γράφει η Αλεξάνδρα Σαμοθράκη
Υπό τη αιγίδα της Βιβλιοθήκης του Λονδίνου και με αφορμή τη συμπλήρωση 40 χρόνων από την έκδοση του βραβευμένου όχι μόνο με Booker (1981) αλλά και με το Booker των Booker ( το 1993 για τα 25 χρόνια του θεσμού) , «Τα Παιδιά του Μεσονυκτίου», ο Shalman Rushdie συνομιλεί με την επίσης ινδικής καταγωγής συγγραφέα, Nikita Lalwani για τη διαδικασία συγγραφής του βιβλίου, το μαγικό ρεαλισμό, τον Κούντερα, τη μνήμη, το τι είδους αναγνώστης είναι, την jazz, τους U2 και πολλά άλλα.
N.Λ: Μόλις ξαναδιάβασα «Τα Παιδιά του Μεσονυκτίου», αυτή τη φαντασμαγορική συμφωνία, που σημάδεψε τους συγγραφείς της γενιάς μου και φέτος συμπληρώνει 40 χρόνια από την έκδοση του. Τι νιώθετε όταν συνειδητοποιείτε πως εκδόθηκε πριν από τόσο καιρό;
SR: Το πρώτο πράγμα που με κάνει να νιώσω; Με κάνει να νιώσω γέρος! Όταν πρωτοκυκλοφόρησε είχε μεγάλη επιτυχία με τους νέους αναγνώστες. Διαβαζόταν πολύ στα πανεπιστήμια αλλά δεν τα πήγε και πολύ καλά με τους πιο «συντηρητικούς» αναγνώστες. 40 χρόνια αργότερα, αυτό το παράδοξο συνεχίζεται- οι νέοι που δεν είχαν καν γεννηθεί όταν κυκλοφόρησε, φαίνεται να ανταποκρίνονται περισσότερο και είναι κάτι που μου αρέσει πολύ, το ότι αυτό το βιβλίο μιλάει στους νέους. Πρέπει να παραδεχτώ πως δεν το ανοίγω και πολύ συχνά- η τελευταία φορά που του έριξα μια ματιά ήταν όταν έγραφα το σενάριο για την ταινία και κάποια σημεία του με έκαναν να σκεφτώ «ωραίο αυτό, ποιος να το έγραψε άραγε;». Βέβαια σε πολλά άλλα σημεία νιώθω ακριβώς το αντίθετο «χάλια ιστορία ποιος να την έγραψε άραγε;» Πάντως όταν ολοκληρώνεις ένα βιβλίο παύει να αποτελεί ιδιοκτησία σου, σε αφήνει και θεωρώ μέγα λάθος να προσπαθείς να ασχοληθείς μαζί του πλέον. Απλά είναι αυτό που είναι.
