«Σφήκες»: «ο μπούσουλας είναι που στρέφει ή το καράβι;» (της Όλγας Σελλά)

0
7866

 

 

της Όλγας Σελλά

«Στην παρούσα εκδοχή η σκηνοθεσία στρέφει το βλέμμα της στα σύγχρονα «κεντριά», στα λαϊκά δικαστήρια που στήνονται στις τηλεοπτικές εκπομπές και στα σόσιαλ μίντια. (…) ‘’…σε καταδικάζω στην εκπομπή μου, στο κινητό μου, δημόσια, όπου βρεθώ κι όπου σταθώ, και προσέξτε καλά: όποιος δεν συμφωνεί μαζί μου είναι φασίστας, είναι συνένοχος με τον ένοχο. Κατηγορώ, άρα είμαι κάτι. Κατηγορώ άρα υπάρχω…’’.

Είναι ένα απόσπασμα από το δελτίο Τύπου του Εθνικού Θεάτρου, που περιγράφει την εκδοχή της παράστασης «Σφήκες» του Αριστοφάνη, σε ελεύθερη διασκευή και σκηνοθεσία Λένας Κιτσοπούλου. Ε, λοιπόν συνέβη το ακριβώς αντίθετο. Ελάχιστα έως καθόλου εντοπίσαμε το σκεπτικό της σύγχρονης προσέγγισης του έργου του Αριστοφάνη στην παράσταση της Επιδαύρου, την περασμένη Παρασκευή, αλλά το διακρίναμε σε όλο του το μεγαλείο αμέσως μετά την παράσταση: στα social media (απ’ όσους το είδαν, αλλά κυρίως απ’ όσους δεν το είδαν το έργο), στα καφέ και στις παραλίες της Επιδαύρου, στο κοίλον του αρχαίου θεάτρου το περασμένο Σάββατο, όταν μέρος του κοινού είτε αποχωρούσε (απολύτως θεμιτό) είτε γιουχάιζε την παράσταση στη διάρκειά της (απολύτως βάναυσο), είτε την υπερασπιζόταν. Ναι, το Εθνικό Θέατρο είχε κάνει σαφές ότι επρόκειτο για ελεύθερη διασκευή «βασισμένη στο έργο του Αριστοφάνη». Όπως είχε ενημερώσει ότι η παράσταση προτείνεται σε θεατές άνω των 15 ετών. Ε, το τι πιτσιρίκι ανέβαινε την Παρασκευή (φαντάζομαι και το Σάββατο) με τους γονείς του τη διαδρομή προς το κοίλον, ήταν αδιανόητο. Αναρωτιέμαι, ενημερώνονται οι άνθρωποι που επιλέγουν να δουν μια παράσταση; Ή απλώς ακούνε Αριστοφάνη, Επίδαυρο, Εθνικό και πάνε;  Μάλλον το δεύτερο.

Αυτά ως προς τη ρεπορταζιακή εικόνα με την προσθήκη παρατηρήσεων. Ας μιλήσουμε όμως, με την ψυχραιμία της απόστασης, και για την παράσταση. Στην ορχήστρα του αρχαίου θεάτρου δέσποζε μια πανύψηλη μπασκέτα (για την οποία έγινε ιδιαίτερη συζήτηση στο Κεντρικό Αρχαιολογικό  Συμβούλιο) και μερικές πλαστικές καρέκλες με τα αντίστοιχα τραπεζάκια. Εκεί στέκεται το κεντρικό πρόσωπο του έργου, ένας ηλικιωμένος δικομανής (Θοδωρής Σκυφτούλης), που τα βάζει διαρκώς με όλους και με όλα,  και απειλεί με μηνύσεις, έχοντας δίπλα του τον απελπισμένο γιο του (Πάνος Παπαδόπουλος), που τον έχει δέσει για να μην τρέχει στα δικαστήρια, και τους δύο υπηρέτες τους. Οι διάλογοί τους έχουν το σύνηθες ύφος των διαλόγων στα έργα της Λένας Κιτσοπούλου, με πολλές φωνές, υβρεολόγιο, και ξαφνικά αστεία, όχι πάντα πετυχημένα. Κατ’ αρχήν υπάρχουν τα δύο βασικά πρόσωπα του έργου, σκέφτηκα, κι ας μην χρησιμοποιήθηκαν ποτέ τα ονόματα του αριστοφανικού κειμένου (Βδελυκλέων ο γιος, Φιλοκλέων ο πατέρας). Δεν πειράζει, ελεύθερη διασκευή είναι -σκέφτηκα. Στα ονόματα θα κολλήσουμε; Ας δούμε πώς θα προσαρμόσει την υπόθεση του Αριστοφάνη στα καθ’ ημάς, όπως μας έχει προετοιμάσει το δελτίο Τύπου -ξανασκέφτηκα.

