Της Κατερίνας Σχινά.
Δεν τα διαβάζω σαν χρονογραφήματα τα κείμενα της Ρούλας Γεωργακοπούλου. Δεν τα διαβάζω σαν διηγήματα. Ούτε σαν σύντομες “εις εαυτόν” εξομολογήσεις. Κάτι άλλο μου φέρνουν πάντοτε στο νου: τραχιές, αδρές πινελιές στον καμβά του πραγματικού, ένα χορευτικό στροβίλισμα της γλώσσας, μια αναπάντεχη impression που δεν μένει ποτέ στην επιφάνεια, αλλά βαθαίνει, βαθαίνει κι άλλο, χωρίς ποτέ να γίνεται αφηρημένη, μένοντας πάντοτε χειροπιαστή, συνταρακτικά υλική, ακόμα κι όταν συντήκει αναγνώσεις, αναφορές και στοχασμό, ακόμα κι όταν υποκινείται από ιδέες. Και χαίρομαι. Χαίρομαι πρώτα απ’ όλα την ανεξιθρησκεία της γλώσσας που αρδεύεται από τα ποταμάκια της λογιοσύνης και από τα πηγάδια της λαϊκότητας. Χαίρομαι την ελευθερία της σκέψης που αφήνεται στα συνειρμικά της άλματα για να ανασυγκροτηθεί στο τέλος σε μια καθηλωτική κατακλείδα. Χαίρομαι εκείνη τη ματιά στα πράγματα και στα αισθήματα, που δεν θα την έλεγα λοξή, αλλά ευθεία, άμεση, αθώα μα ποτέ ανυποψίαστη. Χαίρομαι, πάνω απ’ όλα, το χιούμορ, μ’ εκείνη την ανορθόλογη αυθαιρεσία του που αγγίζει τον σουρεαλισμό, την ανάλαφρη ειρωνεία του που κάνει κομμάτια τις περιπαθείς γενικότητες, τον αυτοσαρκασμό, χάρισμα σπάνιο όσων (και είναι λίγοι) καταφέρνουν να αποδεσμευτούν από τον εαυτό τους μένοντάς του πιστοί, αδιάψευστο καθρέφτη ενδοσκόπησης και αυτογνωσίας. Είναι ένα χιούμορ απαλλαγμένο από στυφότητα, ευγενές γιατί δεν είναι καθωσπρέπει και αγαθό γιατί δεν αποκλείει την επιείκεια.
Πολυφυή και πολύτροπα, λοιπόν, αυτά τα ολιγόλεκτα κείμενα διακρίνουν με αετίσιο μάτι τη λεπτομέρεια και αγκαλιάζουν ολόθυμα το καθολικό. Θέλω να πω, ότι αν η συγγραφέας εστιάζει σε μια ασήμαντη, φαινομενικά, λεπτομέρεια, είναι για να αποκαταστήσει την ολότητα – κι αυτό όχι με μια εκτενή ανάπτυξη του περιεχομένου της, αλλά με ένα ακαριαίο χτύπημα, μια στιγμιαία λάμψη. Η λεπτή και συνάμα πυκνή της γραφή φανερώνει ένα συγγραφικό υποκείμενο ικανό να κατανοεί και να διευρύνεται για να εναρμονίσει τις διαφωνίες της ζωής, μια συνείδηση νοήμονα, που τολμά να βρίσκεται , και βρίσκεται πάντα, πέρα από τα όρια που επιβάλλει μια κατάσταση σε μια δεδομένη στιγμή. Προσβλέποντας στο ουσιώδες, ο λόγος της αποκτά αιχμή καρφίτσας: με δυο κινήσεις, με δυο φράσεις, τρυπάει το μπαλόνι της κιβδηλότητας και ξεφουσκώνουν στη στιγμή σοβαροφάνεια, υποκρισία, γελοίες υπερβολές, ψευδείς καλές προθέσεις, μάταιες μυθολογίες.
Η Ρούλα Γεωργακοπούλου πολεμάει την αδράνεια των αισθημάτων που καθυστερούν ή γίνονται αποστεωμένος τύπος, ανακαλεί στην τάξη την αμετροέπεια, σέβεται τις αποχρώσεις, αντιστέκεται στις ευκολίες. Γυναίκα μετρίου αναστήματος, ανεβαίνει στη σκαλίτσα της γραφής και υψώνεται τόσο, που καταφέρνει να αγγίξει το αψηλάφητο.