ΝL: Ήμουν λίγο πριν την ενηλικίωση όταν το διάβσα και η ιδεά πως αυτά τα ονειρικά παιδιά που γεννήθηκαν την πρώτη ώρα της ανεξαρτησίας της Ινδίας έχουν ειδικές δυνάμεις μου άρεσε πολύ. Έχετε πει και στο παρελθόν πως αυτό που έχετε γράψει αποτελεί υπεράσπιση του θαύματος, όταν υποβαλόμαστε σε τόσο πολύ ρεαλισμό, οπότε η λογοτεχνία σας προέρχεται περισσότερο από τον Δον Κιχώτη παρά από τον ρεαλισμό. Γιατί πιστεύετε πως ο ρεαλισμός έχει επικρατήσει;
ΣΡ: Ένα από τα πράγματα που μαθαίνεις αν μείνεις αρκετό καιρό στον κόσμο των βιβλίων είναι πως ακόμη και εδώ ακολουθείται μια μόδα. Νομίζω πως αυτό που συνέβη ήταν πως όταν εκδόθηκαν Τα Παιδιά του Μεσονυκτίου υπήρχε επιθυμία στους αναγνώστες για λιγότερο συμβατικά βιβλία- πιο περιπετειώδη αν θέλετε τόσο στη φόρμα όσο και γλωσσολογικά. Και νομίζω πως πολλοί συγγραφείς της γενιάς μου που ξεκινούσαμε τότε, όπως ο Ιαν ΜακΓιούαν, ο Τζούλιαν Μπάρνς, ο Μάρτιν Έιμις, ο Κάζουο Ισιγκούρο, η Άντζελα Κάρτερ, η Τζανέτ Γιούντερσον επωφεληθήκαμε από την περιέργεια των αναγνωστών για κάτι καινούργιο. Νομίζω όμως πως τώρα τελευταία έχει επιστρέψει η ζήτηση για πιο συμβατικά βιβλία.. αλλά έτσι πάει. Μου είχε κάνει εντύπωση ένα δοκίμιο του Μίλαν Κούντερα στο οποίο προτείνει πως το μυθιστόρημα έχει δυο γονείς: από τη μια την «Κλαρίσα» του Samuel Richardson, απ’όπου πηγάζει η ρεαλιστική παράδοση και από την άλλη «Η ζωή και οι απόψεις του Tristram Shandy» του Laurence Sterne απ’όπου προέρχεται η πιο παιχνιδιάρικη παράδοση- αν και για το δεύτερο διαφωνώ κάπως επειδή θεωρώ πως ο Tristram Shandy προέρχεται απευθείας από τον Δον Κιχώτη- δυο χαρακτήρες στο έργο αυτό, ο θείος Toby και ο δεκανέας Trim, αποτελούν συνειδητή διασκευή των χαρακτήρων του Δον Κιχώτη και του Σάντσο Πάντσο. Οπότε θα έλεγα πως ο Θερβάντες και ο Ρίτσαρντσον είναι οι γονείς αυτών των δύο παραδόσεων. Το επιχείρημα του Κούντερα είναι πως ιστορικά υπάρχει περισσότερος ρεαλισμός παρά σουρεαλισμός οπότε οι δυνατότητες στο χώρο του ρεαλισμού είχαν εξαντληθεί- αν κάποιος θα ήθελε να κάνει κάτι νέο θα έπρεπε να καταφύγει στο χώρο της πιο παιχνιδιάρικης παράδοσης.
Ν: Πολύ ενδιαφέρον, γιατί ο Κούντερα αναφέρεται και στο συνθετικό μυθιστόρημα και για το πώς μπορεί να συνδυαστεί το ιστορικό μυθιστόρημα, η πολιτική, τα απομνημονεύματα με το παιχνιδιάρικο, όπως είπατε και εσείς, τρόπο. Στο δοκίμιο σας «Φανταστική Πατρίδα» αναφέρετε πως στα «Τα Παιδιά του Μεσονυκτίου» υπάρχουν ηθελημένες αντιφάσεις που είναι κάτι «παιχνιδιάρικο» αλλά έχει και πολιτικές αιχμές- θυμόμαστε τα πράγματα διαφορετικά από αυτά που συνέβησαν στα αλήθεια.
