της Αγγελικής Γιαννικοπούλου (*)
Το βιβλίο Η Άφιξη κυκλοφόρησε το 2006 στην Αυστραλία και αμέσως απέσπασε την προσοχή κριτικών και κοινού. Πρόκειται για ένα βιβλίο χωρίς λόγια που μέσα σε 128 σελίδες και 6 κεφάλαια διηγείται, αποκλειστικά με εικόνες, την ιστορία ενός μετανάστη/ πρόσφυγα που αναγκάζεται να εγκαταλείψει την χώρα του με την ελπίδα μιας καλύτερης τύχης. Η ζωή στην ξένη χώρα δεν είναι εύκολη! Καταφέρνει όμως να εγκατασταθεί και, αργότερα, να φέρει κοντά του την οικογένειά του, σύζυγο και κόρη, εξασφαλίζοντας και για στους τρεις μια καλύτερη ζωή και μια νέα πατρίδα.
Δημιουργός του βιβλίου είναι o Shaun Tan, ένας πολυβραβευμένος (Astrid Lindgren Memorial Award) εικονογράφος που ήδη αριθμεί αρκετά δικά του βιβλία, ενώ έχει εικονογραφήσει και κείμενα άλλων συγγραφέων (δες The Rabbits). Στην Ελλάδα μετά την Άφιξη, που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Φουρφούρι (2021), ακολούθησαν οι Ιστορίες από Μακρινά Προάστια από τις εκδόσεις Αίολος (2021).
H Άφιξη έχει τιμηθεί σε Ευρώπη, Αμερική και Αυστραλία με βραβεία λογοτεχνίας, βιβλίου τέχνης, διηγήματος, καλύτερου βιβλίου για παιδιά, και όχι μόνο, εκκινώντας συζητήσεις αναφορικά με το είδος του κειμένου, αλλά και την ηλικιακή ομάδα του ακροατηρίου στο οποίο απευθύνεται. Γιατί Η Άφιξη είναι ένα βιβλίο χωρίς λέξεις που καταφέρνει να αποσπά ακόμη και βραβεία λογο-τεχνίας και να ικανοποιεί ένα ευρύτατα διηλικιακό ακροατήριο.
Το βιβλίο χαρακτηρίζεται ως graphic novel χωρίς λόγια, και υιοθετεί τη φόρμα των κόμικς δημιουργώντας μια αφήγηση σαφώς κινηματογραφική. Τα διαδοχικά καρέ μεταφέρουν στο χώρο του εικονογραφημένου μια φιλμική αισθητική. Όπως η εξαιρετική αποτύπωση του αποχωρισμού, που φιλοξενείται σε μια σελίδα 12 εικόνων, και κορυφώνεται με τη σταδιακή απομάκρυνση τριών χεριών και ενός τρένου που χάνεται. (Εικ. 1)
Από την άλλη Η Άφιξη αναπαράγει τη νοσταλγία που αναδίδουν οι παλιές φωτογραφίες. Το δέσιμο του βιβλίου που μιμείται πολυκαιρισμένο άλμπουμ, ο φωτογραφικός ρεαλισμός της εικονογράφησης, και κυρίως οι σημαδεμένες με την πατίνα του χρόνου ασπρόμαυρες εικόνες αναπαράγουν την αισθητική της φωτογραφίας. Άλλωστε ανέκαθεν η φωτογραφία ήταν στενά συνδεδεμένη με τη μετανάστευση· ταξιδιωτικά έγγραφα, φωτογραφικά πορτρέτα-πολύτιμες αναμνήσεις του ξενιτεμένου, και άδεια σπίτια, που τη θέση των αγαπημένων έχουν πλέον πάρει χιλιοφιλημένες κορνίζες.
Η Άφιξη αναφέρεται στις δυσκολίες που βιώνει ο μετανάστης όταν εγκαταλείπει τη χώρα του και πασχίζει να επιβιώσει στην ξένη γη, η οποία τον τρομάζει και τον γοητεύει ταυτόχρονα. Τις δυσκολίες τις γνωρίζει καλά ο Shaun Tan, αφού, ο κινεζικής καταγωγής πατέρας του τη δεκαετία του 1960 εγκατέλειψε τη Μαλαισία για να εγκατασταθεί στην Αυστραλία. Ο ίδιος από μικρός βίωσε το ρατσισμό του να μην δείχνει «τόσο Αυστραλός» σε μια χώρα που οι «άνθρωποι αντιμετωπίζουν τους μετανάστες μόνο ως πρόβλημα, χωρίς να μπορούν να δουν πίσω απ’ αυτό» (από συνέντευξή του).
Στην Άφιξη ο Shaun Tan, ξεκινά από μια προσωπική εμπειρία που καταφέρνει να την μετατρέψει σε πανανθρώπινη και, με μόνο όχημα ακολουθίες ασπρόμαυρων εικόνων, καθιστά το ατομικό συλλογικό. Η αποφυγή λέξεων και η αντικατάστασή τους από τον οικουμενικό κώδικα της εικόνας, επιτρέπει στον αναγνώστη να διαβάσει την εμπειρία της ξενιτιάς στη δική του γλώσσα και να διηγηθεί με τις δικές του λέξεις τα βάσανα των ανθρώπων.