Η συνέχεια όμως εξέπληξε και όσους γνωρίζουμε το σκηνικό ύφος της Λένας Κιτσοπούλου. Κι όχι γιατί έκανε κάτι διαφορετικό, αλλά γιατί έκανε ακριβώς τα ίδια με τις τελευταίες πέντε (τουλάχιστον) παραστάσεις της. Άρχισαν να βγαίνουν ο ένας μετά τον άλλον οι ηθοποιοί της παράστασης, κάνοντας ο καθένας το δικό του σκετς, χωρίς σύνδεση ή άξονα σε μια κεντρική θεματική, χωρίς ίχνος αφήγησης μιας ιστορίας. Σκετς και παρλάτες που άγγιζαν τα πάντα. Ο Νίκος Καραθάνος ήταν ένας σύγχρονος σεφ που υπερθεμάτιζε για τις γαρίδες τεμπούρα και το αποδομημένο πατσίτσιο και φώναζε παθιασμένα ότι «η τυροκροκέτα πέθανε». Η Ιωάννα Μαυρέα ήταν μια μητέρα που ακολουθεί (όπως σε όλες τις τελευταίες παραστάσεις της Λένας Κιτσοπούλου) το γιο της και του φωνάζει. Αυτό. Μέσα και έξω από την ορχήστρα υπάρχει ένας άνθρωπος που φοράει ένα νυφικό και τρέχει διαρκώς (Γιάννης Κότσιφας). Υπάρχει και μια κοπέλα (Νεφέλη Μαϊστράλη) που εγκλωβίζεται, όπως και οι δύο δούλοι και ο γιος του δικομανούς γέροντα, είτε σε sleeping bags είτε στο στενό της φόρεμα η κοπέλα, να φωνάζουν απελπισμένοι για βοήθεια και κανείς να μη προστρέχει να τους βοηθήσει. Και όλοι να βγάζουν την ουρά τους απ’ έξω. Ναι αυτό ήταν ένα σχόλιο της σύγχρονης συμπεριφοράς, αλλά θα μπορούσε να κολλήσει οπουδήποτε. Και σίγουρα σε μικρότερο σκηνικό χρόνο. Στο βάθος, εκτός ορχήστρας υπάρχει μια άλλη κοπέλα που κάθε τόσο βιάζεται από αστυνομικούς. Στο διάστημα αυτό, κι αφού απεγκλωβίζονται οι τρεις από τα sleeping bags και η κοπέλα από το φόρεμα ανακατεύονται επίσης διάφορες ατάκες που είτε έχουν σχέση με τηλεοπτικές εκπομπές, είτε με τηλεοπτικά πρόσωπα, είτε με πρόσωπα της επικαιρότητας που καταλαμβάνουν τηλεοπτικό χρόνο: Κούγιας, Μπιμπίλας, Βίσσυ, Βανδή, Μπισμπίκης, Πισπιρίγκου. Και ανάμεσα σε όλο αυτό το ανακάτεμα ακούγεται η μόνη ίσως φράση του έργου, που ήταν σημαντική: «Ήρθε ο καιρός να έχουμε όλοι άποψη».  Και αμέσως μετά βγαίνει ο χορός, που ήταν ένας, ο Σφήκας (Δημήτρης Ναζίρης) και τότε συγκεντρώνεται όλος ο θίασος στην ορχήστρα και επαναλαμβάνει λόγια που άκουσε.  Ήταν από τους πλέον εύστοχους σχολιασμούς της παράστασης (παρότι χάθηκε μέσα στα αλλεπάλληλα σκετς και στον φρενήρη ρυθμό της) και για την αμηχανία χρήσης του χορού συχνότατα στο αρχαίο δράμα, αλλά, κυρίως, -γιατί το αρχαίο δράμα δεν ήταν διόλου παρόν σ’ αυτό το έργο- για τον τρόπο που επαναλαμβάνουν άκριτα οι άνθρωποι ότι ακούν γύρω τους.