ΣΡ: Ένα από το πράγματα που συνέβησαν ενώ σκεφτόμουν πως να γράψω το βιβλίο ήταν πως είχα μια πολύ έντονη ανάμνηση του τείχους ανάμεσα στην Ινδία και την Κίνα τη δεκαετία του ’60. Και θυμάμαι στη Βομβάη πόσο τρομαγμένοι ήταν οι άνθρωποι επειδή οι Κινέζοι φαινόταν να επικρατούν και επειδή μόλις είχαμε απελευθερωθεί από μια αυτοκρατορία, δεν χρειαζόμασταν να μας επιβληθεί μια καινούργια. Το συζήτησα με τη μητέρα μου και μου είπε «Μη λες κουταμάρες, εσύ τότε ήσουν εσώκλειστος στο οικοτροφείο στην Αγγλία, δεν ήσουν εδώ». Το ήλεγξα και φυσικά είχε δίκιο. Η μνήμη μου όμως επέμενε πως ήμουν εκεί και μου φαίνεται πολύ ενδιαφέρουσα αυτή η κατασκευασμένη από τη μνήμη μας αλήθεια – μερικές φορές αν και άσχετη με τα γεγονότα είναι αυτό που πιστεύουμε παθιασμένα- εξακολουθούσα να έχω αναμνήσεις συζητήσεων από εκείνη την χρονική περίοδο στη Βομβάη! Έτσι σκέφτηκα το βιβλίο να αφορά και τις στρεβλώσεις των αναμνήσεων.
Ν: Αυτές οι λαθεμένες αναμνήσεις αποτελούν την τευκτονική πλάκα της διήγησης. Ο Σαλίμ διηγείται την ιστορία και συνεχώς επιπλήτεται για τα λάθη του,τις τρύπες στην πλοκή, τον αργό ρυθμό του, μερικές φορές παραδέχεται πως μερικά τα βγάζει από το μυαλό του. Μου φαίνεται πως όλο αυτό δεν διαφέρει και πολύ από τη συγγραφή οπουδήποτε είδους.
ΣΡ: Η μόνη διαφορά είναι πως είναι πολύ ανασφαλής. Όλοι μας το κάνουμε συνέχεια, ο Σαλίμ απλά μιλάει γι’αυτό.
Ν: Στην αρχή του βιβλίου περιγράφετε κάτι που μου φάνηκε μια ωραία παρομοίωση για τη διαδικασία της συγγραφής. Ο ήρωας βλέπει μέσα από μια τρύπα τμηματικά τα άκρα της γυναίκας που θα παντρευτεί, τον πιάνει ψύχωση να τα τοποθετήσει σωστά στο μυαλό του ώστε να έχει την ολοκληρωμένη εικόνα, μένει όμως με την εικόνα μια ακέφαλης γυναίκας- τα μέρη δεν απαρτίζουν το σύνολο, όπως συμβαίνει συχνά και στη συγγραφική διαδικασία. Έχετε αλλάξει τον τρόπο που γράφετε στο πέρασμα του καιρού;
ΣΡ: Θα σας πω πρώτα τι δεν έχει αλλάξει: αυτή η σφοδρή επιθυμία να γράφω βιβλία των πάντων, που δηλαδή προσπαθούν να χωρέσουν όλα τα θέματα και δεν αποκλείουν κανένα και που δεν καταρρέουν κάτω από τόσο βάρος, αυτό που ο Henry James αποκαλούσε « φαρδιά τέρατα». Αυτό που έχει αλλάξει είναι ο τρόπος με τον οποίο το κάνω: όταν έγραψα τα «Τα Παιδιά του Μεσονυχτίου» χρειάστηκε μια γιγάντια ποσότητα «αρχιτεκτονικής»- σχεδίασα πολύ προσεκτικά και λεπτομερώς τον σκελετό του βιβλίου πριν καταφέρω να το γράψω ή να προσθέσω σάρκα στο σκελετό, αν θέλετε. Εν μέρει αυτό οφείλεται στο πόσο συνυφασμένη είναι η ζωή της οικογένειας του ήρωα με τα ιστορικά γεγονότα της χώρας και έπρεπε να κάνω αυτούς τους δυο χάρτες να καθίσουν σωστά ο ένας πάνω από τον άλλον. Ενώ τώρα, πχ που έγραφα το τελευταίο μου μυθιστόρημα Quichotte (Κιχώτης) είμαι πολύ πιο προετοιμασμένος να ανακαλύψω τι συμβαίνει στη σελίδα και να αντιμετωπίσω το γράψιμο σαν ανακάλυψη, αντί σαν εκτέλεση όσων έχω ήδη σχεδιάσει. Αυτή η αλλαγή επήλθε σταδιακά και αναλογικά την βλέπω σαν την διαφορά μεταξύ της συμφωνικής σύνθεσης και της τζαζ, όπου προφανώς υπάρχει κάποια δομή, υπάρχει όμως και χώρος για ανακαλύψεις.
