη όραση – και τις ποιητικές εξάρσεις της νεφελώδους μουσικής του Γκαμπριέλ Φωρέ και του Ντεμπυσί. Υπάρχει, υποψιάζομαι, στο βάθος κάθε Άγγλου συγγραφέα που γνώρισε, ασχολήθηκε και αγάπησε τη Γαλλία, ένας βαθύτερος φόβος και μια κρυμμένη αποστροφή. Ο Ντίκενς από την εποποιία της Γαλλικής Επανάστασης επέλεξε να περιγράψει τη φρίκη της Τρομοκρατίας του 1793. Ο Μπαρνς με τη σειρά του, τινάζει τη χρυσόσκονη πάνω από το είδωλο της παρισινής Bel Epoque για να μας την αποκαλύψει εξίσου σκοτεινή και βρώμικη όσο και η λονδρέζικη ομίχλη.

Ασφαλώς δεν είναι απάτη. Αλλά ίσως είναι μια παραπλάνηση. Γιατί η παριζιάνικη Bel Epoque σήμερα δεν είναι πια τα σεντόνια του κρεβατιού των καλλιτεχνών, ούτε οι εκρήξεις της ματαιοδοξίας ή του κακού τους χαρακτήρα (και πόσοι είχαν καλόν άλλωστε;) αλλά η αλέκιαστη λάμψη των έργων που απομένουν στέρεα στην παράδοση της τέχνης. Πόσο μάλλον οι, σήμερα τόσο συνηθισμένες, διαφοροποιήσεις των διαφυλετικών απολαύσεων, που εκείνη την εποχή υποχρέωναν τους ομο– ή αμφι– φυλόφιλους mondains και demi-mondains στα σκάνδαλα των αποκρύψεων ή στις επιδεικτικές αποκαλύψεις που τους καθιστούσαν θέμα συζήτησης και από θέματα συζήτησης τους προωθούσαν στην φήμη.

Θα επανέλθω στο επίτευγμα της μετάφρασης. Πέρα από τις ολοφάνερες αρετές της δουλειάς μιας μεταφράστριας που παίζει στα δάχτυλα τις γλώσσες που χρειάζεται και την ευρύτατη γνώση και των προσώπων και των έργων τους, η Σχινά χειρίζεται τα ελληνικά της με απόλυτη δεξιοτεχνία, εναλλάσσοντας συχνά τις ξένες λέξεις και εκφράσεις που μπολιάζει στη γλώσσα της μετάφρασης με τη φυσικότητα και την άνεση με την οποία και ο Μπαρνς έγραψε το δικό του κείμενο. Ένα μόνο χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η ενσωμάτωση στην ελληνική φράση που μεταφράζει σε κάποιο σημείο, του στίχου Do not go gentle into that good night του Dylan Thomas, χωρίς αναφορά για την προέλευσή του, όπως κάνει ο Μπαρνς, και βέβαια στην ελληνική του απόδοση. Η Σχινά επιφυλλάσσει στον αναγνώστη του “Άνδρα” αμέτρητες τέτοιες απολαύσεις. Ένα μοναδικό σφάλμα επιμέλειας τοποθετεί τον Ωραίο Μπρούμελ εν ζωή εκατό χρόνια αργότερα από την έποχή του.

Ο “Άνδρας με κόκκινο μανδύα” μπορεί να σας συναρπάσει, μπορεί και όχι. Αλλά η μετάφραση πιστεύω ειλικρινά ότι είναι αξιοθαύμαστη.

 

 

Julian Barnes, Άνδρας με κόκκινο μανδύα, μτφρ. Κατερίνα Σχινά, Μεταίχμιο

 

Βρες το εδώ

Προηγούμενο άρθροΟ φούρνος (διήγημα της Δήμητρας Δημητρίου)
Επόμενο άρθροΓιώργος Παναγιωτίδης : «Πιστεύω ότι είμαστε από τους τελευταίους τους είδους μας»(συνέντευξη στην Χρ. Σανούδου)

1 ΣΧΟΛΙΟ

  1. Το βιβλίο του Μπαρνς πηγαίνει στην Κατερίνα Σχινά, νομίζω λόγω του ότι ασχολήθηκε μ΄ αυτό ως μεταφράστρια και ως λογοτεχνική κριτικός. Στην ουσία ακολούθησε αυτό που είναι αδύνατο να μην κάνει ένας κριτικός σήμερα και που άλλωστε το έκανε και ο ίδιος ο Μπαρνς: να κολυμπάει σαν το ψάρι μέσα στο νερό της ευρωπαϊκής λογοτεχνίας ως μιας ενότητας (που πράγματι έτσι είναι), να μετατρέπει την αφήγηση σε μετα-αφήγηση, ενεργοποιώντας το μπαχτινικό γλωσσικό και υφολογικό πάρε-δώσε, όπου η ευρωπαϊκή λογοτεχνία είναι ένα ενιαίο διεθνικό πεδίο. Κάπως έτσι ίσως μπορούμε να διαβάσουμε αλλιώς και το “Η καλή και η ανάποδη” της Κατερίνας. Αλλά για να τα πιάσεις όλα αυτά πρέπει, όπως είπαμε, να κολυμπάς σαν το ψάρι στο νερό της ευρωπαϊκής λογοτεχνίας. Ως συγγραφέας, κριτικός και αναγνώστης. Και ο Πανσέληνος είναι από τους 3-4 συγγραφείς που είναι ικανός να το κάνει…

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