Κι αμέσως μετά ακολουθεί το μπούλινγκ σ’ έναν ευτραφή ηθοποιό (Θάνος Μπίρκος) και πραγματικά ήταν κακοποιητικός ο τρόπος που οδηγήθηκε να «παίξει», ένας τεράστιος Γιάννης Αντετοκούμπο, το σεξ μ’ έναν πελεκάνο (τον γνωστό παλιό Πέτρο της Μυκόνου), ένας γορίλας που γκρεμίζει το παραβάν μιας εκλογικής διαδικασίας. Κάθε τόσο κάνει τις εκρήξεις του ο γηραιός δικομανής, αποδομώντας τα πάντα, μέχρι και την ποίηση του Νίκου Καββαδία: «Είναι ποίηση αυτήηηηηη; Ό,τι βλέπει το γράφει».  Και φτάνουμε στον τελικό μονόλογο της Λένας Κιτσοπούλου που δεν άφησε τίποτα όρθιο σε ρυθμό ραπ. Δεν μπορώ να παραβλέψω ότι το έκανε πολύ καλά, όπως δεν μπορώ να παραβλέψω ότι ήταν ένα κρεσέντο αποδόμησης, ύβρεων, προσβολών, τρολαρίσματος και αυτοτρολαρίσματος. Μια κραυγή ήταν, που ήταν θορυβώδης, προκλητική όσο και απελπισμένη. Και θλιβερή. Αλλά κι αυτό το έχουμε ξαναδεί.

Αυτή ήταν η παράσταση της Λένας Κιτσοπούλου. Αυτό είδαμε στην ορχήστρα της Επιδαύρου. Και ήταν μια κακή παράσταση, όχι γιατί δεν πάτησε στον Αριστοφάνη, ευχής έργον είναι να εμπνέονται οι νεότεροι καλλιτέχνες από παλαιότερα και σπουδαία κείμενα και να συνομιλούν μαζί τους και με ό,τι αυτά τα κείμενα παραπέμπουν στις δικές τους ανησυχίες. Κι ούτε γιατί προσέβαλε το αρχαίο θέατρο Επιδαύρου, το ίδιο κακή θα ήταν οπουδήποτε κι αν φιλοξενούνταν. Ήταν μια κακή παράσταση γιατί  η Λένα Κιτσοπούλου επανέλαβε τον εαυτό της και τον τρόπο που σχολιάζει τα πράγματα για πολλοστή φορά. Ήταν μια κακή παράσταση γιατί έδειχνε να μην έχει κόπο, να μην έχει ιδέες, να μην έχει άξονα και ειρμό. Σαν φαγητό που ξαναζεστάθηκε, με δήθεν τρόπο, δηλαδή με γκουρμεδιά νεοτερισμού.

Σε ό,τι αφορά τις ερμηνείες θα έλεγα ότι όλοι πάσχισαν σε εξαιρετικά δύσκολες συνθήκες και σκηνικές και καιρικές, αρκετοί από αυτούς εγκλωβισμένοι σε εξαιρετικά ζεστά ή άβολα ρούχα. Αλήθεια είναι ανάγκη το κατακαλόκαιρο να σχεδιάζονται τέτοια κοστούμια; Ξεχώρισαν (ή διασώθηκαν) ο Δημήτρης Ναζίρης, ο Νίκος Καραθάνος, ο Πάνος Παπαδόπουλος και ο Κωνσταντίνος Πλεμμένος.