Ν: Δεν είναι επικίνδυνη η τόση ελευθερία της τζαζ; Δεν απειλεί το βιβλίο να καταλήξει σε χάος;
ΣΡ: Κάποτε έπαιρνα συνέντευξη στην Τόνι Μόρισον για το BBC όταν έγραψε το μυθιστόρημα “Jazz” (1992) που δίνει την αίσθηση της ελευθερίας στον τρόπο γραφής και τη ρώτησα αν είχε κάνει χρήση τεχνικών της τζαζ. Τη θυμάμαι να λέει πως είχε «κλέψει»- ήθελε να κάνει τον αναγνώστη να νομίζει πως είχε κάνει αλλά δεν είπε ποτέ τον τρόπο με τον οποίο το πέτυχε. Πρέπει να είμαστε οι καλύτεροι κριτικοί του εαυτού μας, να έχουμε έναν «ανιχνευτή σκατών» γιατί αν δεν ξέρουμε πότε κάτι είναι κακό δεν ξέρουμε και πότε κάτι είναι καλό. (γέλια)
Ν: Και οι επιμελητές δεν είναι «ανιχνευτές σκατών»; Δουλεύετε στενά μαζί τους;
ΣΡ: Δουλεύουμε στενά προς το τέλος του βιβλίου. Δε μου αρέσει να δείχνω έργο «υπό κατασκευή», θεωρώ πως παραείναι εύθραυστο στα αρχικά στάδια. Αν γράψω κάτι και σας το δείξω πρώιμα και μου πείτε πως δεν είναι έτοιμο ακόμη, θα μου έχετε πει αυτό που ήδη ξέρω αλλά θα πάθω κατάθλιψη. (γέλια) Προτιμώ να δείχνω κάποια τελική βερσιόν. Ένας πολύ καλός δείκτης είναι η ντροπή- αν ντρέπεστε να δείξετε το έργο σας σημαίνει πως δεν είναι έτοιμο. Υπάρχει όμως και ένα σημείο που δεν ντρέπεσαι πια και ανυπομονείς να το διαβάσει κάποιος. Τότε είναι που ακούω πολύ – πολύ προσεκτικά όσα έχουν να μου πουν οι επιμελητές μου και που συνήθως είναι φοβερά χρήσιμο- όχι πως κατ’ανάγκη το ακολουθώ κιόλας! Ήμουν πολύ τυχερός με τους επιμελητές που είχα στο πέρασμα των χρόνων. Να σας πω ένα παράδειγμα; Στην αρχική βερσιόν των « Παιδιών του Μεσονυκτίου» υπήρχε και άλλος ένας ακροατής των ιστοριών- ή μάλλον, αναγνώστης, στον οποίον ο Σαλίμ έστελνε γραπτά αποσπάσματα. Και η Λιζ, η επιμελήτρια μου, μου είπε : «ο Σαλίμ έχει ήδη κοινό, δεν χρειάζεται δεύτερο κοινό.» Βρέθηκα σε αμυντική στάση- μου πήρε 24 ώρες για να εξαλείψω αυτόν το χαρακτήρα από το βιβλίο μόνο και μόνο για να αποδείξω στη Λιζ πως είχε άδικο- και μετά συνειδητοποίησα πως έτσι το βιβλίο ήταν όντως πολύ καλύτερο και νιώθω απίστευτα ευγνώμων.
