Της Κατερίνας Σχινά.
Δεν γράφω σχεδόν ποτέ για σινεμά – αλλά θα κάνω μιαν εξαίρεση. Όχι γιατί θέλω να μιλήσω για την ταινία μιας στενής και αγαπημένης φίλης – από μόνη της αυτή η επιθυμία δεν αρκεί, ίσως μάλιστα να μη νομιμοποιείται καν – αλλά γιατί το φιλμ “September” – που βγαίνει από τις τρεις Οκτωβρίου στις αίθουσες (στον Δαναό και το Embassy αρχικά) – προσφέρει ένα είδος ποιητικής αφήγησης που δεν αποποιείται τον ρεαλισμό ενώ ταυτόχρονα τον υπερβαίνει, επιτυγχάνοντας μια σπάνια, για τα ελληνικά δεδομένα, ισορροπία. Και κυρίως γιατί είναι ένα ειλικρινές, βαθύ, λιτό και συγκινητικό έργο που φορές φορές χτυπάει ένα γυμνό νεύρο και σε πονά: το νεύρο εκείνο που έχει αποσαρκωθεί απ’ ό,τι το προστάτευε, κοινωνικές συμβάσεις, αποσιωπήσεις, αυταπάτες, ακόμα και παρηγορητικά ψεύδη, και τώρα πάλλεται έκθετο στην αλήθεια της ανθρώπινης συνθήκης.
Σε μια πρώτη, ίσως επιπόλαια ματιά, θα’ λεγε κανείς ότι είναι μια ταινία για τη μοναξιά, για την απώλεια, για το πένθος. Είναι όμως, ταυτόχρονα, και μια ταινία για την επιθυμία. Για την εναλλαξιμότητα των ρόλων, ή αλλιώς, για το πώς το αντικείμενο της επιθυμίας μπορεί να γίνει, ανεπαισθήτως, το υποκείμενο που επιθυμεί. Για την δυσκολία να παγιωθεί μια διαλογική σχέση μεταξύ του εγώ και του εσύ, στη βάση μιας αμοιβαιότητας. Για το τέλος των πραγμάτων και για τη σωτήρια δυνατότητα να ξαναρχίσουν. Για την αναπάντεχη ρωγμή που μπορεί να σκίσει σαν αστραπή την καθημερινότητα, όχι για να την καταστρέψει, αλλά για να της δώσει την ευκαιρία να ανασυνταχθεί σε διαφορετική κλίμακα.
Το “September” της Πέννυς Παναγιωτοπούλου είναι μια ταινία που πηγαίνει ενάντια στο ρεύμα της πρόσφατης κινηματογραφικής μας παραγωγής, συχνά ασφυκτικής μέσα στη νοσηρότητά της, παρά τις πολλαπλώς βραβευμένες σκηνοθετικές και υποκριτικές αρετές που της έχουν αναγνωρίσει. Το “September” δεν περιστρέφεται γύρω από μια ακόμα δυσλειτουργική οικογένεια, δεν καταφεύγει στο αλλόκοτο, δεν αισθητικοποιεί τη βία, δεν στοιχηματίζει, με άλλα λόγια, στη βία της μορφής εναντίον της τάξης της μορφής για να κορυφωθεί σε ένα ρίγος, μια κραυγή, μια έκρηξη. Η αισθητική χαρά της ταινίας βρίσκεται στην ημιτονοειδή καμπύλη των λεπτών συναισθηματικών αποχρώσεων του σχετίζεσθαι, όπως το αποτολμά, με ανυποψίαστη αφέλεια και αθωότητα, η μοναξιασμένη ηρωίδα της Πέννυς Παναγιωτοπούλου Άννα, εξαιρετικά ερμηνευμένη από την Κόρα Καρβούνη. Δεν έχει σημασία αν η προσπάθεια να σχετιστεί με τους άλλους, με τη μητέρα (Μαρία Σκουλά) της γειτονικής οικογένειας και με τα παιδιά της δεν της επιστρέφεται, ή αν της επιστρέφεται κουτσουρεμένη και μισή. Η δοτικότητα και η πίστη της Άννας μπορεί να σκοντάφτουν στα όρια των άλλων, μπορεί να κινδυνεύουν να εκτραπούν σε εμμονή και να εκλαμβάνονται ως διαταραχή, όμως αποτελούν αυταξίες. Η απόρριψη που θα γευτεί η ηρωίδα της Παναγιωτοπούλου δεν θα είναι ανεπίστρεπτη. Γιατί δεν πρέπει να το ξεχνάμε: η ψυχική ζωή χτίζεται και διατηρείται στο βαθμό που επανορθώνει. Η ζωή είναι μια συνεχής επανόρθωση.
Θέλησα να κρατήσω για το τέλος μια καίρια παρατήρηση από την κριτική του περιοδικού Cinema Scope, μια από τις πολλές που γράφτηκαν μετά την παρουσίαση της ταινίας στο Φεστιβάλ του Κάρλοβι Βάρι και του Τορόντο. Ο Άνταμ Νάιμαν παρουσιάζει πέντε ελληνικές ταινίες, μιλάει για το “Greek Weird Wave” – όπως ονόμασε ο Στηβ Ρόουζ στον Guardian το νέο (εκκεντρικό; αλλόκοτο; ιδιόρρυθμο; ανατριχιαστικό;) ρεύμα του ελληνικού κινηματογράφου, αναφερόμενος κατά κύριο λόγο στον “Κυνόδοντα” και το “Άτενμπεργκ” – εξαίροντας την σκηνοθετική ευφυία του Αλέξανδρου Αβρανά και της βραβευμένης στη Βενετία ταινίας του “Miss Violence”, αλλά δεν αντιστέκεται στον πειρασμό να δει συγκριτικά τις ταινίες και να τις αντιδιαστείλει. “Εκεί που η Miss Violence σπεύδει να δικαιώσει τον τίτλο της όσο πιο γρήγορα γίνεται, η September ξετυλίγει αργά και στη συνέχεια υποβαθμίζει κάθε αίσθηση απειλής”, γράφει ο κριτικός. (…) “Η χαμηλότονη κομψότητα της σκηνοθεσίας της Παναγιωτοπούλου, στην οποία η ακινησία της κάμερας φαίνεται δεμένη με την αίσθηση αδιεξόδου της πρωταγωνίστριας παρά με μια επιθυμία να παγιδέψει το κοινό, υπερισχύει της “σπιρτάδας” του Αβρανά. Η Miss Violence τελειώνει με μια κλειστή πόρτα· η September έχει μια έκβαση πραγματικά ανοιχτή, και ειδωμένη από τη σωστή γωνία, ευλόγως πιο ανησυχητική από οτιδήποτε βρίσκεται μέσα στην κρύπτη με τα απεχθή μυστικά της άλλης ταινίας”.
Το κείμενο είναι αριστουργηματικό. Αν η ταινία ανταποκρίνεται στο 51% του κειμένου, σίγουρα θα είναι εξαιρετική. καλή επιτυχία…
Να που μια βιβλιοκριτικός μπορεί να γράψει θαυμάσια και για το σινεμά…Η ευαισθησία, η στοχαστικότητα και η διορατική ματιά δεν γνωρίζουν στεγανά.