 

ΥΓ. Σκέφτηκα ότι αξίζει να δώσει ο Νίκος Καββαδίας τον τίτλο αυτού του κειμένου.

Η ταυτότητα της παράστασης

Μετάφραση: Στέλιος Χρονόπουλος, Ελεύθερη διασκευή/Σκηνοθεσία: Λένα Κιτσοπούλου, Σκηνικά-Kοστούμια: Μαγδαληνή Αυγερινού, Μουσική: Νίκος Κυπουργός, Χορογραφία: Αμάλια Μπένετ, Φωτισμοί: Νίκος Βλασόπουλος, Ηχητικός σχεδιασμός: Κώστας Λώλος , Δραματολόγος παράστασης: Ασπασία-Μαρία Αλεξίου, Φωνητική προετοιμασία: Μελίνα Παιονίδου, Βοηθός σκηνοθέτριας: Μαριλένα Μόσχου, Β’ βοηθός σκηνοθέτριας: Σαβίνα Τσάφα, Βοηθός σκηνογράφου-ενδυματολόγου: Τζίνα Ηλιοπούλου,  Β’ βοηθός σκηνοθέτριας: Σαβίνα Τσάφα, Βοηθός μουσικοσυνθέτη: Αλέξης Κωτσόπουλος, Σχεδιασμός μακιγιάζ: Olga Faleichyk, Σχεδιασμός κομμώσεων: Κωνσταντίνος Κολιούσης

 

Παίζουν (με αλφαβητική σειρά):

Δάφνη Δαυίδ, Αλέξανδρος Ζουριδάκης, Κωνσταντίνος Καπελλίδης (ηλεκτρικό μπάσο), Νίκος Καραθάνος, Λένα Κιτσοπούλου, Γιάννης Κότσιφας, Νίκος Κουσούλης, Αλέξης Κωτσόπουλος (ηλεκτρική κιθάρα, τρομπόνι), Νεφέλη Μαϊστράλη, Σωτήρης Μανίκας, Νικόλας Μαραγκόπουλος, Ιωάννα Μαυρέα, Θάνος Μπίρκος, Δημήτρης Ναζίρης, Πάνος Παπαδόπουλος, Στέφανος Πίττας, Κωνσταντίνος Πλεμμένος, Μαριάννα Πουρέγκα, Θοδωρής Σκυφτούλης

Μουσικοί επί σκηνής (με αλφαβητική σειρά)

Μαρίνος Γαλατσινός (πνευστά), Σοφία Ευκλείδου (βιολοντσέλο), Εύη Κανέλλου (κρουστά)

 

Φωτογραφίες παράστασης: Χρήστος Συμεωνίδης

 

Επόμενες παραστάσεις:

22 Iουλίου, Καβάλα – Αρχαίο Θέατρο Φιλίππων

25 Ιουλίου, Θεσσαλονίκη – Θέατρο Δάσους

30 Ιουλίου, Αρχαίο Θέατρο Δωδώνης

5 Αυγούστου, Αρχαίο Θέατρο Δίον

29 Αυγούστου, Ηλιούπολη-Δημοτικό Θέατρο Αλσους «Δημήτρης Κιντής»

6, 7, 8, 9 Σεπτεμβρίου Σχολείον της Αθήνας Ειρήνη Παπά

16 Σεπτεμβρίου Παπάγου

22 Σεπτεμβρίου Βύρωνας- Θέατρο Βράχων

 

Η παράσταση προτείνεται σε θεατές από 15 ετών και άνω.

 

Προηγούμενο άρθροΖωή σε παραμορφωτικό καθρέπτη (της Δέσποινας Παπαστάθη)
Επόμενο άρθροΤο φοβερό βιβλίο (της Δήμητρας Ρουμπούλα)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