Ν: Η ντροπή όντως είναι καλός δείκτης- αν ξαναδιαβάζουμε αυτά που έχουμε γράψει την επομένη και νιώθουμε ένα τσίμπημα ντροπής κάτι σημαίνει. Αλλά υπάρχουν και κάποιοι που ντρέπονται υπερβολικά πολύ και πολύ γρήγορα. Αν συνέβαινε αυτό με εσάς, δεν θα είχατε γράψει «Τα Παιδιά του Μεσονυκτίου», αφού πρόκεται για «ξεδιάντροπο» άλμα στο άγνωστο.
ΣΡ: Όντως ήταν πολύ τρομακτικό. Είχα γράψει πολλά πράγματα πριν τα «Τα Παιδιά του Μεσονυκτίου» που δεν είχα καταφέρει να δημοσιεύσω, εκτός από το πρώτο μου μυθιστόρημα «Grimus» ( στα ελληνικά «Το Νησί της Αθανασίας») που, για να το πω ευγενικά, δεν είχε πάρει και τις καλύτερες κριτικές. ‘Αρεσε μόνο στην Αμερικανίδα συγγραφέα Ursula K Le Guin, πράγμα που με έκανε να σκεφτώ πως δεν ήταν και εντελώς χάλια, αναγκάστηκα πάντως να επανεξετάσω το γράψιμο μου. Ήμουν παδί τότε, 27 χρονών, και έτσι αποφάσισα πως αυτό που ήθελα να κάνω ήταν να πάρω το μεγαλύτερο δυνατόν ρίσκο. Αν επρόκειτο να αποτύχω, ήθελα να αποτύχω πανηγυρικά. Έτσι έγραψα «Τα Παιδιά του Μεσονυκτίου» με πολύ χαμηλές προσδοκίες και αφού το τελειώσα το μόνο που είπα ήταν «μακάρι να βρω εκδότη» – δεν ήταν εγγυημένο ότι θα έβρισκα. Όταν το ανέλαβε ο Knopf στην Αμερική και o Jonathan Cape στην Αγγλία, θεώρησα πως είχα βρει δυο σπουδαίους εκδοτικούς οίκους και αυτό ήταν αρκετό. Αν το αγόραζαν και μερικοί άνθρωποι που δεν ήταν συγγενείς μου θα ήμουν πλήρως ευχαριστημένος.
Ν: Πρόκειται για αισιόδοξο ή απαισιοδοξο βιβλίο;
ΣΡ: Δυστυχώς, και αυτό μου προκαλεί μεγάλη θλίψη, πρόκειται για βιβλίο με πολύ αισιόδοξο τέλος σε σύγκριση με την πραγματική εξέλιξη της ιστορίας. Θα προτιμούσα να είχε διεψευσθεί. Στο τέλος του βιβλίου έχει γεννηθεί η επόμενη γενιά που υπονοείται πως είναι ακόμη πιο εντυπωσιακή- πιο σκληροτράχηλη και πιο αποτελεσματική. Η αισιοδοξία πηγάζει από αυτή την επόμενη γενιά. Πλέον δεν είμαι σίγουρος ότι είναι έτσι τα πράγματα. Η ιδέα πως η Ινδία είναι ένα κοσμικό κράτος όπου ο Μωαμεθανισμός και ο Ινδουισμός είναι εξίσου προσιτοί στον καθένα, δέχεται σφοδρές επιθέσεις τα τελευταία 20 χρόνια. Υπάρχει οργανωμένη προσπάθεια να παρουσιαστεί η Ινδία ως αποκλειστικά ινδουιστική χώρα και αυτό δημιουργεί μεγάλες αναταραχές.