Ακόμη από τα εσώφυλλα/φόδρα του βιβλίου, που καταλαμβάνονται από 60 φωτογραφίες ταξιδιωτικών εγγράφων ανθρώπων όλων των ηλικιών, φύλων και καταγωγής, ο Shaun Tan υπογραμμίζει την καθολικότητα της πανανθρώπινης εμπειρίας της ξενιτιάς. Η γενίκευση της ιστορίας του κεντρικού ήρωα επιχειρείται συνεχώς στο βιβλίο –όπως στη σελίδα των 9 καρέ (3 x 3), όπου η μοναχική εικόνα του μετανάστη πλαισιώνεται κυκλικά από το φιλιστρίνι του πλοίου που τον οδηγεί μακριά. Σε κάθε επόμενο καρέ τα φιλιστρίνια και οι μετανάστες αντίστοιχα πολλαπλασιάζονται συνεχώς, αισθητοποιώντας οπτικά τη μεγάλη έκταση της μεταναστευτικής κρίσης. (Εικ.2)
Για αυτό και συχνά, μέσα στην οπτική αφήγηση της ζωής του κεντρικού χαρακτήρα, εγκιβωτίζονται ιστορίες και άλλων μεταναστών, οι οποίες οπτικά σηματοδοτούνται με αλλαγές στο πλαίσιο των εικόνων και τον τόνο της σέπιας. Άλλωστε η μακριά αλυσίδα του εκτοπισμού δεν πρόκειται να σταματήσει, αφού καινούργιες ανάγκες οδηγούν συνεχώς κι άλλους ανθρώπους στο δρόμο της ξενιτιάς. Γι’ αυτό και το βιβλίο κλείνει όχι μόνο με το ευτυχισμένο τέλος της μετεγκατάστασης της οικογένειας του κεντρικού ήρωα, αλλά και τον ερχομό μιας νέας μετανάστριας που θα επανεκκινήσει την αφήγηση και θα ξαναβάλει μπροστά την αέναη ιστορία της ξενιτιάς.
Την ιδέα της πολλαπλώς επαναλαμβανόμενης ιστορίας των εκτοπισμών, οι οποίοι στοιχειώνουν το παρελθόν και επισκιάζουν το μέλλον, υποβάλλει και η χωροχρονική πλαισίωση της ιστορίας που παραμένει ασαφής και συγκεχυμένη. Οι αναγνωρίσιμες οπτικές αναφορές στη Νέα Υόρκη και το Ellis Island συνυπάρχουν με τις φουτουριστικές πόλεις του μέλλοντος δίνοντας στο φαινόμενο της μετανάστευσης μια διαχρονική και καθολική διάσταση.
Ο ίδιος ο Shaun Tan εξομολογείται: «Δεν περιμένω πως το βιβλίο μου θα αλλάξει εντελώς τον τρόπο με τον οποίο σκέφτονται οι άνθρωποι. Αν όμως διαβάζοντας κάποιος την Άφιξη κατορθώσει να μπει έστω και για λίγο στα παπούτσια των ανθρώπων που αναγκάζονται να εγκαταλείψουν τη χώρα τους, τότε θα αισθανθώ πως πέτυχα έστω αυτό το κάτι, το μικρό». Γι’ αυτό και στο σύνολο του βιβλίου του προσπάθησε να κάνει τον αναγνώστη να δει τον κόσμο μέσα από τα μάτια του κεντρικού ήρωα που βρίσκεται μόνος του σε μια ξένη χώρα και να νιώσει όπως εκείνος: φόβο, απορία, αμηχανία, μοναξιά, αλλά και θαυμασμό για μια κοινωνία τεχνολογικά προηγμένη. Αυτό σε ένα βιβλίο που μιμείται το ρεαλισμό της φωτογραφίας το επιτυγχάνει με την παρεμβολή των σουρεαλιστικών εικόνων της χώρας υποδοχής, οι οποίες κοινωνούν και στον αναγνώστη-θεατή του βιβλίου την βαθιά αίσθηση της απορίας και του πρωτόγνωρου. Παράξενα ζώα, μελλοντικά φουτουριστικά τοπία, ανοίκειες οικιακές συσκευές, υπηρεσίες βγαλμένες από ένα ουτοπικό μέλλον (π.χ. ταχυδρομεία, μέσα μεταφοράς), ακατανόητες επιγραφές, φέρνουν τον αναγνώστη στη θέση του μετανάστη και τον κάνουν να δει τον κόσμο με τα δικά του, ορθάνοιχτα, μάτια. (Εικ.3)
Μάλιστα η τεχνική εξυπηρετείται και στο εξώφυλλο, όπου ο αναγνώστης παρατηρεί με την ίδια επιφύλαξη του κεντρικού ήρωα, την υβριδική φιγούρα ενός παράξενου ζώου –σκυλί; δελφίνι; καρχαρίας; φιλικό ή απειλητικό; Στο τέλος του βιβλίου, ήρωας και αναγνώστης, αρχίζουν να συνηθίζουν τα πλάσματα και τα θαύματα της άγνωστης πολιτείας και να βγάζουν νόημα από την καινούργια πραγματικότητα, που πλέον καθίσταται οικεία. Σε ένα βιβλίο χωρίς λέξεις ο αναγνώστης, μικρότερος ή μεγαλύτερος, διαβάζει μια εκκωφαντική αφήγηση ξενιτιάς και (επανα)βιώνει, μέσω της ταύτισης, μια εικονική ιστορία μετανάστευσης· από τον πόνο του χωρισμού και το φόβο του καινούργιου μέχρι τη δύσκολη προσαρμογή σε μια νέα πατρίδα. Και έτσι Η Άφιξη με τις εικόνες της καταφέρνει τελικά να πει περισσότερα από χιλιάδες λέξεις…
(*)Η Αγγελική Γιαννικοπούλου είναι Καθηγήτρια Παιδικής Λογοτεχνίας ΤΕΑΠΗ, ΕΚΠΑ.
Shaun Tan, Η άφιξη, Φουρφούρι
Βρες το εδώ