Ν: Ποτέ δε μασήσατε τα λόγια σας κατά της μονοδιάστατης Ινδίας και του ινδουιστικού εξτρεμισμού. Το βιβλίο εκπροσωπεί την ιδέα της κοσμικής Ινδίας- έχει ακόμη την ίδια απήχηση ή έχουν αλλάξει τα πράγματα;
ΣΡ: Το βιβλίο αποτελεί προϊόν της εποχής του. Από το 1975 μέχρι το 1977, ενώ το έγραφα, η Ινδία είχε ανακηρυχθεί σε Κατάσταση Επείγουσας Ανάγκης και ένιωθα απογοητευμένος και σοκαρισμένος που η Ίντιρα Γκάντι είχε λάβει τέτοια μέτρα. Σκεφτόμουν πως δε μπορώ να τελειώσω στο βιβλίο αυτό που ακόμη υπάρχει στην πραγματικότητα. Και μετά η Ίντιρα Γκάντι προκήρυξε εκλογές, επειδή δεν υπολόγισε κάποια πράγματα σωστά και τις έχασε. Κατά κάποιο τρόπο ένιωσα τότε ευγνώμων επειδή έτσι μου είχε δώσει το τέλος του βιβλίου μου (γέλια) και σκέφτηκα να της στείλω ένα ευχαριστήριο σημείωμα (δεν το έκανα!). Προφανώς τα πράγματα από τότε έχουν αλλάξει και το βιβλίο δεν θα μπορούσε να έχει γραφτεί με τέτοιο τρόπο πια και ούτε θα έπρεπε: δεν μπορείς να γράψεις ένα βιβλίο του τέλους των ‘70s σαράντα χρόνια αργότερα. Υπάρχουν πολλοί υπέροχοι Ινδοί συγγραφείς που γράφουν τα βιβλία τους τώρα. Κατά το lock down συνειδητοποίησα πως το τελευταίο μου μυθιστόρημα εξελίσσεται εξ ολοκλήρου στη Νέα Υόρκη και θεωρώ πως έχει έρθει ο καιρός να επιστρέψω σε ένα πιο ινδικό αντικείμενο.
Ν: Λέτε πως το βιβλίο σας είχε τη θέση του στο χώρο και το χρόνο και όμως, ένα από τα θέλγητρα του είναι το μαγικό στοιχείο.
ΣΡ: Όταν πρωτο κυκλοφόρησε το βιβλίο, οι Δυτικοί εστίαζαν στο μαγικό στοιχείο και το αντιμετώπιζαν σαν παραμύθι. Αντιθέτως οι Ινδοί το αντιλαμβανόντουσαν ως ένα βιβλίο ιστορίας. Θυμάμαι ήμουν σε μια εκδήλωση όταν ένας νεαρός συγγραφέας με πλησιάσε και μου είπε «Θα μπορούσα εγώ να έχω γράψει το βιβλίο σου, τα ξέρω όσα λες.» Το εξέλαβα σαν φιλοφρόνηση- πως το βιβλίο του μιλούσε για πράγματα οικεία σε αυτόν. Η αλήθεια είναι κάπου στη μέση: δεν πρόκειται περί βιβλίου ιστορίας, ούτε περί παραμυθιού αν και διαθέτει στοιχεία και από τα δυο είδη. Θεωρώ πως απλά επιβίωσε γιατί είναι μια καλή πλοκή, αυτό είναι το μόνο πράγμα που κάνει τα βιβλία να επιβιώνουν. Πάντα υποστήριζα πως οι συγγραφείς είναι παραμυθάδες, αλλά φυσικά δεν συμφωνούν όλοι με αυτό. Ιδίως για τα μεγάλα βιβλία- αν κατασκευάσεις ένα μεγάλο αμάξι, καλύτερα να του βάλεις και μια μεγάλη μηχανή- για εμένα η πλοκή είναι η μηχανή. Ως αναγνώστης βαριέμαι πολύ εύκολα, είμαι της σχολής «Κράτα μου το Ενδιαφέρον». Ιδίως οσοι γράφουν «ελαφρυά» λογοτεχνία , όπως ο Grisham ή η Rowling, γνωρίζουν πολύ καλά τη δύναμη της πλοκής.
Ν: Ακούγεστε απαιτητικός αναγνώστης. Είστε ο έμπιστος αναγνώστης κάποιου άλλου συγγραφέα;
ΣΡ: Το πρόβλημα είναι πως πρέπει να είσαι ειλικρινής. Αν διαβάζεις ένα πρώιμο χειρόγραφο δεν έχει νόημα να χτυπάς τον άλλον φιλικά στην πλάτη και να του λες «υπέροχο!» Τουλάχιστον εγώ δεν περιμένω κάτι τέτοιο απ’όσους βλέπουν τη δική μου δουλειά. Δεν χρειάζομαι κάποιον να μου πει «τι καλά που γράφεις» αλλά «εδώ κάνει κοιλιά» ή «εδώ μπερδεύτηκα» ή «υπερβολική λεπτομέρεια εδώ» ή «θα ήθελα να μάθω και άλλα για αυτό το σημείο». Να σως εξηγήσω με ένα παράδειγμα: Στην «Γητεύτρα της Φλωρεντίας» υπάρχουν δυο ιστορίες – μια στην Ινδία του 16ου αιώνα και μια στην Φλωρεντία της Αναγέννησης . Ρώτησα λοιπόν τους 2-3 έμπιστους αναγνώστες μου αν καταντά κουραστικό αυτό το πηγαινέλα σε δυο κόσμους και να μου σημειώσουν ακριβώς σε ποια σημεία τους εκνεύρισα- έτσι συνειδητοποίησα πως πρέπει να έχω μεγαλύτερα κεφάλαια για λιγότερες εναλλαγές.
Ν: Άρα δίνετε μεγάλο βάρος στη δομή. Έχω παρατηρήσει πως τελευταία όλοι εστιάζουν στην πρόταση.
ΣΡ: Είναι εξίσου σημαντικά. Διάβασα πρόσφατα ξανά το «Μεγάλο Γκάτσμπι» και με εντυπωσίασε η ομορφιά κάθε πρότασης. Ήταν αξεπέραστη. Ξεχνώντας την πλοκή, μπορεί κανείς να μείνει σε μια πρόταση ή μια παράγραφο.
Ν: Κάποιες σχοινοτενείς προτάσεις σας ξεπερνούν τη μια σελίδα αλλά έχω δει και μινιμαλιστικές σας απόπειρες όπως το pop τραγούδι που γράψατε «The Ground beneath her feet» για τους U2.
ΣΡ: Οι στίχοι προυπήρχαν στο ομότιτλο μυθιστόρημα. Όταν το ολοκλήρωσα, λόγω του θέματος του, ήθελα να το διαβάσουν και κάποιοι άνθρωποι στη μουσική βιομηχανία για να εντοπίσουν λάθη. Το έστειλα στον Bono, επειδή τον ήξερα και μου είπε «διάβασα το βιβλίο σου σαν αστυνομικός για να εντοπίσω εγκλήματα αλλά έγραψα μια μελωδία για το τραγούδι του πρωταγωνιστή στη χαμένη του αγάπη» και με ανάγκασε να πάω στο Δουβλίνο για να το ακούσω! (γέλια) Όταν έφτασα εκεί τον έπιασαν οι ντροπές και με έβαλε στο αμάξι του για να ακούσω το demo μόνο εγώ. Με έκανε να το ακούσω 3 φορές πριν πιστέψει πως όντως μου άρεσε και να επιτρέψει να το ακούσει το υπόλοιπο συγκρότημά του. ‘Εχω παρευρεθεί σε συναυλίες των U2 έκτοτε- για έναν λογοτέχνη είναι συγκλονιστικό να ακούς τόσο κόσμο να τραγουδάει τα λόγια σου. Δυστυχώς δεν έγραψα άλλο τραγούδι.
Shalman Rushdie, Τα Παιδιά του Μεσονυκτίου, μτφρ. Ρένα Χάτχουτ, Ψυχογιός
Βρες το εδώ